«Σ’ έμπαν είν’ τα κάλαντα και σ’ έξ’ τα Φώτα», στην αρχή της χρονιά είναι τα κάλαντα και στις έξι τα Φώτα.
Στην Αμισό, Ινέπολη, Οινόη (Ούνγια), Σούρμενα λέγανε το Φώτισμα, στην Κερασούντα, Κοτύωρα (Ορντού), Σάντα, Τραπεζούντα, Χαλδία λέγανε το Φώτιγμαν και στη Χαλδία το Φώτιμαν.
Στον Πόντο έλεγαν σχετικά ότι αυτή την μέρα στον Ιορδάνη ποταμό, άνοιξε ο ουρανός και το Άγιο Φως κατέβηκε σαν πουλί πάνω από το Χριστό:
«Σον Ιορδανοπόταμον ο ουρανόν ενοί(γ)εν
Και τ’ Αεφώς άμον πουλίν σον Χριστόν εκατήβεν»
Παραμονή των Θεοφανείων
Την παραμονή των φώτων γινόταν ο αγιασμός των υδάτων μόνο μέσα στην εκκλησία και πάνω σε μια εξέδρα στολισμένη με κλαδιά. Οι πιστοί έπαιρναν τον πρώτο αγιασμό. Αυτόn δεν τον κρατούσαν κατά τη διάρκεια του χρόνου. Ήτανε για να ευλογήσουν τα ζωντανά τους, τα χωράφια και το σπίτι τους.
Κατόπιν ο παπάς γυρνούσε στα σπίτια και τ’ αγνίαζε με την αγιαστούρα του, ψάλλοντας το τροπάριο «Εν Ιορδάνη…», ενώ οι πιστοί έριχναν κέρματα «απές σο παρχάτσ'», που κρατούσε ένας μικρός, που συνόδευε τον παπά.
Τα κεριά για τ’ αποθαμένους
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα των ποντιακών Φώτων ήταν το μνημόσυνο των νεκρών που γινόταν την Παραμονή της γιορτής των Θεοφανείων.
Πριν το βραδινό τραπέζι, που ήταν νηστίσιμο, σε ένα μεγάλο ταψί γεμάτο σιτάρι όλα τα μέλη της οικογένειας άναβαν κεριά «για τ’ αποθαμέντς», για πεθαμένους συγγενείς και φίλους, αναφέροντας το όνομά του κάθενος ξεχωριστά.
Για να μην ξεχνούν οι νεότεροι το χρέος τους στους παλιότερους, έγκαιρα τους μάθαιναν ένα τετράστιχο:
Τα Φώτα θέλω το κερί μ’
και Των Ψυχών κοκκία (κόλυβα)
και την Μεγάλ’ Παρασκευήν
έναν μαντήλιν δάκρυα!
Στη συνέχεια έτρωγαν τα μανάτια (βραστή γλυκιά κολοκύθα), τα μαύρα τα φασούλια και τα μαύρα λάχανα αλάδωτα, και το χοσάφ (γλυκιά σούπα με φρέσκα και αποξηραμένα φρούτα).
Το τραπέζι παρέμενε όλο το βράδυ στρωμένο για να «τρώγνε οι αποθαμέν» όπως έλεγαν ενώ στο κέντρο του τοποθετούσαν μία φέτα ψωμί με τέσσερα κεριά αναμμένα σε σχήμα σταυρού.
Μετά το δείπνο αυτό, κυρίως τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι, ντύνονταν καρναβάλια και γυρνούσαν τα σπίτια του χωριού, λέγοντας τα κάλαντα των Φώτων.
Οι οικοδεσπότες προσπαθούσαν να τους αναγνωρίσουν κερνώντας τους γλυκά, ξηρούς καρπούς, φρούτα, κρασί και τσίπουρο μέσα σε κλίμα χαράς και γέλιου.
Ανήμερα των Θεοφανείων
Το πρωί των Θεοφανείων πήγαιναν όλοι στην εκκλησία, με το σιτάρι από το βραδινό τραπέζι, για να παρακολουθήσουν την λειτουργία και να αγιασθούν.
Μετά έπαιρναν το δεύτερο αγιασμό και επέστρεφαν στο σπίτι. Από αυτό πίναν όλοι από τρεις γουλιές και τον υπόλοιπο τον κρατούσαν, συνήθως στο εικονοστάσι, καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου.
Τα Θεοφάνεια με τον μεγάλο αγιασμό ράντιζαν τα σπαρτά. Στη Σάντα, που την αποτελούσαν επτά ενορίες γι’ αυτό και ονομαζόταν και «Επτάκοσμος».
Τα Θεοφάνεια, η πρωτότοκος κόρη ζύμωνε την «Αλυκόν πίταν» από καλαμποκίσιο αλεύρι, κομμάτια της οποίας οι ανύπαντρες έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι για να δουν ποιον θα παντρευτούν
Η κατάδυση του Τιμίου Σταυρού
Η κατάδυση του σταυρού γινόταν με μεγαλοπρέπεια και οι τολμηροί νέοι που βουτούσαν να τον πιάσουν έδιναν μάχη μεταξύ τους αλλά και με τα παγωμένα νερά.
Ο νικητής έπαιρνε το σταυρό στο σπίτι του με την ευλογία του παπά, ψάλλοντας εκκλησιαστικά τροπάρια.
Στις περιοχές που δεν υπήρχε θάλασσα, ποτάμι, δεξαμενή ή λίμνη, η κατάδυση του σταυρού γινόταν σε ένα δοχείο μέσα στην εκκλησία. Σ΄αυτή την περίπτωση τον σταυρό έπαιρνε όποιος προσέφερε τα περισσότερα χρήματα για την εκκλησία.
Φαρμακόλυτρον
Από τον αγιασμό των Θεοφανείων, έπιναν τρεις γουλιές όταν παρουσιαζόταν κάποια ασθένεια ή όταν για κάποιο λόγο κάποιος περνούσε μια μεγάλη τρομάρα. Έτσι έδιωχνε το κακό, σε όλες του τις μορφές και προστατευόταν από τον αγιασμό.
Πιζηλά ή καλικάντζαροι
Οι καλικάντζαροι στον Πόντο, όπως και σε ολόκληρη την Ελλάδα, έβγαιναν τα Χριστούγεννα και παρέμεναν όλο το Δωδεκαήμερο (από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα) ενοχλώντας τους ανθρώπους.
Τα πίζηλα εξαφανίζονταν τα Φώτα με τον αγιασμό των υδάτων για να επιστρέψουν και πάλι τα Χριστούγεννα.
ΕΝΩΣΗ ΠΟΝΤΙΩΝ ΠΙΕΡΙΑΣ