"Ένα βράδυ η γιαγιά μου κάπνιζε το μαύρο της πούρο, ενώ εγώ μισοκοιμόμουν μακάρια στη ζεστή αγκαλιά της". Βεβαίως, όσοι τουλάχιστον είμαστε πάνω από τα σαράντα-πενήντα και «προλάβαμε» εκείνες τις ολοζωής μαυροντυμένες γριούλες, τις μανάδες ή τις γιαγιάδες των περισσοτέρων από μας, που ανάβανε ακούραστες τα καντήλια στα ταπεινά ξωκλήσια και στα ερημομονάστηρα της Ελλάδας, αυτήν την εικόνα φυλάξαμε στην μνήμη μας: Να μας νανουρίζουν, καπνίζοντας μαύρα πούρα, γιατί δεν καταδέχονταν τα παρακατιανά...Διαβάζω στο Ανθολόγιο της ανοησίας.
Στη σελίδα 133 φιλοξενείται κείμενο με τίτλο «οι κάλοι της Κλάρας», κάποιου Ντιμίτερ Ινκιόφ, που γεννήθηκε στη Βουλγαρία, ζει στη Γερμανία και έχει αμερικανική υπηκοότητα (Φραγκολεβαντίνος ολκής ο άνθρωπος. Έχει το αίμα τριών εθνών και την ψυχή κανενός). Κείμενο καταθλιπτικό, κακόγουστο, επιβλαβές. Πέθανε μια γερόντισσα στην πολυκατοικία και θέλουν να πάνε στη κηδεία μια γειτονική οικογένεια με τα δύο παιδιά της. Το κείμενο κινείται σε απαράδεκτο, σαχλό ύφος, ανάρμοστο για την σοβαρότητα του μυστηρίου του θανάτου. Συζητούν τα παιδιά: «-Μπορεί η γερόντισσα που πέθανε να πήγε στην Κόλαση.
-Λες; Η Κλάρα έγνεψε με το κεφάλι της.
-Το δίχως άλλο θα πήγε στην Κόλαση, γιατί μάλωνε όλα τα παιδιά της πολυκατοικίας. Κι επειδή πρέπει να πάει στην Κόλαση, κλαίνε όλες οι φίλες της. Έτσι θα είναι. Κι εγώ αυτό το νομίζω πολύ σωστό. Και όταν έκανα να ρωτήσω, αν οι διάβολοι θα ψήσουν στην Κόλαση τη γριά, μας είπε χαμηλόφωνα ο πατέρας:
-Σιωπή! Πολλά λέτε!». Στο τέλος πήγαν στην κηδεία και η Κλάρα κλαίει γοερά. Και όταν προσπαθούν να την παρηγορήσουν, απαντά. «Δεν κλαίω γι’ αυτήν. Κλαίω, γιατί με στενεύουν ανυπόφορα τα απαίσια καινούργια παπούτσια μου. Τα πόδια μου γέμισαν κάλους. Και τούτη δω η κηδεία δεν έχει τελειωμό». Ούτε το «φοβερόν μυστήριον» του θανάτου δεν σέβεται η ασημαντοκρατία που αποφασίζει το τι θα διδάσκονται τα παιδιά του προδομένου λαού μας. Και υποτίθεται ότι στο «Ανθολόγιο», το λέει και η λέξη, βάζεις τα άνθη της λογοτεχνίας, ό,τι καλύτερο ιστόρησε ο κάλαμος των μαϊστόρων του λόγου, το ακροθίνιον. Γιαγιάδες με πούρα, που ψήνονται στην κόλαση, «διαβόλια και τριβόλια», μαγαρισιές και δαιμονολογίες, τι δουλειά έχουν με 11χρονα παιδιά;
-Λες; Η Κλάρα έγνεψε με το κεφάλι της.
-Το δίχως άλλο θα πήγε στην Κόλαση, γιατί μάλωνε όλα τα παιδιά της πολυκατοικίας. Κι επειδή πρέπει να πάει στην Κόλαση, κλαίνε όλες οι φίλες της. Έτσι θα είναι. Κι εγώ αυτό το νομίζω πολύ σωστό. Και όταν έκανα να ρωτήσω, αν οι διάβολοι θα ψήσουν στην Κόλαση τη γριά, μας είπε χαμηλόφωνα ο πατέρας:
-Σιωπή! Πολλά λέτε!». Στο τέλος πήγαν στην κηδεία και η Κλάρα κλαίει γοερά. Και όταν προσπαθούν να την παρηγορήσουν, απαντά. «Δεν κλαίω γι’ αυτήν. Κλαίω, γιατί με στενεύουν ανυπόφορα τα απαίσια καινούργια παπούτσια μου. Τα πόδια μου γέμισαν κάλους. Και τούτη δω η κηδεία δεν έχει τελειωμό». Ούτε το «φοβερόν μυστήριον» του θανάτου δεν σέβεται η ασημαντοκρατία που αποφασίζει το τι θα διδάσκονται τα παιδιά του προδομένου λαού μας. Και υποτίθεται ότι στο «Ανθολόγιο», το λέει και η λέξη, βάζεις τα άνθη της λογοτεχνίας, ό,τι καλύτερο ιστόρησε ο κάλαμος των μαϊστόρων του λόγου, το ακροθίνιον. Γιαγιάδες με πούρα, που ψήνονται στην κόλαση, «διαβόλια και τριβόλια», μαγαρισιές και δαιμονολογίες, τι δουλειά έχουν με 11χρονα παιδιά;
Στο παλιό «Ανθολόγιο-προ του 2006-εξαιρετικό και όντως ανθοδέσμη κειμένων διδάσκαμε κείμενα με ιθαγένεια και οσμήν ευωδίας πνευματική. Κόντογλου (Βασίλειος ο Μακεδών), Ναταλία Μελά (για τον αετό της Μακεδονίας, Παύλο), Βενέζης, Πετσάλης (για τον Ρήγα), Βαλαωρίτης, Μόντης, Πηνελόπη Δέλτα («τα μυστικά του Βάλτου), Ελύτης, Μυριβήλης, Ψαθάς, «του νεκρού αδελφού», «ο Διγενής», «της Άρτας το γιοφύρι».
Όλα τα πέταξαν, διότι τα κρυμμένα στα κελάρια του πατρογονικού μας σπιτιού, καλούδια της ρωμαίικης παράδοσης, εξαίσια και άφθονα, ελέγχουν τους γενίτσαρους της Εκπαίδευσης.
Συνεχίζω με άλλο κείμενο-πτώμα τυμπανιαίο: «Τα μάτια του Χριστού ήταν γλυκά. Τα μάτια του γατιού ήταν γλυκά. Ο Χριστός και ο δράκος». (σελ. 166).
Ένα Κινεζάκι, ο Τα Κι Κο, «γιορτάζει» τα Χριστούγεννα στην Ευρώπη (μάλλον στην Ελλάδα). Την ημέρα της γιορτής, επειδή «ο αξιότιμος κύριος Χριστός δεν φαινόταν πουθενά», του έδωσαν μία εικόνα του Χριστού. Την πήρε στο δωμάτιό του, ζωγράφισε έναν κινέζικο δράκο, μάζεψε κι ένα γατί, που ήταν στο παράθυρό του και ξεκινά η βλάσφημη σύγκριση.
Τα μάτια «του αξιότιμου κυρίου Χριστού» με «τα μάτια του γατιού».
Και κάτι άλλο για να γελάσει τ’ αχείλι μας εν μέσω του ψηλαφητού σκότους που μας περιβάλλει. Στην σελ. 22 του Ανθολόγιου των Γ΄ και Δ΄ δημοτικού, υπάρχει άσκηση όπου τα εμβρόντητα παιδάκια καλούνται να συνθέσουν ένα «νανούρισμα για χταπόδια». Όχι δεν είναι… πλάκα. Είναι αλήθεια. Εδώ ξεπερνάμε την ανοησία και αγγίζουμε τα όρια της σχιζοφρένειας.
Ερώτηση: Γιατί δεν ζήτησαν, από τους ανυπεράσπιστους μαθητές, να βρουν ένα παραδοσιακό νανούρισμα, από τα εξοχότερα δείγματα της δημοτικής μας ποίησης-«το τελεσφορώτατον όργανον της Εθνικής αγωγής, η εκτρέφουσα και συντηρούσα το εθνικόν φρόνημα», όπως γράφει ο μεγάλος μας λαογράφος Νικόλαος Πολίτης στον πρόλογο του βιβλίου του «Δημοτικά Τραγούδια»;
Η απάντηση είναι απλή: αν κόψεις τις ρίζες (την Παράδοση) τα κλαδιά ξεραίνονται και οι καρποί σαπίζουν και γίνονται «οι πολιτείες λημέρια των ακαθάρτων και ταμπούρια των κιοτήδων». (Παλαμάς).
Ένας απελπισμένος γονέας, ψάχνοντας παντού και σε ξένες λογοτεχνίες δεν βρήκε νανούρισμα για χταπόδια. Ουδέποτε κάποιος κάτοικος του πλανήτη μας, λογοτέχνης ή μη, ξενύχτησε για να εμπνευστεί από για τον ύπνο των χταποδιών. Ούτε καταγράφτηκαν ποτέ φαινόμενα μαζικά αϋπνίας των συμπαθών και νοστιμότατων μαλακίων. Κάνοντας, ο ταλαίπωρος «γονέας Α’», κατά την τρέχουσα ορολογία των παρανοϊκών δικαιωματιστών, υπακοή στην γυναίκα του κι αυτή στον γιο της, έγραψε ένα νανούρισμα για χταπόδια. (Όταν ερωτήθη ο Περικλής ο Αθηναίος ποιος κυβερνά τον κόσμο απάντησε: ο γιος μου. Και εξήγησε. Ο γιος μου κυβερνά την γυναίκα μου, η γυναίκα μου εμένα, εγώ την Αθήνα, η Αθήνα όλο τον κόσμο).
Παραθέτω το ευφυές στιχούργημα. Είναι το μοναδικό συμπαντικώς νανούρισμα για χταπόδια και λοιπά βέβαια μαλάκια και αρθρόποδα….
Κοιμήσου, χταποδάκι μου,
χταπόδι, νάνι νάνι
κι εγώ για σε ετοίμασα
το πιο τρανό τηγάνι.
Κοιμήσου και παρήγγειλα
τ' αλατοπίπερά σου,
τα λάδια σου, τα ξίδια σου
και τα μυρωδικά σου.
Της θάλασσας τα ρεύματα
να 'ρθουν να σε λικνίσουν
γλυκά μες στο θαλάμι σου
και να σ' αποκοιμήσουν.
Καθώς αποκοιμήθηκαν
οι νόες οι μεγάλοι,
που φέραν την παιδεία μας
σε τούτο 'δω το χάλι...
Στα παλιά Ανθολόγια υπήρχε ένα νανούρισμα, προσευχές ήταν στην Παναγία και τον αφέντη τον Χριστό, που έλεγαν οι γιαγιάδες μας, οι παλιές, «οι καθυστερημένες» και όχι οι ψιμυθιωμένες, οι προοοδευμένες παλιμπαιδίζουσες των ημερών μας, που θέλουν να τις προσφωνούν με τα «μικρά» τους ονόματα-μην τις θυμηθεί ο Χάρος….
«Κοιμήσου συ, μωράκι μου, σε κούνια καρυδένια
Σε ρουχαλάκια κεντητά και μαργαριταρένια
Έλα, Χριστέ και Παναγιά, και παρ’ το στους μπαξέδες
Και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια μενεξέδες.
Κοιμήσου συ, παιδάκι μου, κι η μοίρα σου δουλεύει
Και το καλό σου ριζικό, σου κουβαλεί και φέρνει
Κοιμάται νιο, κοιμάται νιο, κοιμάται νιο φεγγάρι
Κοιμάται το παιδάκι μου στ’ άσπρο το μαξιλάρι.
Ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι η γεια τα μεγαλώνει
Και η Κυρά η Παναγιά τα καλοξημερώνει».
Θα άφηναν οι «γραικύλοι της σήμερον» τραγούδι-νανούρισμα που μιλά για τον Χριστό και την Παναγία ;
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
Κοιμήσου, χταποδάκι μου,
χταπόδι, νάνι νάνι
κι εγώ για σε ετοίμασα
το πιο τρανό τηγάνι.
Κοιμήσου και παρήγγειλα
τ' αλατοπίπερά σου,
τα λάδια σου, τα ξίδια σου
και τα μυρωδικά σου.
Της θάλασσας τα ρεύματα
να 'ρθουν να σε λικνίσουν
γλυκά μες στο θαλάμι σου
και να σ' αποκοιμήσουν.
Καθώς αποκοιμήθηκαν
οι νόες οι μεγάλοι,
που φέραν την παιδεία μας
σε τούτο 'δω το χάλι...
Στα παλιά Ανθολόγια υπήρχε ένα νανούρισμα, προσευχές ήταν στην Παναγία και τον αφέντη τον Χριστό, που έλεγαν οι γιαγιάδες μας, οι παλιές, «οι καθυστερημένες» και όχι οι ψιμυθιωμένες, οι προοοδευμένες παλιμπαιδίζουσες των ημερών μας, που θέλουν να τις προσφωνούν με τα «μικρά» τους ονόματα-μην τις θυμηθεί ο Χάρος….
«Κοιμήσου συ, μωράκι μου, σε κούνια καρυδένια
Σε ρουχαλάκια κεντητά και μαργαριταρένια
Έλα, Χριστέ και Παναγιά, και παρ’ το στους μπαξέδες
Και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια μενεξέδες.
Κοιμήσου συ, παιδάκι μου, κι η μοίρα σου δουλεύει
Και το καλό σου ριζικό, σου κουβαλεί και φέρνει
Κοιμάται νιο, κοιμάται νιο, κοιμάται νιο φεγγάρι
Κοιμάται το παιδάκι μου στ’ άσπρο το μαξιλάρι.
Ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι η γεια τα μεγαλώνει
Και η Κυρά η Παναγιά τα καλοξημερώνει».
Θα άφηναν οι «γραικύλοι της σήμερον» τραγούδι-νανούρισμα που μιλά για τον Χριστό και την Παναγία ;
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς