Η φράση είναι παρμένη από την τακτική που είχε εφαρμόσει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατά τον Μεσαίωνα με την έκδοση των περίφημων « συγχωροχαρτιών», που εξέδιδαν οι Πάπες έναντι χρηματικής αμοιβής για τη άφεση των αμαρτιών των πιστών.
Όπως διακήρυττε χαρακτηριστικά ο περιοδεύον καθολικός μοναχός Τέτζελ « μόλις ακουστεί ο ήχος του χρυσού νομίσματος που έπεφτε στο δίσκο η ψυχή του πιστού μεταπηδά από το Καθαρτήριο στον Παράδεισο».