Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

Λίγο πριν τελειώσει το όνειρο.












«Όταν ο Γιώργος Νταλάρας τραγουδούσε με την κιθάρα του το "Διδυμότειχο μπλουζ", σε πιο βαρύ ρυθμό σιγοτραγουδούσα ολημερίς με καημό αλλά περήφανα το δικό μου μπλουζ, "Καστελλόριζο μπλουζ".

Νερό μόνο εμφιαλωμένο και σαφώς επί χρήμασι. Μπάνιο στη Θάλασσα με σαπούνι που άφριζε στο νερό της, η Υδροφόρα αργεί. Οι περισσότεροι ντυμένοι με μόνιμο ρούχο, μαύρο ζιβάγκο (πιο πάνω καθάριζε το ξυράφι). Μπύρες ληγμένες αλλά φτηνές, μπισκότα τριμμένα στο πλαστικό από τη πολυκαιρία στα ράφια, το μαγαζί ένα και μοναδικό. Ψωμί φρέσκο θα φάμε όταν δεήσει ο Φούρναρης (ο Μπίλι ο Βιετναμέζος που πήδηξε νύχτα από διερχόμενο "γκαζάδικο" βρίσκοντας εδώ γλυκό καταφύγιο). Νησί που οι νησιώτες του, ψάρι μεγάλο στο τραπέζι δεν βλέπουν, παρά μόνο αφρόψαρα, γαύρο και αθερίνα.

Ο Ηλιος καίει δυνατά όλη τη μέρα και δεν αφήνει να ξεμυτίσουμε χωρίς λόγο. Μόνο ο "Αγιος", ένας κατάμονος, ηθελημένα ξεχασμένος Έλληνας, ψηλός και αδύνατος με μαλλιά μακριά ξανθά και αχτένιστα, όλη τη μέρα ταξιδεύει καθήμενος οκλαδόν μέσα στη δική του αυτοσχέδια βάρκα (μια οβάλ πλαστική κόκκινη λεκάνη). Μια βέργα δίμετρη όρθια αφημένη στην αγκαλιά του και ψηλά στην άκρη δεμένο ολόλευκο μαντήλι. Θες να είναι το πανί του πλεούμενου ή να είναι λάβαρο του προς όλους μηνύματος για αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας.

Το λιμανάκι, ο φιλόξενος και ήρεμος όρμος, σχεδόν καθημερινά του παρέχουν μια γλυκιά καταγάλανη αγκαλιά. Το βράδυ θα τον κρύψει για λίγες ώρες η παρακείμενη Σπηλιά στα βράχια και το πρωί πάλι με το πρώτο φως ελεύθερος και μόνος, χωρίς τιμόνι και πυξίδες, ακυβέρνητος παντελώς διαγράφει πορεία με χίλια πισωγυρίσματα που τα ορίζει σαν έχει κέφι το αεράκι. Ζει ανάμεσα σε τόσον κόσμο περαστικό, σε πολλούς λαούς και φυλές, σε τόσες ανάγκες και πόθους και λαχτάρες. Πότε τον ζηλεύω και πότε προσπαθώ να καταλάβω τις αιτίες που τον στοίχειωναν εκεί, εκείνο το κάτι το οποίο δεν μπορούσα να κάνω για να του μοιάσω.

Κι εγώ τι έκαμα; ακουμπούσα απλά στη πρώτη σκληρή πέτρα που έβρισκα, έφερνα στο μυαλό μου ότι άφησα πίσω, έπαιρνα δυο τρεις βαθιές ανάσες με μπόλικο πελαγίσιο οξυγόνο, που το μετέτρεπα με επίκληση στο υπερφυσικό, σε άλλη νέα δυνατή ελπίδα. Παρέες μου αξέχαστες, κοντινά πρόσωπα, ανάγκες της οικογένειας, γιορτές και πανηγύρια στο χωριό, Αιγίνιο, Κατερίνη, Σαλονίκη. Περιορισμένα τηλέφωνα, επικοινωνία ελεύθερη και ανόθευτη αλλά ουσιαστικά με πολλά εμπόδια. Κι αν ήθελε η μικρή ξανθομαλλούσα να μου μιλήσει, δεν μπορούσε. Προσπαθούσε αλλά ώσπου να πιάσω το πολυπόθητο ακουστικό η γραμμή έκλεινε και ξαναπροσπαθούσε και ξαναέκλεινε. Κρίμα στους νέους που αναγκάζονται να νιώσουν αδίστακτες αποστάσεις. Έτσι κοιτούσα πότε στη Δύση και πότε στην Ανατολή, παίρνοντας κουράγιο απ΄ το κουράγιο μου. Ευτυχώς η νύχτα αποζημίωνε κάθε μας στέρηση. Η ξαστεριά του θέρους μοναδική, όνειρο ζωντανό. Νιώθω μια ανάσα κοντά σε άλλες συνήθειες και στα πολλά νάζια της Ανατολής.»

(συνεχίζεται)

Άγγελος Αγγελίδης, Φυσικός
Απόσπασμα από τα "αποχαιρετιστήρια λόγια"
(Συνεστίαση, ταβέρνα ΛΙΟΛΙΟΣ, 12-06-2025)