Σύμφωνα με το άρθρο 16, παρ. 5 και 8 του Συντάγματος (16Σ) «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους». Με βάση το ελληνικό Σύνταγμα, τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι ΝΠΔΔ πλήρως αυτοδιοικούμενα, τα οποία να τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους. Είναι σαφές από τη συγκεκριμένη διατύπωση ότι δεν επιτρέπεται ίδρυση πανεπιστημίου από ιδιωτικό φορέα ή εν γένει από κάποιον ιδιώτη.
Ήδη στις προεκλογικές εξαγγελίες της (εκλογές Μαΐου/Ιουνίου 2023), η ΝΔ έθεσε ως προμετωπίδα της πολιτικής της την αναθεώρηση του άρθρου 16. Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων αποτελεί στρατηγική επιλογή της Δεξιάς ήδη από τη δεκαετία του ’80, και έκτοτε την επαναφέρει με κάθε ευκαιρία στο προσκήνιο. 33 χρόνια μετά το οπισθοδρομικό και αντισυνταγματικό πολυνομοσχέδιο Κοντογιαννόπουλου, η απόσυρση του οποίου «σφραγίστηκε» με το αίμα του δολοφονημένου καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα, η σημερινή απόπειρα αντιμεταρρύθμισης παρουσιάζει ανατριχιαστικές αναλογίες. Δεν έχει κουραστεί να επαναλαμβάνει ο κ. Μητσοτάκης ότι η ίδρυση «μη κερδοσκοπικών» ιδιωτικών πανεπιστημίων αποτελεί την πεμπτουσία του εκπαιδευτικού εκσυγχρονισμού και να κατηγορεί ως «αναχρονιστές» τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας που αντιδρούν.
Πρόκειται βέβαια για την τελική φάση μιας σχεδιασμένης πολιτικής άλωσης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, που ξεκίνησε από την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και τη θέσπιση της πανεπιστημιακής αστυνομίας και πλέον κορυφώνεται με την παράδοση της εκπαίδευσης στους «μη κερδοσκόπους» μεγαλοεπιχειρηματίες. Και όλα αυτά με ευθεία παραβίαση του Συντάγματος. Και δεν το λέμε εμείς αυτό, με κοινή τους ανακοίνωση οκτώ διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί καθηγητές συνταγματικού δικαίου, υπογραμμίζουν πως οι προτεινόμενες ρυθμίσεις από την κυβέρνηση σχετικά με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι αντισυνταγματικές.
Με την πρόσφατη απόφασή του (922/2023), το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε κατά λέξη ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στην Ελλάδα αποκλειστικώς από Ιδρύματα που αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, πλήρως αυτοδιοικούμενα και άρα απαγορεύεται απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών». Τέλος, ανεπίτρεπτη και επικίνδυνη χαρακτηρίζει η Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ. Μαρία Καραμανώφ την τακτική να παρακάμπτεται με απλό νόμο η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης πανεπιστημίων από ιδιώτες. «Μπορεί κάποιοι να διαφωνούν με τη σκοπιμότητα της ρύθμισης, όλοι όμως γνώριζαν και εξακολουθούν να γνωρίζουν ότι το ρήμα “απαγορεύω” και το επίρρημα “αποκλειστικά” δεν είναι δεκτικά ερμηνείας», αναφέρει εμφατικά.
Αμέσως μετά την αναρρίχησή του στη θέση του πρωθυπουργού, ο κ. Μητσοτάκης είχε φροντίσει να απαξιώσει τα Πανεπιστήμια, ισχυριζόμενος ότι «ολόκληρες αίθουσες, κομμάτια του δημόσιου χώρου βρίσκονται υπό κατάληψη, στα χέρια ποικιλώνυμων οργανώσεων, ναρκωτικά κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι, υπόγεια γεμάτα από μολότοφ και κουκούλες, το τεχνικό προσωπικό του Πανεπιστημίου βάφει και ξαναβάφει μάταια τους τοίχους και καθηγητές καθυβρίζονται - ακόμη και χτίζονται μέσα στα γραφεία τους» (8.8.2019). Μιλώντας κατά τη συζήτηση του πρώτου νομοσχεδίου που έφερε για τα ΑΕΙ στη Βουλή με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος», περιέγραψε μια άθλια εικόνα που υποτίθεται ότι θα άλλαζε με την κατάργηση του ασύλου και την αστυνομοκρατία:
«Το σημερινό καθεστώς στην ανώτατη εκπαίδευση έδωσε εδώ και δεκαετίες εξετάσεις και απέτυχε. Έμεινε ανοχύρωτο και απαξιώθηκε, διευρύνοντας τελικά τις ανισότητες, καθώς η δωρεάν Παιδεία γίνεται χίμαιρα με τα χαμένα εξάμηνα από τις καταλήψεις. Με τα πτυχία τα οποία, τελικά, δεν προσφέρουν δουλειά, καθώς δεν πιστοποιούν σύγχρονες σπουδές» (11.2.2021). Σε πιο πρόσφατες συνεντεύξεις του περηφανευόταν για τη θέσπιση της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Όταν μάλιστα αποδείχτηκε φιάσκο η ίδρυση της, δεν δίστασε να περηφανευτεί για την εισβολή της βαριά οπλισμένης αστυνομίας στα πανεπιστήμια: «Πώς το αντιμετωπίσαμε το πρόβλημα αυτό; Με πολλές τολμηρές κινήσεις, βάζοντας όχι την πανεπιστημιακή αστυνομία, την ίδια την αστυνομία, ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις και τις βαριά οπλισμένες μονάδες της αστυνομίας, μέσα στα πανεπιστήμια, στην πανεπιστημιούπολη στου Ζωγράφου, αδειάζοντας πολλές καταλήψεις, με αποτέλεσμα η κατάσταση σήμερα να είναι πολύ καλύτερη» (Συνέντευξη στη Σία Κοσιώνη και στον Παύλο Τσίμα, «Σκάι» 13.7.2023).
Όλα αυτά τα σχέδια του κ. Μητσοτάκη δεν μπορούν να διεκδικήσουν καμιά πρωτοτυπία. Τα είχε επιχειρήσει πριν από τρεις δεκαετίες ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, χρησιμοποιώντας παρόμοια επιχειρήματα και κάνοντας χρήση των πιο σκληρών μεθόδων καταστολής. Γνωρίζουμε την κατάληξη αυτής της επιχείρησης. Ήταν η δολοφονία του αγωνιστή καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα στην Πάτρα από ομάδα της ΟΝΝΕΔ που επιχείρησε να εισβάλει σε κατειλημμένο σχολείο στις 8 Ιανουαρίου 1991. Το σημαντικό είναι ότι εκείνη η επιχείρηση του πατέρα Μητσοτάκη είχε στόχο την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων με την ίδια ακριβώς δικαιολογία που χρησιμοποιείται και σήμερα. Ο τότε υπουργός Παιδείας Β. Κοντογιαννόπουλος, τρεις μέρες πριν από τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα, εξηγούσε στη βασική φιλοκυβερνητική εφημερίδα:
«Η περίφημη ιδιωτικοποίηση δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από την επιλογή της κυβέρνησης να επιτρέψει την ύπαρξη και λειτουργία στη χώρα μας, όπως σε όλες τις ευρωπαϊκές, και μιας Παιδείας που δεν θα συντηρείται από το κράτος. Και που όχι μόνο δεν πρόκειται να λειτουργήσει σε βάρος της δημόσιας, αλλά θα συνεισφέρει στην εισροή περισσότερων κεφαλαίων στον χώρο της Παιδείας και θα δημιουργήσει συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού προς όφελος της δημόσιας». Στο ερώτημα της δημοσιογράφου πώς μπορεί να συνδυαστεί η «αποκρατικοποίηση» της ανώτατης εκπαίδευσης με την ενίσχυση της δημόσιας, ο υπουργός της κυβέρνησης Μητσοτάκη πατρός ισχυρίστηκε όσα ακριβώς ακούμε αυτές τις μέρες και από τους εκπροσώπους της κυβέρνησης Μητσοτάκη υιού:
«Οι 30 σελίδες των κυβερνητικών προτάσεων αναφέρονται όλες αποκλειστικά στη δημόσια εκπαίδευση. Μισή παράγραφο αφιερώνουμε στην ιδιωτική εκπαίδευση, για να της αναγνωρίσουμε απλώς δικαίωμα λειτουργίας και μάλιστα μέσα από ένα πλαίσιο που θα θεσμοθετήσει η Πολιτεία, για να ασκεί τον αναγκαίο έλεγχο κι εποπτεία, ώστε να διασφαλίσει εκείνους που θα επιλέξουν να προσφύγουν στην ιδιωτική εκπαίδευση». Βέβαια αυτή η «μισή παράγραφος» είχε προκαλέσει την αντίδραση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πρυτάνεων (16 στους 17 διαφώνησαν) και πολλών συνταγματολόγων.
Όπως και σήμερα έτσι και τότε, ο βασικός στόχος της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν να απειλήσει μαθητές και φοιτητές και να σπάσει τις καταλήψεις με βία και τρομοκρατία. Το τελευταίο που την ενδιέφερε ήταν η ήδη εκφρασμένη γνώμη της συντριπτικής πλειοψηφίας της εκπαιδευτικής κοινότητας. Επισήμως το «σχέδιο» Μητσοτάκη - Κοντογιαννόπουλου για να σπάσουν οι καταλήψεις ήταν «να βρεθούν αίθουσες διδασκαλίας εκτός των κατειλημμένων σχολείων, οι οποίες θα φιλοξενήσουν τους καθηγητές και τους μαθητές που δεν θέλουν να χάσουν τη χρονιά τους» («Ελεύθερος Τύπος» 7.1.1991).
Στην πραγματικότητα το σχέδιο αυτό περιλάμβανε επιχειρήσεις «ανακατάληψης» από οργανωμένες ομάδες τραμπούκων της Ν.Δ., όπως αποκαλύφθηκε την επομένη στην Πάτρα, στην οποία πρωτοστάτησε η ηγεσία της τοπικής ΟΝΝΕΔ. Οι αναλογίες με το σήμερα δεν σταματούν εδώ. Την υπεράσπιση των φερομένων ως δραστών της δολοφονικής επίθεσης ανέλαβαν δύο δικηγόροι. Ο ένας ήταν ο Μιχάλης Αρβανίτης, ο οποίος αργότερα έγινε βουλευτής της Χρυσής Αυγής και έχει ήδη καταδικαστεί σε πέντε χρόνια φυλακή για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση. Ο δεύτερος ήταν ο Παύλος Μαρινάκης, στέλεχος της ΝΟΔΕ Πάτρας της Ν.Δ., ο οποίος είναι παππούς του σημερινού κυβερνητικού εκπροσώπου.
Η απόπειρα αναθεώρησης του άρθρου 16Σ συνεχίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ (επί υπουργίας Μ. Γιαννάκου) το 2006/07, βρίσκοντας απέναντί της ένα μεγαλειώδες φοιτητικό και πανεπιστημιακό κίνημα, που απέτρεψε την συνταγματική αναθεώρηση στο σύνολό της. Η επαναφορά του ζητήματος της αναθεώρησης του 16Σ, ώστε να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών και μη κρατικών πανεπιστημίων, είναι κάτι αναμενόμενο μετά τα όσα έχουν δρομολογηθεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση καθ’ όλη σχεδόν την τελευταία 20ετία. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
• Απαξίωση και υποβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου μέσα από τη συνεχή υποχρηματοδότησή του.
• Εμπορευματοποίηση του δημόσιου πανεπιστημίου και λειτουργία του με οικονομικά κριτήρια αγοράς, μέσα από νόμους ψηφισμένους από όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων: κυρίως μέσα από την επιβολή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα, τα οποία αρχικά επιβλήθηκαν από τους ίδιους τους πανεπιστημιακούς για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες που προέκυπταν από την υποχρηματοδότηση, και στη συνέχεια θεσμοθετήθηκαν πλέον με νόμο από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επί υπουργίας Κ. Γαβρόγλου.
• Κατάργηση των δημοκρατικά εκλεγμένων διοικήσεων των πανεπιστημίων (Πρυτάνεις, Κοσμήτορες) και θεσμοθέτηση ολιγαρχικών Συμβουλίων Διοίκησης, ανάλογων με αυτά των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
• Νομιμοποίηση κάθε είδους ανοικτών εξ αποστάσεως πανεπιστημίων, κολλεγίων, ΙΕΚ, ακόμη και σε συνεργασία με ιδιώτες.
• Αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων κολλεγίων που εμφανίζονται ως παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων και δικαίωμα των αποφοίτων τους να δίνουν εξετάσεις στον ΑΣΕΠ για διορισμό στο δημόσιο, κάτι που εκ των πραγμάτων οδηγεί στην υποβάθμιση του πτυχίου του δημόσιου πανεπιστημίου.
Μ’ όλα τα πιο πάνω που προηγήθηκαν, είχε ουσιαστικά ανοίξει από καιρό ο δρόμος για την ίδρυση ιδιωτικών και μη κρατικών πανεπιστημίων. Χρειαζόταν μόνο να βρεθεί το νομικό εργαλείο για να επιτραπεί η ίδρυσή τους, πριν ακόμη προβούν στην αναθεώρηση του άρθρου 16Σ. Συνταγματολόγοι υποστηρικτές των ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα θεωρούν ότι το άρθρο 16Σ όχι μόνο δεν εμποδίζει, αλλά επιβάλλει τη συμμόρφωση με τους κανόνες υπερέχουσας ισχύος της ενωσιακής και της διεθνούς έννομης τάξης. Στα πλαίσια μάλιστα του υποτιθέμενου «διαλόγου» για την ανώτατη εκπαίδευση, ακούσαμε από «έγκριτους» συνταγματολόγους και το εκλεκτικής διανοητικής σύλληψης επιχείρημα ότι το Άρθρο 16, με το οποίο θεσμοθετήθηκε η υποχρέωση του Κράτους για παροχή δωρεάν δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης για όλους, είναι χουντικής έμπνευσης!
Ας εξηγήσουμε λοιπόν στους συνταγματολόγους-ιστοριογράφους των κουλουβάχατων της ιστορίας, ότι η δημόσια δωρεάν παιδεία αποτελούσε για δεκαετίες ένα παλλαϊκό αίτημα που η Ένωση Κέντρου είχε στις προεκλογικές της εξαγγελίες το 1964. Η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, με πρωθυπουργό και υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Παπανδρέου, υφυπουργό τον Λουκή Ακρίτα και Γενικό Γραμματέα τον Ε.Π. Παπανούτσο, προχώρησε στην υλοποίηση των προεκλογικών της εξαγγελιών για τα εκπαιδευτικά, εξασφαλίζοντας την ψήφιση του νομοσχεδίου, που πήρε τον αριθμό 4379 και έμεινε στην ιστορία ως "νόμος της Μεταρρύθμισης Παπανδρέου-Παπανούτσου".
Πρώτη φορά μετά τη "Μεταρρύθμιση του 1929" το ελληνικό Κοινοβούλιο ενέκρινε ένα μείζον και ολοκληρωμένο σχέδιο συντονισμένων (ως προς τη σχέση στόχων και μέτρων) αλλαγών στο εκπαιδευτικό σύστημα. Το φάσμα των παρεμβάσεων ήταν ευρύτατο: Κατάργηση οποιωνδήποτε οικονομικών επιβαρύνσεων για σπουδές και στις τρεις βαθμίδες (δωρεάν παιδεία), επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από έξι σε εννέα χρόνια, διαίρεση της μέσης εκπαίδευσης σε δύο ανεξάρτητους κύκλους, καθιέρωση (παρά τη συνταγματική δέσμευση) της δημοτικής ως αποκλειστικής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο και ως ισότιμης προς την καθαρεύουσα στις άλλες βαθμίδες, και ριζική αναμόρφωση του τρόπου επιλογής των υποψηφίων για τα πανεπιστήμια (καθιέρωση του "ακαδημαϊκού απολυτηρίου"). Από την πρώτη στιγμή βεβαίως, η αντίδραση υπήρξε ιδιαίτερα έντονη.
Πέρα από τις - πολύ λίγες - αντιρρήσεις σε θέματα ουσίας, η πολεμική εκπορεύτηκε από τους παραδοσιακά συντηρητικούς χώρους και χρησιμοποίησε επιχειρήματα και τακτικές που είχαν δοκιμαστεί άλλοτε με επιτυχία. Αιχμή της πολεμικής αποτέλεσε η καθιέρωση της δημοτικής με τα «παρεπόμενά» της: την «αθεΐα», τον «αριστερισμό» και την «αντεθνικότητα»! Τέτοια ήταν η ένταση και η έκταση των αντιδράσεων ώστε, παρά την κεντρώα προέλευσή τους, οι διαδοχικές κυβερνήσεις από τον Ιούλιο του 1965 και ύστερα όχι μόνο δεν συνέχισαν τις διαδικασίας (εκκρεμούσε η ψήφιση δύο νομοσχεδίων - ενός για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και ενός για την τεχνικο-επαγγελματική - που θα ολοκλήρωναν τη μεταρρύθμιση), αλλά και ανέστειλαν ορισμένα μέτρα. Η οριστική ακύρωση της Μεταρρύθμισης πραγματοποιήθηκε το 1967, αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, με την αποσπασματική κατάργηση όλων των μέτρων της, εκτός από τη "δωρεάν παιδεία". Αυτά όσον αφορά το «χουντικής έμπνευσης άρθρο».
Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στην τελευταία θέση της χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του διεθνούς οργανισμού και συνεπώς δαπανά το λιγότερο ποσό ανά φοιτητή. Η Ελλάδα βρίσκεται επίσης στην τελευταία θέση στην Ευρώπη των 27 ως προς την κρατική χρηματοδότηση της δημόσιας παιδείας, με τη χρηματοδότηση στο 7,1% του ετήσιου προϋπολογισμού, έναντι του μέσου όρου 9,6% για τα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια. Η χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων το 2010 πριν την οικονομική κρίση ήταν 380 εκατ. ευρώ, ενώ το 2023 μειώθηκε δραματικά στα 116 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε μείωση περίπου 70%.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2024), από το 2009 έως το 2019 το μόνιμο διδακτικό ερευνητικό προσωπικό (μέλη ΔΕΠ) στα ελληνικά πανεπιστήμια μειώθηκε περίπου κατά 22%, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν οι διάφορες κατηγορίες διδακτικού προσωπικού με συμβάσεις περιορισμένου χρόνου και επισφαλείς συνθήκες εργασίας. Με την σχεδιαζόμενη παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος, η κυβέρνηση παραδίδει μέρος του χώρου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Αυτό αποτελεί, άλλωστε, βασική της επιδίωξη για όλα τα δημόσια αγαθά (βλ. υγεία, μεταφορές, ρεύμα, νερό).
Βασικός στόχος, επομένως, είναι και οι πανεπιστημιακές σπουδές, σε κάποιο μέρος τους, να παραδοθούν στους ιδιώτες, αφήνοντας ένα κομμάτι τους, και αυτό εμπορευματοποιημένο, στο δημόσιο. Επιπλέον, στόχος είναι ένα ακόμη μεγαλύτερο μέρος της έρευνας και διδασκαλίας να είναι κατευθυνόμενες από ιδιωτικά συμφέροντα.
Η ταυτόχρονη λειτουργία ιδιωτικών και δημόσιων πανεπιστημίων θα οδηγήσει τα τελευταία, όπως ακριβώς συνέβη και με τα νοσοκομεία ή τις μεταφορές, σε πλήρη υποβάθμιση και απαξίωση. Το δημόσιο πανεπιστήμιο, που ήδη υποχρηματοδοτείται - και αφού λεηλατήθηκε με την κλοπή των ταμειακών τους διαθεσίμων από την αναδιάρθρωση χρέους με το PSI τo 2012, συνεχίζοντας να λεηλατείται από τις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ και τον δανεισμό μέσω repos - θα ωθηθεί σε περαιτέρω εμπορευματοποίηση και σε μια λειτουργία με όλο και περισσότερα ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια. Η επιβολή διδάκτρων και σε προπτυχιακό επίπεδο θα είναι ένα επόμενο βήμα. Ήδη σε πολλά δημόσια πανεπιστήμια λειτουργούν ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα με δίδακτρα.
Το δημόσιο πανεπιστήμιο θα γίνει πιο ταξικό. Η πρόσβαση στη μόρφωση θα γίνεται ακόμη πιο επιτακτικά με όρους αγοράς και οικονομικών δυνατοτήτων. Θα δημιουργηθούν αφενός πανεπιστήμια για λίγους που έχουν την οικονομική άνεση να πληρώσουν υψηλά δίδακτρα, και αφετέρου σε πανεπιστήμια για τους νέους των λαϊκών στρωμάτων. Στόχος της κυβέρνησης της ΝΔ είναι να εμπεδωθεί έμπρακτα η αντίληψη ότι οι φτωχοί πρέπει να παραμείνουν φτωχοί και αμόρφωτοι. Η περαιτέρω εμπορευματοποίηση του δημόσιου πανεπιστημίου θα έχει ακόμη πιο δυσμενείς επιπτώσεις στη βασική έρευνα και τις ανθρωπιστικές-κοινωνικές επιστήμες. Θα επηρεάσει όμως και άλλα επιστημονικά πεδία.
Επιπλέον, μεγάλες επιπτώσεις θα έχει σε όλα τα περιφερειακά πανεπιστήμια, που λόγω της γεωγραφικής θέσης τους, δηλαδή λόγω απόστασης από τα μεγάλα αστικά κέντρα, θα βρεθούν σε μια δυσχερή θέση όσον αφορά την επιλογή τους από υποψήφιους φοιτητές και υποψήφιες φοιτήτριες, καθώς μεγάλος αριθμός γονέων πιθανόν να δώσει προτεραιότητα σε ένα αμφιβόλου ποιότητας σπουδών ιδιωτικό ίδρυμα της γειτονιάς του, παρά σε ένα «μακρινό» δημόσιο πανεπιστήμιο. Τα περιφερειακά πανεπιστήμια βρίσκονται ήδη σε δυσχερή θέση, μετά τη θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, που ήρθε ως «φυσικό επακόλουθο» της ανωτατοποίησης των ΤΕΙ και της ίδρυσης νέων Τμημάτων από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το μόνο πραγματικά ελεύθερο πανεπιστήμιο είναι το δημόσιο, δωρεάν, δημοκρατικό, ποιοτικό πανεπιστήμιο που παρέχει ελεύθερη πρόσβαση στην επιστημονική γνώση και έρευνα ισότιμα σε όλες και όλους, σύμφωνα με τις δυνατότητές τους.
Τα 24 δημόσια πανεπιστήμια παρέχουν πλουσιοπάροχα και ανιδιοτελώς στις νέες και στους νέους τη γνώση, τη μόρφωση, την καλλιέργεια, την εκπαίδευση, τη μεθοδολογία, διευκολύνοντας την κοινωνική κινητικότητα.
Τα 24 δημόσια πανεπιστήμια ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της νέας γενιάς και καλλιεργούν την πρόοδο των επιστημών, των τεχνών και του πολιτισμού προς όφελος της κοινωνίας.
Τα 24 δημόσια πανεπιστήμια πρέπει να απεμπλακούν από την διαπλοκή και τα κοινοτικά κονδύλια που τέρπουν διοικήσεις και ημετέρους, τις δεσμεύσεις της Συμφωνίας της Μπολόνια και των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που στόχο έχουν να προετοιμάσουν και να κατασκευάσουν φοιτητές προκειμένου να τους κατευθύνουν ως αναλώσιμους εργαζόμενους στην ζούγκλα της αγοράς εργασίας, προς όφελος των καρτέλ κάθε είδους και τομέα.
Τα 24 δημόσια πανεπιστήμια, αντίθετα, πρέπει να είναι πυλώνας του κοινωνικού κράτους, παραγωγική δύναμη της εθνικής ανάπτυξης και της οικονομίας της χώρας.
Το ΕΠΑΜ στέκεται αλληλέγγυο και απέναντι στην επίθεση που συμπυκνώνει το νομοσχέδιο στην δημόσια παιδεία και στο ακαδημαϊκό και ερευνητικό έργο, αλληλέγγυο στους αγώνες των φοιτητών και του προσωπικού των ΑΕΙ. Από θέση αρχής ότι η Παιδεία είναι δημόσιο κοινωνικό αγαθό, υπερασπίζεται το δημόσιο πανεπιστήμιο και στέκεται απέναντι στην απαξίωση της ποιότητας των σπουδών, της ακαδημαϊκής και επαγγελματικής κατάρτισης των αποφοίτων του, στον οικονομικό στραγγαλισμό του, τη συρρίκνωσή του, την πλήρη λειτουργία του με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και την εξυπηρέτηση αναγκών επιχειρηματικών κύκλων.
Το ΕΠΑΜ τίθεται ενάντια σε αυτό το νομοσχέδιο και απαιτεί να αποσυρθεί.
Αθήνα 7 Μαρτίου 2024
Η Πολιτική Γραμματεία του ΕΠΑΜ