«Ξυπνήστε, γιατί όποιος κοιμάται στη δημοκρατία ξυπνάει στη δικτατορία!»
(Αχαρνής, Δικαιόπολης)
Σοφία Ελευθεριάδου – Ειρήνη
Παξιμαδάκη, φιλόλογοι
Το Σάββατο, 1 Αυγούστου 2015,
πάνω από 1200 άτομα παρακολούθησαν στο Αρχαίο Θέατρο του Δίου, σε ένα
αρχαιολογικό πάρκο απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς, την παράσταση «Αχαρνής» του
Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα. Το άλικο φεγγάρι που αναδύθηκε με την
έναρξη της παράστασης- συνωμοσία του σύμπαντος- συμπλήρωνε την ομορφιά της
στιγμής.
«Αχαρνής»: Λήναια 425
π.Χ. – Φεστιβάλ Ολύμπου 2015 μ.Χ. Ο Αριστοφάνης 2440 χρόνια μετά ακτινοσκοπεί
την πολιτική ζωή της Ελλάδας σαν σύγχρονος αναλυτής. Ένας
αγρότης από τις Αχαρνές (σημερινό Μενίδι), ο Δικαιόπολης, κουρασμένος
από τα δεινά του Πελοποννησιακού πολέμου, θέτει σε εφαρμογή ένα επαναστατικό
σχέδιο: συνάπτει ιδιωτική ειρήνη με τους Σπαρτιάτες. Ο χορός (κάτοικοι των
Αχαρνών) ορμά πάνω στον Δικαιόπολη, αλλά αυτός αναπτύσσει τα επιχειρήματά του
υπέρ της ειρήνης και προκαλεί διάσπαση του χορού. Στην ουσία όλο το έργο είναι ένα κυνηγητό
εναντίον του ανθρώπου που φέρνει την ειρήνη. Το φιλοπόλεμο τμήμα ζητά τη βοήθεια
του στρατηγού Λάμαχου, δεν έχει όμως επιτυχία και τελικά ο χορός ολόκληρος
δηλώνει ότι μεταπείσθηκε από τον Δικαιόπολη. Στο τέλος του έργου ο Δικαιόπολης
απολαμβάνει τις χαρές της ειρήνης,
ανοίγει τις αγορές και γλεντοκοπά πανηγυριώτικα.
Το σκηνικό του Μανόλη
Παντελιδάκη, ένας εγκαταλελειμμένος εμποροβιομηχανικός χώρος, μεταφέρει τη δράση στη σύγχρονη
πραγματικότητα, συμβάλλει στη διεκτραγώδηση των δεινών του πολέμου και προκαλεί
στον θεατή, αρχικά τουλάχιστον, αμηχανία: πρόκειται για κωμωδία ή για τραγωδία;
Επιβεβαιώνεται όμως έτσι η ρήση ότι οι κωμωδίες του Αριστοφάνη συνυφαίνονται με
την τραγωδία.
Ο Βασίλης
Χαραλαμπόπουλος ως Δικαιόπολης αποδεικνύει ότι διαθέτει στόφα μεγάλου
ηθοποιού. Χωρίς κραυγές, υστερίες και
χωρίς να πέφτει στη μανιέρα των λεγόμενων «αριστοφανικών» ηθοποιών προσεγγίζει
τον ρόλο με ευαισθησία μεταβαίνοντας εύκολα από την κωμωδία στο δράμα, από το
χιούμορ στη σάτιρα, από την ειρωνεία στον στοχασμό.
Ο Άρης Σερβετάλης
ως καρικατούρα του Ευριπίδη, τον οποίο ο Αριστοφάνης δε χάνει την ευκαιρία να
παρωδεί στα έργα του, κλέβει την παράσταση αποσπώντας το πιο παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού. Αποδεικνύει μια φορά
ότι διαθέτει πλούσιο ταλέντο, ευελιξία και προσαρμοστικότητα, καθώς υποδύεται στο έργο τον έναν μετά τον
άλλο τους διαφορετικούς ήρωες των ευριπίδειων τραγωδιών, φτιάχνοντας άνετα ένα
ποτ – πουρί από προσωπικότητες χτυπημένες από τη μοίρα.
Ο Χρήστος
Χατζηπαναγιώτης ως Μεγαρίτης, ο Λεωνίδας
Καλφαγιάννης ως Βοιωτός, η Αγγελική Τρομπούκη ως Αμφίθεος και
ο Φάνης
Μουρατίδης ως Λάμαχος συνηγορούν
στην επιτυχία της παράστασης, με τον
τελευταίο όμως να είναι κυρίως διεκπεραιωτικός και επιφανειακός στην ερμηνεία
του.
Τελικά, η σκηνοθετική
ματιά του Γιάννη Κακλέα δίνει μια
παράσταση που ισορροπεί ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία, που προκαλεί
συγκίνηση και αβίαστο γέλιο χωρίς να
επενδύει στην αθυροστομία και στο
έντονο σεξουαλικό στοιχείο του Αριστοφάνη. Προσαρμόζει την παράσταση στη
σύγχρονη πραγματικότητα και κάνει το δράμα του Δικαιόπολη να φαντάζει σημερινό:
καρεκλοκένταυροι πολιτικοί, ατσαλάκωτοι βουλευτές – ρομπότ μαρκαρισμένοι με barcodes, νοσταλγοί του πολέμου, τυχοδιώκτες
και αριβίστες, πατριδοκάπηλοι που ενεργούν δήθεν για τη σωτηρία της χώρας, ρομαντικοί ιδεαλιστές που πιστεύουν στη νίκη
του καλού και του δίκαιου.
Όλο το έργο είναι μια μάχη ανάμεσα στην ειρήνη και τον
πόλεμο. Σύμβολα, ήχοι, εικόνες, χρώματα, κοστούμια, σκηνικά, κινησιολογία,
διάλογοι συμμαχούν τη μια στιγμή με την ειρήνη και την άλλη με τον πόλεμο. Ο
τελικός νικητής όμως είναι η ειρήνη. Τα φτερά του Αμφίθεου, ο Δικαιόπολης, ο
Διόνυσος, το κρασί, η αγορά, τα στρωμένα τραπέζια, το γλέντι, ο έρωτας και η
χαρά νίκησαν τα μαύρα και γκρι του Λάμαχου, τους φιλοπόλεμους, τις επιδημίες,
την καταστροφή και τον θάνατο του πολέμου.
Ακούγοντας τα σχόλια των θεατών και διαβάζοντας τις εκφράσεις
του προσώπου τους μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι είναι μια παράσταση που σε
τόσο δύσκολους καιρούς τουλάχιστον αξίζει τα λεφτά της.
«Μπορώ, αν θέλω, να κάνω ειρήνη με τους εχθρούς μου και με τον εαυτό μου.
Δεν μπορώ; Μπορώ!»
(Δικαιόπολης).