Μέσα στη σκοτεινή πορεία αυτού του κόσμου, τη γεμάτη αιματοχυσίες, μίση, πάθη και άγνοια, υπάρχουν τρεις αστέρες οδηγοί, τρεις υπέρλαμπροι φάροι, στους οποίους αντανακλάται το φως της τρισηλίου θεότητας.
Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, η αγνή ζωή τους και τα θεόπνευστα λόγια τους, θα θερμαίνουν τις καρδιές μας, θα στηρίζουν και θα οδηγούν. Κι αυτό γιατί και οι τρεις τους υπήρξαν άνθρωποι ικανοί, εργατικοί και αποφασιστικοί, χαρακτήρες αδαμάντινοι, πραγματικοί ριζοσπάστες και αναμορφωτές, που τόλμησαν να τα βάλουν με τα κακώς κείμενα της εποχής τους και με αξιωματούχους και εύπορους όσο ψηλά κι αν αυτοί βρίσκονταν, προκειμένου να υπερασπιστούν την γνήσια χριστιανική πίστη και τους αδικημένους.
Ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, κατεύθυναν τα βήματα εκατομμυρίων ανθρώπων οι οποίοι βρήκαν την πορεία τους στον δρόμο του καθήκοντος και της αρετής, εξαιτίας αυτών των ολόφωτων φάρων. Οι τρεις Ιεράρχες είναι πρότυπα ανεπανάληπτα, υποδείγματα αγάπης και φιλανθρωπίας μοναδικά, ωκεανοί μόρφωσης και σοφίας, βράχοι χριστιανικής πίστεως ακλόνητοι, πρότυπα παρρησίας και τόλμης ανυπέρβλητα.
Πού βρήκαν την δύναμη να προσφέρουν τόσα πολλά στην Ανθρωπότητα και να νικήσουν με τα λόγια και τις πράξεις τους ακόμη και τον πανδαμάτορα χρόνο που έχει την ιδιότητα να γκρεμίζει κάστρα και πολιτισμούς ;
Oι τρεις Ιεράρχες ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι σαν εμάς. Δεν είχαν λάβει άλλο βάπτισμα από το δικό μας. Δεν κοινωνούσαν με διαφορετικό τρόπο από ότι κοινωνούμε εμείς. Δεν μελετούσαν άλλο Ευαγγέλιο από αυτό που διαβάζουμε εμείς. Ένα πράγμα ήταν αυτό που τους ξεχώρισε από τη νεαρή τους ηλικία και τους έδωσε την δύναμη να γίνουν σοφοί, ενάρετοι και άγιοι. Πήραν την χριστιανική τους ιδιότητα και ταυτότητα στα σοβαρά. Αξιοποίησαν στο έπακρο τις δυνατότητες που δίνει στον άνθρωπο το βάπτισμά του, η μετάνοια και η Θεία Ευχαριστία. Γι αυτούς, η χριστιανική ιδιότητα δεν ήταν γραμμένη σε ένα απλό χαρτί αλλά ήταν η βίωση του γεγονότος ότι ο Θεός από αγάπη για το δημιούργημά του τον άνθρωπο, έγινε άνθρωπος και οφείλουμε να ζούμε όπως αυτός μας δίδαξε με την παρουσία του στη Γη. Και ο Θεός αντιδόξασε τους τρεις Ιεράρχες γιατί είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή: «τους δοξάσαντάς με αντιδοξάσω». Στους τρεις Ιεράρχες πράγματι, η ακράδαντη πίστη τους στον Θεό, η καλλιέργεια των αρετών, και η απαρασάλευτη ελπίδα για σωτηρία, πλούτισαν και ομόρφυναν τον δυσχερή επίγειο δρόμο τους προς την τελείωση. Οι τρεις Ιεράρχες εννόησαν μαζί με όλο το πλήρωμα των Αγίων της Εκκλησίας μας, ότι η ένωση του πιστού με τον Θεό είναι η αληθής ζωή, ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό, είναι ο θάνατος, και μάλιστα ο αθάνατος θάνατος.
Έτσι, ο Μέγας Βασίλειος, δεν άφησε τα νιάτα του να χαθούν αφρόντιστα, αλλά σπούδασε στην Καισάρεια, στην Κωνσταντινούπολη και μετά στην Αθήνα για πέντε σχεδόν χρόνια. Σπούδασε ρητορική, μαθηματικά, αστρονομία, φιλοσοφία και ιατρική. Έγινε τόσο βαθύς γνώστης των Επιστημών ώστε οι συμφοιτητές του ζητούσαν να παραμείνει στην Αθήνα ως καθηγητής τους. Στην Αθήνα γνωρίστηκε και συνδέθηκε με αδελφική φιλία με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Γράφει σχετικά: «Γνωρίζαμε μονάχα δύο δρόμους. Αυτόν που μας πήγαινε στο Πανεπιστήμιο και αυτόν που μας οδηγούσε στην Εκκλησία. Και ήμασταν σαν μία ψυχή σε δύο σώματα. Και στις επιτυχίες μας, κανένας δεν ζήλευε τον άλλο, αλλά δίναμε ο ένας στον άλλο το προβάδισμα και τα πρωτεία». Ο Βασίλειος επιστρέφοντας στην πατρίδα του ασκεί για λίγο το επάγγελμα του δικηγόρου. Η ψυχή του όμως η ανήσυχη και διψασμένη για Θεό δεν ησυχάζει. Αφού δίνει το μερίδιο της περιουσίας στους φτωχούς, αναχωρεί για την έρημο. Πέντε χρόνια τα περνά στην έρημο όπου ζει τη μυστική ζωή της προσευχής, συνομιλώντας με τον Θεό. Αργότερα θα ιδρύσει την Βασιλειάδα, μια ολόκληρη πολιτεία η οποία θα λειτουργεί ως ορφανοτροφείο, γηροκομείο ακόμη και νοσοκομείο. Τις παγερές νύχτες του χειμώνα ο φτωχός ταπεινός Επίσκοπος Καισαρείας πλέον Βασίλειος, θα χτυπά τις πόρτες των πλουσίων αναζητώντας τρόπους να βρει χρήματα για τα διάφορα ιδρύματα, ενώ συγχρόνως ξαγρυπνά για να γράψει τα συγγράμματά του τα γεμάτα σοφία και γνώσεις. Κάτω από τους συνεχείς αγώνες του για την Ορθοδοξία και την φτωχολογιά, έπειτα από τον συνεχή πόλεμο κατά των αιρετικών που ήθελαν να νοθεύσουν την πίστη, το ασθενικό του σώμα κάμφθηκε και αναπαύτηκε την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. Ήταν 49 ετών και δεν είχε προλάβει ακόμη να ασπρίσει. Ολόκληρη η Καισάρεια βυθίστηκε σε πένθος ανεξάρτητα από τα διάφορα θρησκεύματα και τον έκλαψαν ακόμη και ειδωλολάτρες και Ιουδαίοι αφού όλη η Καισάρεια έχανε τον σοφό και άγιο προστάτη της. Θα γράψει στον επικήδειο ο φίλος του ο Γρηγόριος ο Θεολόγος για τον κενό θρόνο στην Καισάρεια μετά τον θάνατο του Μεγάλου Βασιλείου: «Διάδοχοι ασφαλώς θα βρεθούν…. αντικαταστάτης όμως ουδείς».
Ας μην λησμονεί η νεολαία ότι ο Βασίλειος αγαπούσε ιδιαιτέρως την μελέτη και συνιστούσε και στους άλλους να μελετούν. Συνιστούσε ιδιαιτέρως δε την μελέτη των Ελλήνων συγγραφέων, κάτι το οποίο μας κάνει τους Έλληνες να νοιώθουμε ιδιαίτερη χαρά και υπερηφάνεια.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, είναι η δεύτερη αγία μορφή των τριών Ιεραρχών. Ας σκεφτούμε πόσο πολύ τον έχει τιμήσει η Εκκλησία μας, με το να τον ονομάσει «Θεολόγο». Η Εκκλησία μας μονάχα σε δυο άλλα άτομα από το πλήθος των Αγίων της ανδρών και γυναικών έχει δώσει αυτόν τον τίτλο και αυτοί είναι ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ο Θεολόγος ο μαθητής του Ιησού και ο Άγιος Συμεών ο επικληθείς και νέος Θεολόγος ο οποίος έζησε τον 10ο αιώνα.
Ο Γρηγόριος, υπήρξε ψυχή μεγάλη με ευαισθησίες και ποιητικό ταλέντο. Το λογοτεχνικό του ταλέντο, απαράμιλλο. Οι γλωσσολογικές του ικανότητες και η φιλολογική του κατάρτιση τεράστια. Μας άφησε χιλιάδες στίχους που τους έγραψε σε μέτρο όπως έγραφαν παλιότερα ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Εκτός από την ποίηση, διασώθηκαν 45 λόγοι του οι οποίοι είναι μεγάλου θεολογικού βάθους. Επιδοκιμάζει και αυτός όπως ο φίλος του Βασίλειος την μελέτη εκτός των Αγίων Γραφών και του αρχαίου ελληνικού κάλλους. Προσέδωσε επίσης μεγάλη αξία στην Παιδαγωγική και την αποκάλεσε «Τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών φαίνεταί μοι άνθρωπον άγειν».
Η φήμη του Γρηγορίου του Θεολόγου του Ναζιανζηνού έφτασε ως την Κωνσταντινούπολη και όταν το 380 εχήρευσε ο Πατριαρχικός θρόνος, έγινε Πατριάρχης ο Γρηγόριος. Με την δική του διδαχή συμπληρώθηκε το Σύμβολο της Πίστεως στην Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο. Οι έριδες όμως και οι ταραχές απογοήτευσαν γρήγορα τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και έτσι παραιτήθηκε από τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Αριανζό με άσκηση, προσευχή, ησυχία και συγγράφοντας τους θαυμάσιους και βαθιά ανθρώπινους στίχους του.
Η τρίτη μεγάλη μορφή που γιορτάζουμε σήμερα, είναι αυτή του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Έχει αποκαλεστεί ο «Δημοσθένης της Εκκλησίας», τόσο καταπληκτικές στάθηκαν οι ομιλίες του. Όταν κήρρυτε στους ναούς της Κωνσταντινούπολης, ο λαός συγκεντρωνόταν κατά χιλιάδες έξω από την Εκκλησία προσπαθώντας να τον ακούσει. Ανέδειξε και αυτός εκτός από τα θεολογικά γράμματα και την μεγάλη αξία της Παιδαγωγικής: «Της τέχνης ταύτης ουκ έστιν άλλη μείζων. Τι γαρ ίσον του ρυθμίσαι ψυχήν και διαπλάσαι διάνοιαν;».
Ο Ιωάννης είχε σπουδάσει αρχικά στα σχολεία της Αντιόχειας και συμπλήρωσε έπειτα τις σπουδές του στην Αθήνα. Ο δάσκαλός του ο Λιβάνιος, εκτιμούσε ιδιαιτέρως τον Χρυσόστομο και όταν τον ρώτησαν ποιον έκρινε άξιο να τον διαδεχθεί, είχε πει χαρακτηριστικά: «Τον Ιωάννη αν δεν τον είχαν μολύνει οι Χριστιανοί». Πέρασε και ο Ιωάννης από το μεγάλο σχολείο της ερήμου επί εννέα χρόνια. Στην Αντιόχεια όπου και χειροτονήθηκε, ανέπτυξε μεγάλη φιλανθρωπική δράση. Καυτηρίαζε την φιλαργυρία και την πλουτομανία, όταν η πλειοψηφία των κατοίκων της Αντιοχείας λιμοκτονούσε και παρότρυνε στην αλληλεγγύη και την ενίσχυση των ασθενών και αναξιοπαθούντων. Το 398 μ.Χ, χειροτονήθηκε εξαιτίας της πολύπλευρης δράσης του, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. Στην βασιλεύουσα πόλη μεταξύ των άλλων, αγωνίστηκε και για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων.
Η φωνή του Χρυσοστόμου υψωνόταν ακόμη και στους κληρικούς που όφειλαν πρώτοι αυτοί να δείξουν το καλό παράδειγμα. Η φωνή του στεντόρεια έφτασε μέχρι το παλάτι της Βασιλεύουσας όπου ασκούσε κριτική σε όσα άτοπα και αμαρτωλά συνέβαιναν εκεί. Ήταν φυσικό λοιπόν να κάνει πολλούς εχθρούς από τους ισχυρούς που τον οδήγησαν στην εξορία. Πέθανε καθ’ οδόν στην δεύτερη εξορία του στα Κόμανα του Πόντου. Πολλοί Χριστιανοί ενώ ήταν ακόμη ζωντανός τον τιμούσαν ως Άγιο και πολλοί μελετούν σήμερα τα συγγράμματά του που καλύπτουν δεκάδες τόμους.
Μέσα στην απόγνωση και απελπισία που περιζώνουν την Ανθρωπότητα του 21ου αιώνα, στο δρόμο για το κυνήγι του χρήματος, της εφήμερης δόξας και της αχαλίνωτης δύναμης, στις ζωές που κινούνται δίχως πυξίδα και σκοπούς, ζωές που καταλήγουν συχνά στην αυτοκτονία, στα ψυχιατρικά άσυλα και στην απόγνωση, υψώνεται και σήμερα εμπρός μας ο ολόφωτος φάρος της Ορθοδοξίας και της ελπίδας με τους τρεις ολοκάθαρους λύχνους του: Τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Εάν θέλουμε να ζήσουμε μια ζωή πλούσια σε νόημα, με επιτυχίες που να ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια της καθημερινότητας και να προσεγγίζουν την αιωνιότητα, δεν έχουμε παρά να ακολουθήσουμε τον φωτεινό και ωραίο δρόμο των Τριών Ιεραρχών.