Η παροιμία αυτή θέλει να τονίσει ότι «ἀπὸ κακὸν ἄνθρωπον ποτὲ καλόν τι μὴν ἔλπιζε· ἐκτὸς ἂν ἀπατηθῇ καὶ νομίζων ὅτι βλάπτει ὠφελεῖ ἐν ἀγνοίᾳ», όπως εξηγεί ένας οδηγός «δημωδών παροιμιών» του πρώτου μισού του 19ου αιώνα.[1]
Αυτή την παροιμία οφείλουμε ως λαός να την κρατάμε καλά στο μυαλό μας. Ιδίως όταν ακούμε επαίνους για τα δήθεν επιτεύγματα της Ελλάδας των μνημονίων, της ξένης κατοχής και εκποίησης. Ιδίως όταν δοξάζονται πολιτικοί, σαν τον κ. Σημίτη, οι οποίοι υπήρξαν κυριολεκτικά ολετήρες για τη πατρίδα μας, αλλά και από τους αρχιτέκτονες της σύγχρονης ολέθριας χρεωκοπίας.
Κι ο χορός καλά κρατεί με τα μέσα εξωνημένης ενημέρωσης να μην επιτρέπουν να ακουστεί κιχ αμφισβήτησης. Ακόμη και η «αντισυστημική» δημοσιογραφία κρατά το ίσο της χειρότερης έως σήμερα εξαπάτησης του λαού. Χειρότερης και από την εποχή της απόλυτης σιωπής που είχε επιβληθεί για το χρέος, χρόνια πριν επέλθει η επίσημη πτώχευση.
Η οργανωμένη απάτη στην ανώτατη μορφή της!
Έτσι φτάσαμε στο έσχατο σημείο ατιμίας και ταπείνωσης, όπου δήμιοι, δυνάστες και απολογητές προσπαθούν να μας πείσουν ότι η χρεωκοπημένη όσο ποτέ ελληνική οικονομία έχει απογειωθεί. Μας ξαναδίνουν τα ίδια εύσημα, που οι ίδιοι μας έδιναν λίγο πριν την επίσημη χρεωκοπία της Ελλάδας το 2009. Ενώ οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, οι μετρέσες της πιο ασύδοτης και εγκληματικής κερδοσκοπίας με χρέη παγκόσμια, μας αναβαθμίζουν για να πυροδοτήσουν έναν νέο κύκλο κυβείας με τη χρεωκοπία της χώρας.
Παραθέτουμε έναν πίνακα με τις αξιολογήσεις του αξιόχρεου της Ελλάδας πριν την χρεωκοπία και από τους τρεις οίκους ανοχής, ή κατά κόσμο «οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης».
Οι οίκοι αυτοί δεν αποδίδουν «επενδυτικές βαθμίδες» όπως βλακωδώς και εντελώς παραπειστικά επαναλαμβάνουν κυβερνητικοί, λογιών-λογιών παλιάνθρωποι και δημοσιολογούντες των ΜΜΕ, αλλά εκτιμούν τη δυνατότητα κερδοσκοπίας με χρέη, χωρίς τον κίνδυνο μιας άμεσης παύσης πληρωμών σε βάρος τους. Όσο λοιπόν μια χώρα διαθέτει κυβερνήσεις που εγγυώνται ότι είναι διατεθειμένες να ξεπουλήσουν λαό και χώρα προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους κερδοσκόπους χρέους, τότε η αξιολόγηση είναι υψηλή. Ιδίως όταν μια χώρα σαν την Ελλάδα έχει τεθεί υπό κηδεμονία και βρίσκεται υπό καθεστώς μνημονιακής κατοχής και εκποίησης, όπου υπέρτατος νόμος είναι οι απαιτήσεις των δανειστών και των αγορών.
Έτσι, όσο η Ελλάδα συγκέντρωνε το ενδιαφέρον των κερδοσκόπων χρέους με την είσοδό της στο ευρώ, τόσο οι οίκοι αξιολόγησης έβαζαν άριστα στην Ελλάδα. Εγγύηση οι πιο τυχοδιωκτικές και εγκληματικές κυβερνήσεις που γνώρισε ο τόπος με πρώτη και καλύτερη αυτήν του κ. Σημίτη. Χωρίς βεβαίως να δίνουν την παραμικρή σημασία στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία, η οποία χρόνο με χρόνο εντός του ευρώ παρουσίαζε ιστορικά ρεκόρ στα δίδυμα ελλείμματά της, το δημοσιονομικό και του εξωτερικού ισοζυγίου.
Όσο λοιπόν η Ελλάδα βυθιζόταν στα ελλείμματα, τόσο άριστα έδιναν οι οίκοι αξιολόγησης ως προς το αξιόχρεό της. Ή για να μιλήσουμε με τη γλώσσα της παραπλάνησης που χρησιμοποιούν σήμερα οι εξωνημένοι διαμορφωτές κοινής γνώμης, όσο χειρότερα πήγαινε η οικονομία, τόσο βρισκόταν στην ανώτατη «επενδυτική βαθμίδα». Από την άποψη αυτή, η Ελλάδα του ευρώ της πλήρους αποβιομηχάνισης και αποαγροτοποίησης, της ληστείας του δημόσιου ταμείου και των τεράστιων ελλειμμάτων, βρισκόταν σχεδόν στην ίδια βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης με τη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, τις ΗΠΑ!
Κι αυτή την αξιολόγηση, μας λένε πως πρέπει να την πάρουμε σοβαρά, γιατί δήθεν σηματοδοτεί ότι η Ελλάδα γύρισε σελίδα. Έλεος!
Πέντε Έλληνες, πέντε Στρατηγοί
Οι υστερικές συγχορδίες των εξ επαγγέλματος απατεώνων, επιτηδείων και ανόητων με ακαδημαϊκούς τίτλους και δημοσιογραφικούς επαίνους, μας ξαναγυρίζουν σε πέτρινα χρόνια, σε χρόνια ατίμωσης και φασιστικού εξευτελισμού της πατρίδας μας.
«Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα; Γιατί λάμπει ο ήλιος έτσι, γιατί φέγγει έτσι η μέρα; Γιατί σαν αυτή, παιδί μου, την ημέρα τη χρυσή που τη χαίρεσαι και συ, στέρεψε το μαύρο δάκρυ κλείσανε πολλές πληγές, αψηλώσανε τα στάχυα κι ένα γύρω όλα τα βράχια εγινήκαν ανθοβούνια και χρυσοπηγές!»
Έτσι ξεκινά το περιπαικτικό στιχούργημα του Τίμου Μωραϊτίνη, το οποίο η φασιστική δικτατορία της 4ης Αυγούστου μετέτρεψε – παρά κι ενάντια στη θέληση του δημιουργού – σε ύμνο της στην επέτειο του 1938. Βλέπετε, είχε προηγηθεί το ένοπλο κίνημα της 28ης Ιουλίου 1938 στην Κρήτη, όπου λαός και στρατός ξεσηκώθηκαν εναντίον του Μεταξικού καθεστώτος. Και θα είχε πετύχει το κίνημα, αν η ηγεσία του δεν εναπόθετε τις ελπίδες της στο βασιλιά και τους Βρετανούς, αντί να στηριχθεί απευθείας στην αποφασιστικότητα του εξεγερμένου λαού και στρατού.
Με την ήττα του κινήματος, η φασιστική δικτατορία, που στο τσακ διεσώθη χάρις τους πάτρωνές της, δηλαδή το παλάτι και τον ξένο παράγοντα – τους Βρετανούς – ένιωσε την ανάγκη να καθιερώσει έναν ύμνο, τον οποίο επέβαλε να τον τραγουδά όλη η νεολαία κι ο λαός στις δημόσιες εκδηλώσεις. Μόνο και μόνο για να καλλιεργήσει το ίδιο το καθεστώς για τον εαυτό του την ψευδαίσθηση ότι πλέον ελέγχει τα πάντα και επομένως ο φασιστικός «τρίτος ελληνικός πολιτισμός» ήρθε για να μείνει εσαεί στην Ελλάδα. Σαν μια ελληνική παραλλαγή του «χιλιόχρονου Ράιχ».
Την ψευδαίσθηση αυτή ενίσχυε με κάθε τρόπο και ο ξένος παράγοντας. «Ενώ διπλωματικοί και άλλοι ξένοι παρατηρητές εκφράζουν την πεποίθηση ότι η δημοτικότητα του βασιλιά Γεωργίου Β΄ και το σταθερό χέρι του στρατηγού Μεταξά θα μετατρέψουν το δικτατορικό πείραμα σε επιτυχία, οι προσεκτικοί ουδέτεροι μελετητές της ελληνικής πολιτικής έχουν άλλη άποψη. Σε μια χώρα όπου κάθε κάτοικος είναι ατομιστής, και όπου οι άνθρωποι για περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια συνηθίζουν να κατευθύνουν οι ίδιοι τη μοίρα τους, δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά να πετύχεις με ένα δικτατορικό πείραμα. «Πέντε Έλληνες, πέντε στρατηγοί», λέει η παλιά ενετική παροιμία. Από την άλλη πλευρά, η δικτατορία βοηθιέται προσωρινά από το γεγονός ότι ο πληθυσμός έχει κουραστεί από τις πολλές πολιτικές ίντριγκες, τις μικροκομματικές βεντέτες, τις αλλαγές καθεστώτος από μοναρχία σε δημοκρατία και αντίστροφα, και ο κατά τα άλλα πάντα ευερέθιστος και αμφισβητίας Έλληνας έχει γίνει πολιτικά αδιάφορος και απαθής.»[2]
Αυτά έγραφε τότε ένας από τους ελάχιστους οξυδερκείς αναλυτές του μεσοπολέμου. Ο ξένος παράγοντας μαζί με τους εντολοδόχους της υποτέλειας και του δωσιλογισμού στο εσωτερικό της Ελλάδας – το παλάτι τότε και τους τεταρτοαυγουστιανούς πρωτίστως – είχαν πιστέψει ότι ξεμπέρδεψαν οριστικά μ’ έναν από τους πιο ατίθασους λαούς της Ευρώπης, τους Έλληνες. Έναν λαό του οποίου ο βαθύς πατριωτισμός και η πολιτικοποίηση που πήγαζε απ’ αυτόν, τον διέκριναν σ’ ολόκληρη την ιστορία του.
Όταν οι Ενετοί καθιέρωσαν τη ρήση «πέντε Έλληνες, πέντε στρατηγοί», περίπου κατά το 11ο αιώνα, το έκαναν από θαυμασμό για τον αδάμαστο χαρακτήρα των Ελλήνων. Είχαν πικρή εμπειρία οι ίδιοι από το «ατίθασο της φυλής», μιας και στους ενετικούς πολέμους κατάκτησης, οι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν από εκείνους που ήταν σχεδόν αδύνατο να καθυποτάξουν, έστω κι αν τους κατακτούσαν. Ακόμη κι όταν – όπως το είχαν σύστημα ανέκαθεν οι κατακτητές – εξαγόραζαν, δολοφονούσαν, είτε ξεφορτώνονταν παντί τρόπω τους αρχηγούς. Ένας έπεφτε, πέντε ξεπρόβαλαν. Έτσι άλλοι αναδεικνύονταν για να συνεχίσουν τον αγώνα κατά της ενετοκρατίας. Για την ελευθερία όπως κι αν την εννοούσαν σε κάθε ιστορική εποχή.
Στα δυο χιλιάδες χρόνια ιστορίας και παρά τον τεράστιο αριθμό γραικύλων στους κόλπους του, ο ελληνισμός όχι μόνο δεν χάθηκε, αλλά διατήρησε τον αντιστασιακό του χαρακτήρα κάτω από τις πιο διαφορετικές ιστορικές συνθήκες. Αρκούσε απλά μια χούφτα να κρατά άσβεστη τη σπίθα της λευτεριάς για να την μεταλαμπαδεύσουν στους άλλους, σ’ όλο το λαό.
Είναι το ίδιο που απαντούσε ο Μακρυγιάννης στο Γάλλο ναύαρχο Δεριγνί όταν στους Μύλους τον ειρωνεύτηκε για τις αδύναμες θέσεις που έπιαναν οι λιγοστοί Έλληνες για να αντιμετωπίσουν τον Ναπολέοντα της Ανατολής, όπως αποκαλούσαν τότε τον Ιμπραήμ: «Κι᾿ αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ᾿ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε, τρώνε από ᾿μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι᾿ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.»[3]
Αυτή είναι η πεμπτουσία της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, από την αρχαιότητα έως σήμερα, όπως έχει αποκρυσταλλωθεί στις παραδόσεις, τους θρύλους και τη συλλογική συνείδηση του λαού. Έχει νόημα βαθιά αντιστασιακό και επιβεβαιώνεται κάθε φορά πρωτίστως στους «από τα κάτω» αγώνες για την ελευθερία. Κι όχι βέβαια στην εξ αίματος συγγένεια και τη δήθεν καθαρότητα της φυλής, όπως πιστεύουν οι κάθε λογής ανισόρροποι.
Γι’ αυτό και στα νεότερα χρόνια οι θιασώτες της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, του επιλεγόμενου ευρωπαϊσμού και της μετατροπής της Ελλάδας σε κράτος υπό καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας και υποτέλειας, μετέτρεψαν την ενετική ρήση σε ειρωνεία, σε μομφή για τους Έλληνες. Έτσι ένας εκ των θεμελιωτών της εκ φύσεως κοινωνικοδαρβινιστικής γεωπολιτικής – η οποία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δικαιολόγησε δυο παγκοσμίους πολέμους και καλλιεργεί σήμερα έναν τρίτο πολύ χειρότερο – ο Έλεσγουορθ Χάντινκτον, έγραφε: «Δεν υπάρχει μια παροιμία “Πέντε Έλληνες, πέντε στρατηγοί”; Η Αθήνα σφύζει από ημιμαθείς άντρες που η μόνη τους σκέψη στη ζωή είναι να διαλογίζονται και να διαπληκτίζονται μέχρις ότου εν τέλει αποκτήσουν αξιώματα.»[4]
Βλέπετε, ο εν λόγω κύριος και οι ομογάλακτοί του, θεωρούσαν πώς οι τόσο ξεροκέφαλοι, ατίθασοι και πεισματάρηδες Έλληνες δεν πρέπει να αυτοκυβερνηθούν. Για το καλό τους. Χρειάζονται Αυθέντη. Και Αυθέντη Ευρωπαίο!
Έτσι λοιπόν βάλθηκαν να μετατρέψουν τον ατίθασο Έλληνα, σε υποταχτικό και ευγνώμονα Ευρωπαίο. Και την Ελλάδα σε terra obediente (γη της υπακοής), όπως χαρακτήριζε η Αγία Έδρα κάθε χώρα που στην εποχή της αντιμεταρρύθμισης παρέμενε πιστή στην Καισαροπαπική Ευρώπη. Με τη συνδρομή μιας ολόκληρης πολιτικής τάξης γραικύλων, που με ξένες πλάτες επιβλήθηκαν στην πατρίδα μας και λειτουργούν έκτοτε ως «ξένη ακρίδα» για τον φιλόπονο ελληνικό λαό.
Επιβεβαιώνοντας πάντα με το χειρότερο τρόπο την παλιά ρήση του Σολωμού: «Δυστυχισμένε μου λαὲ, καλὲ καὶ ἠγαπημένε, Πάντοτ᾽ εὐκολοπίστευτε καὶ πάντα προδομένε.»[5]
Έρχεται νέος γύρος χρεωκοπίας και εκποίησης
Προς τι, λοιπόν, οι έπαινοι, τα συγχαρητήρια και οι διθύραμβοι για τα δήθεν επιτεύγματα της Ελλάδας; Ούτε λίγο, ούτε πολύ θέλουν να πιστέψουμε ότι ζούμε εν μέσω «οικονομικού θαύματος».
Το ίδιο αποκρουστικοί και σκιώδεις όλοι τους σαν τις μάγισσες του Μάκβεθ, στριγκλίζουν διαρκώς για να πιστέψουμε πώς «το ωραίο ειν’ άσκημο, τ’ άσκημο ωραίο», ώστε να βαφτίσουν την αλήθεια ψέμα, το ψέμα αλήθεια… Όλα είναι εντάξει, μας λένε, ο αγώνας τελείωσε. Έχουμε κερδίσει τη νίκη επί του εαυτού μας. Μάθαμε να αγαπάμε τους δημίους μας!
Η κ. Λαγκάρντ σε πρόσφατη συνέντευξή της απαντούσε στην ερώτηση «πώς η Ελλάδα έγινε παράδειγμα επιτυχίας;» ως εξής:
«Όταν εξετάζω τους βασικούς δείκτες με τους οποίους αξιολογείται η οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση της χώρας, βλέπω βελτίωση σε ολόκληρο το φάσμα: στην απασχόληση, στην ανάπτυξη, στη δημοσιονομική κατάσταση και στον λόγο του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ. Η Ελλάδα έχει υλοποιήσει πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που ήταν στη λίστα. Όχι όλες, φυσικά. Υπάρχουν ακόμη πολλά πράγματα που πρέπει να γίνουν.»[6]
Τι μας λέει η κ. Λαγκάρντ; Ό,τι μας έλεγε η κ. Μέρκελ στην επίσημη επίσκεψή της στην Ελλάδα δυο χρόνια πριν εκδηλωθεί η επίσημη πτώχευση της χώρας. Το ΑΠΕ της 20ης Ιουλίου 2007 μετέδιδε τις ενθουσιώδεις δηλώσεις της καγκελαρίου ως εξής: «Η κ. Μέρκελ χαρακτήρισε “πράγματι άριστες” τις διμερείς σχέσεις και “πολιτικό φίλο” τον Κώστα Καραμανλή, ενώ μίλησε με θερμά λόγια για τα επιτεύγματα της χώρας μας στην οικονομία, λέγοντας “τώρα έχετε 4% ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό για μας είναι απλά ένα όνειρο”.»
Το ίδιο επαναλάμβαναν και οι εκθέσεις της Κομισιόν, του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ. «Η Ελλάδα παίρνει άριστα» μας έλεγαν. Αρκεί να συνεχίσει στο μονόδρομο που μας υποδείκνυαν.
Κι έτσι έγινε. Η πιστή εφαρμογή του μονόδρομου της εμπιστοσύνης των αγορών και της «διαθρωτικής προσαρμογής» στο δημοσιονομικό σύμφωνο της ζώνης του ευρώ, οδήγησε τη χώρα – με μαθηματική ακρίβεια – στη χρεωκοπία. Όσοι από εμάς το είχαμε προβλέψει – και προειδοποιούσαμε από πολύ νωρίς – χαρακτηριστήκαμε από δεξιά και αριστερά, γραφικοί, ανίδεοι, ύποπτοι και επικίνδυνοι για τη χώρα. Ενώ όσοι είτε μας οδήγησαν στη χρεωκοπία και τα μνημόνια, είτε συνοδοιπόρησαν, εμφανίζονται σήμερα ως εγγυητές της αλήθειας.
Για μια ακόμη φορά η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Ας δούμε το διάγραμμα που παραθέτουμε για την τελευταία τετραετία.
Τι δείχνει το διάγραμμα; Τα μεγάλα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας την τελευταία τετραετία. Για να κατορθώσει το ΑΕΠ να αυξηθεί κατά 28,9 δισ. ευρώ την τετραετία 2020-2023, δημιουργήθηκε ένα σχεδόν διπλάσιο αθροιστικό της τετραετίας έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό της τάξης των 57,3 δισ. ευρώ. Και φυσικά εκτινάχθηκε το δημόσιο χρέος πάνω από 49 δισ. ευρώ στην ίδια περίοδο.
Με άλλα λόγια για να έχουμε 100 ευρώ αύξηση του ΑΕΠ, χρειαζόμαστε περίπου 200 ευρώ έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό και σχεδόν 170 ευρώ πρόσθετο δημόσιο χρέος. Κι αυτό ονομάζεται επιτυχία!
Μας δίνουν λοιπόν επαίνους γιατί πετύχαμε σημαντική αύξηση του ΑΕΠ, έστω και πληθωριστική, αλλά και μείωση της ανεργίας, ακόμη κι αν είναι εικονική. Πώς τα πέτυχε αυτά η ελληνική οικονομία; Ακολουθώντας την πολιτική πρωτογενών πλεονασμάτων; Όχι, βέβαια. Ούτε κατά διάνοια.
Η αύξηση του ΑΕΠ και η μείωση της ανεργίας οφείλεται στην υπερδιόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του χρέους. Με άλλα λόγια η βελτίωση των συγκεκριμένων μακροοικονομικών μεγεθών αποδεικνύει πώς η πολιτική του δημοσιονομικού συμφώνου και των μνημονιακών πρωτογενών πλεονασμάτων είναι παντελώς αποτυχημένη. Διότι δεν μπορεί ούτε καν να εξασφαλίσει μια έστω πληθωριστική ή έστω εικονική βελτίωση του ΑΕΠ και της απασχόλησης.
Παρ’ όλα αυτά οι θεσμοί της ΕΕ επιμένουν να επιστρέψει η Ελλάδα στην πολιτική των πρωτογενών πλεονασμάτων, η οποία συνεπάγεται αναγκαστικά άγριες φοροεπιδρομές και δημοσιονομική ασφυξία της οικονομίας, της εργασίας και της κοινωνίας. Οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια σ’ ένα νέο γύρο πτώχευσης και χρεοκοπίας.
Όσο για τη μείωση του χρέους, ας δούμε το παρακάτω διάγραμμα όπου απεικονίζεται η εκτίναξη της καθαρής λήψης δανείων για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας στα χρόνια της δήθεν εξόδου της χώρας μας από τα μνημόνια. Το διάγραμμα δείχνει ότι η εκτίναξη του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους είναι δεδομένη και για τα επόμενα χρόνια.
Μπορεί η αλαζονεία της εξουσίας να μην γνωρίζει όρια όταν θεωρεί ότι είναι ακλόνητη λόγω της φαινομενικής πολιτικής αδιαφορίας της κοινωνίας και του λαού. Ωστόσο, «πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις, πρὸ δὲ πτώματος κακοφροσύνη.»[7]
Σημειώσεις:
[1] Παροιμίαι δημώδεις υπό Ι. Βενιζέλου. Εν Αθήναις: Εκ της τυπογραφείας Γ. Βλασσαρίδου, 1846.
[2] M. W. Fodor, South of Hitler. Boston: The Riverside Press Cambridge, 1939, 64.
[3] Γιώργος Σεφέρης, Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης. Αθήνα: Ίκαρος, 1975, 37.
[4] Ellesworth Huntington, World-Power and Evolution. New Haven: Yale University Press, 1919, 214.
[5] Διονυσίου Σολωμού, Τα Ευρισκόμενα. Εν Κερκύρα: Τυπογραφείον Ερμής, 1859, 340.
[6] Η Καθημερινή, 5/11/2023.
[7] Παροιμίαι Σολομώντος, Κεφάλαιο 16.18.
Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Πρόεδρος του ΕΠΑΜ. Πρώτη δημοσίευση του άρθρου στο ιστολόγιο του Δ. Καζάκη στις 9/11/2023.