Τέσσερις τοίχοι ξεβαμμένοι, ένα παράθυρο ψηλά με τα κάγκελα του να διασπούν το λίγο φώς που μπαίνει την ημέρα ,μοιράζοντας το, στα ανθρώπινα κορμιά που είναι στοιβαγμένα σαν άδεια σακιά χωρίς περιεχόμενο, κάπου εκεί.
Τέσσερις ψυχές εγκλωβισμένες, που στριμώχνονται στα κάγκελα του παραθύρου, ποιά, πρώτη, θα βγει ,θα δραπετεύσει, θα πετάξει..
Τέσσερις ψυχές εγκλωβισμένες, που στριμώχνονται στα κάγκελα του παραθύρου, ποιά, πρώτη, θα βγει ,θα δραπετεύσει, θα πετάξει..
Τέσσερα βλέμματα που διασταυρώνονται διαδοχικά, ψάχνοντας μέσα στην απελπισία τους, να βρουν και να δώσουν κουράγιο, ο ένας στον άλλον.
Κι’εγώ ο πέμπτος, κάπου εκεί, χωρίς τοίχο δικό μου, να ακουμπήσω, χωρίς μερίδιο στα κάγκελα, στα όνειρα, στο φώς, στην ελπίδα.
Φυλακισμένος μέσα στα χαλάσματα της ζωής μου, της ψυχής μου, των λαθών μου. Μακριά από αγαπημένα πρόσωπα, χαμόγελα, βλέμματα.
Σε λίγο θα ακουστεί το σιωπητήριο, σιωπητήριο στις σκέψεις στις φαντασιώσεις, στα όνειρα.
Είναι η στιγμή που τα δάκρυα μου στο σκοτάδι, θα τρέχουν από τα μάτια μου, χωρίς να τα βλέπει κανείς. Είναι η στιγμή που οι λυγμοί γίνονται κόμποι στο λαιμό μου και με πνίγουν.
Πήγε 4 το πρωί και μόνο τα βήματα του δεσμοφύλακα, ακούγονται αργά ,βαριεστημένα. λες και μετράνε τα λάθη και της μέρες ,της ζωής, όλων μας πίσω από τα κάγκελα.
Κοντεύει 5, αργεί να ξημερώσει ,ίσως γιατί είναι ημέρα επισκεπτηρίου.
Σε λίγες ώρες θα πρέπει να ετοιμαστώ πάλι, να ξυριστώ, να φορέσω την μάσκα της αισιοδοξίας περιμένοντας να φωνάξουν το όνομα μου, μήπως έρθει κάποιος και για μένα, να μου φέρει νέα απέξω, από τους δικούς μου, τα αγαπημένα μου πρόσωπα, τους φίλους, όσοι έχουν απομείνει ακόμη.
Ο χρόνος προσμονής τέλειωσε, τίποτα, κανείς για μένα, μόνο σιωπή, βουρκωμένα μάτια, απογοήτευση και άδειο βλέμμα στο κενό. Η ημέρα τελειώνει .Άλλη μια δύσκολη νύχτα ,με περιμένει στην φυλακή μου, ψάχνοντας να βρω διέξοδο στα όνειρά μου, τις σκέψεις και τα σκοτάδια μου.
ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΣΙΩΠΗ ΜΟΥ………..
ΝΙΚΟΣ ΧΑΛΕΠΛΗΣ.