Συνδυασμός «Μένουμε Θεσσαλονίκη – Ούτε φυγή, ούτε υποταγή». Πρωτοβουλία νέων Θεσσαλονικέων πολιτών
Απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 1990, στιγμή που ανακαινίζεται το ζήτημα του νοτιοσλαβικού αλυτρωτισμού, μια ηλίθια διαμάχη επί της μακεδονικής ταυτότητας και της φυσιογνωμίας της ιστορικής Μακεδονίας ξεσπάει στην πόλη...
που θα έχει σα συνέπεια την απαξίωση ενός από τα σημαντικότερα και τα πιο άξια στοιχεία του πολιτιστικού και ιστορικού κεφαλαίου που διαθέτει η Θεσσαλονίκη, ώστε να μεγιστοποιήσει το διεθνές της εκτόπισμα: Την πολιτιστική κληρονομιά της ιστορικής Μακεδονίας και τον πολύ επίκαιρο, μέσα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και τις μεγάλες της αντιφάσεις, συμβολισμό της.
Αυτή ακριβώς η κληρονομιά πετάχτηκε στα σκουπίδια καθώς την ίδια, πάνω – κάτω, χρονική στιγμή που ξεπήδησε ως δυνατότητα η αξιοποίησή της ξέσπασε και η τελευταία αναβίωση του ελληνικού εμφυλίου, αναμεταξύ των εθνομηδενιστών και του Φρανκεστάιν που οι ίδιοι εγέννησαν, της φολκλορικής πατριδοκαπηλίας.
Αυτή η διαμάχη έθεσε στην κλίνη του Προκρούστη την μακεδονική κληρονομιά της πόλης: Απ’ την μια η απαξίωση του «σφαγέα» και «ιμπεριαλιστή» «Αλέκου», κοινός τόπος σε αυτό το δίκτυο που συνδέει μπαρ, πανεπιστήμια, αντισυμβατικούς –υποτίθεται– χώρους, ΜΜΕ και υπουργεία της κεντροαριστερής πτέρυγας του κατεστημένου. Αφήγημα το οποίο βέβαια καταπίπτει θεαματικά από την άκρως αντίθετη άποψη που διατηρούν ακόμα και σήμερα οι λαοί τους οποίους «ο Αλέκος έσφαζε», και οι οποίοι τον τιμούν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι εν Ελλάδι αποδομητές του.
Αυτήν ακριβώς την επίθεση θα εκμεταλλευτούν μετά την δεκαετία του 1990 τυχοδιώκτες πατριδοκάπηλοι για να προβούν στην δική τους ιστορική πλαστογραφία, προκειμένου να διεκδικήσουν μονοπώλιο στον πατριωτισμό: Έτσι η δική τους Μακεδονία, αποσυνδέεται, λογουχάρη από το ύφος των πραγματικών ευρημάτων που βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλονίκης, από τις ανασκαφές του Ανδρόνικου στην Βεργίνα, ή τις μαρτυρίες του Αρριανού και μεταβάλλεται σε καρικατούρα που περισσότερο προσιδιάζει στη «μυθική Σπάρτη», το αντιδημοκρατικό πρότυπο που συνήθως επικαλείται η άκρα δεξιά απέναντι στην δημοκρατία – πρότυπο της Αθήνας.
Μέσα από αυτήν την θανάσιμη για την ιστορική πραγματικότητα αλλά και την πολιτιστική κληρονομιά της Μακεδονίας διελκυστίνδα δεν χάνεται μόνο «το αληθές» αλλά και μια πραγματική ευκαιρία να καταστεί η σύγχρονη Θεσσαλονίκη, πόλη που αναδεικνύει την ελληνιστική οικουμενική κληρονομιά.
Γιατί ο ιστορικός άθλος του Αλέξανδρου και των Μακεδόνων της εποχής του έγκειται στο γεγονός ότι δημιούργησαν με την εκστρατεία τους την «πρώτη παγκοσμιοποίηση», μια «ελληνιστική κοινή» όπως την ονομάζουν οι ιστορικοί, που στην πραγματικότητα υπήρξε η πρώτη επιτυχημένη και ανθεκτική στο χρόνο (πάνω από 5 αιώνες) διεθνής κοινότητα πολιτισμικών ανταλλαγών και συνθέσεων, καθώς και «παγκόσμιου» για την εποχή του εμπορίου. Μάλιστα, δίχως τα στοιχεία πολιτικής επιβολής και πολιτιστικής αλλοτρίωσης που χαρακτηρίζουν την σύγχρονή μας, δυτική παγκοσμιοποίηση, γεγονός που επαληθεύεται από την ύπαρξη των ινδοελληνικών βασιλείων και του ελληνοβουδιστικού τους πολιτισμού, για να αναφερθούμε στο πιο «εξωτικό» παράδειγμα, παρακάμπτοντας το κατ’ εξοχήν κέντρο αυτής της «κοινής» που ήταν η Αίγυπτος και η Συρία, ο μετέπειτα «Λεβάντες» των νεώτερων χρόνων.
Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε ως επίνειο της Πέλλας και σημαντικός θαλάσσιος κόμβος αυτής της διεθνούς κοινότητας, το μαρτυράει το ιερό της ελληνο-αιγυπτιακής λατρείας των θεών «Ίσιδας και Σεράπιδος» που επιβιώνει ακόμα στα θεμέλια μιας απ’ τις πολυκατοικίες στην οδό Διοικητηρίου, και που κακώς δεν έχει αναδειχθεί, όπως κακώς δεν έχει αναδειχθεί και ο παλαιότερος ναός της Αφροδίτης, γιατί θ’ απέδιδε σ’ όλη του την έκταση το ιστορικό βάθος της πόλης.
Αυτά τα σπαράγματα της Μακεδονικής κληρονομιάς μπορούν αδιαμφισβήτητα να αποτελέσουν βάση για την αναθεμελίωση της «διεθνούς» της ταυτότητας ως τόπου ιδιαίτερης ιστορικότητας που έχει να επιδείξει σημαντική συμβολή σε πολλές απ’ τις στιγμές της οικουμενικής ελληνικής κληρονομιάς -είτε μιλάμε για την αρχαιότητα, είτε για τους Μέσους χρόνους και το Βυζάντιο.
Κυρίως σε ό,τι αφορά στην Μακεδονική και κατ’ επέκταση ελληνιστική Θεσσαλονίκη, αυτή θα μπορούσε να προβληθεί ως παράδειγμα ενός «ελληνικού δρόμου» προς την οικουμενικότητα, εναλλακτικού ως προς την παγκοσμιοποίηση (ή την οθωμανική αυτοκρατορία), ακριβώς γιατί συνέβαλε στον διάλογο και την όσμωση των πολιτισμών, και όχι στον «πόλεμο» μεταξύ τους όπως γίνεται κατ’ εξοχήν σήμερα.
Μια τέτοια αξιοποίηση της ιστορικής κληρονομιάς της πόλης όχι μόνον θ’ αύξανε το διεθνές της αποτύπωμα, αλλά θα στεκόταν ανάχωμα και στην διεθνή εκστρατεία του σλαβικού αλυτρωτισμού, που θέλει να προπαγανδίσει την υποτιθέμενη καχεξία του ελληνικού στοιχείου κατά την πορεία της περιοχής ανά τους αιώνες.
Για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται το άλλοτε προφανές που σήμερα θεωρείται τόσο αδιανόητο για τους εκατέρωθεν υπηρέτες του ελληνικού εμφυλιακού συνδρόμου: Η οικουμενικότητα της Θεσσαλονίκης περνάει μέσα απ’ την αποδοχή και όχι την άρνηση της ελληνικότητάς της. Ωστόσο, το πολύ χαμηλό επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας του τοπικού πολιτικού, μηντιακού και ακαδημαϊκού κατεστημένου αδυνατεί να συλλάβει αυτήν την πραγματικότητα, πόσο μάλλον να συνειδητοποιήσει το τι δυναμική είναι σε θέση να προσφέρει για την πόλη στον 21ο αιώνα…
Απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 1990, στιγμή που ανακαινίζεται το ζήτημα του νοτιοσλαβικού αλυτρωτισμού, μια ηλίθια διαμάχη επί της μακεδονικής ταυτότητας και της φυσιογνωμίας της ιστορικής Μακεδονίας ξεσπάει στην πόλη...
που θα έχει σα συνέπεια την απαξίωση ενός από τα σημαντικότερα και τα πιο άξια στοιχεία του πολιτιστικού και ιστορικού κεφαλαίου που διαθέτει η Θεσσαλονίκη, ώστε να μεγιστοποιήσει το διεθνές της εκτόπισμα: Την πολιτιστική κληρονομιά της ιστορικής Μακεδονίας και τον πολύ επίκαιρο, μέσα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και τις μεγάλες της αντιφάσεις, συμβολισμό της.
Αυτή ακριβώς η κληρονομιά πετάχτηκε στα σκουπίδια καθώς την ίδια, πάνω – κάτω, χρονική στιγμή που ξεπήδησε ως δυνατότητα η αξιοποίησή της ξέσπασε και η τελευταία αναβίωση του ελληνικού εμφυλίου, αναμεταξύ των εθνομηδενιστών και του Φρανκεστάιν που οι ίδιοι εγέννησαν, της φολκλορικής πατριδοκαπηλίας.
Αυτή η διαμάχη έθεσε στην κλίνη του Προκρούστη την μακεδονική κληρονομιά της πόλης: Απ’ την μια η απαξίωση του «σφαγέα» και «ιμπεριαλιστή» «Αλέκου», κοινός τόπος σε αυτό το δίκτυο που συνδέει μπαρ, πανεπιστήμια, αντισυμβατικούς –υποτίθεται– χώρους, ΜΜΕ και υπουργεία της κεντροαριστερής πτέρυγας του κατεστημένου. Αφήγημα το οποίο βέβαια καταπίπτει θεαματικά από την άκρως αντίθετη άποψη που διατηρούν ακόμα και σήμερα οι λαοί τους οποίους «ο Αλέκος έσφαζε», και οι οποίοι τον τιμούν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι εν Ελλάδι αποδομητές του.
Αυτήν ακριβώς την επίθεση θα εκμεταλλευτούν μετά την δεκαετία του 1990 τυχοδιώκτες πατριδοκάπηλοι για να προβούν στην δική τους ιστορική πλαστογραφία, προκειμένου να διεκδικήσουν μονοπώλιο στον πατριωτισμό: Έτσι η δική τους Μακεδονία, αποσυνδέεται, λογουχάρη από το ύφος των πραγματικών ευρημάτων που βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλονίκης, από τις ανασκαφές του Ανδρόνικου στην Βεργίνα, ή τις μαρτυρίες του Αρριανού και μεταβάλλεται σε καρικατούρα που περισσότερο προσιδιάζει στη «μυθική Σπάρτη», το αντιδημοκρατικό πρότυπο που συνήθως επικαλείται η άκρα δεξιά απέναντι στην δημοκρατία – πρότυπο της Αθήνας.
Μέσα από αυτήν την θανάσιμη για την ιστορική πραγματικότητα αλλά και την πολιτιστική κληρονομιά της Μακεδονίας διελκυστίνδα δεν χάνεται μόνο «το αληθές» αλλά και μια πραγματική ευκαιρία να καταστεί η σύγχρονη Θεσσαλονίκη, πόλη που αναδεικνύει την ελληνιστική οικουμενική κληρονομιά.
Γιατί ο ιστορικός άθλος του Αλέξανδρου και των Μακεδόνων της εποχής του έγκειται στο γεγονός ότι δημιούργησαν με την εκστρατεία τους την «πρώτη παγκοσμιοποίηση», μια «ελληνιστική κοινή» όπως την ονομάζουν οι ιστορικοί, που στην πραγματικότητα υπήρξε η πρώτη επιτυχημένη και ανθεκτική στο χρόνο (πάνω από 5 αιώνες) διεθνής κοινότητα πολιτισμικών ανταλλαγών και συνθέσεων, καθώς και «παγκόσμιου» για την εποχή του εμπορίου. Μάλιστα, δίχως τα στοιχεία πολιτικής επιβολής και πολιτιστικής αλλοτρίωσης που χαρακτηρίζουν την σύγχρονή μας, δυτική παγκοσμιοποίηση, γεγονός που επαληθεύεται από την ύπαρξη των ινδοελληνικών βασιλείων και του ελληνοβουδιστικού τους πολιτισμού, για να αναφερθούμε στο πιο «εξωτικό» παράδειγμα, παρακάμπτοντας το κατ’ εξοχήν κέντρο αυτής της «κοινής» που ήταν η Αίγυπτος και η Συρία, ο μετέπειτα «Λεβάντες» των νεώτερων χρόνων.
Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε ως επίνειο της Πέλλας και σημαντικός θαλάσσιος κόμβος αυτής της διεθνούς κοινότητας, το μαρτυράει το ιερό της ελληνο-αιγυπτιακής λατρείας των θεών «Ίσιδας και Σεράπιδος» που επιβιώνει ακόμα στα θεμέλια μιας απ’ τις πολυκατοικίες στην οδό Διοικητηρίου, και που κακώς δεν έχει αναδειχθεί, όπως κακώς δεν έχει αναδειχθεί και ο παλαιότερος ναός της Αφροδίτης, γιατί θ’ απέδιδε σ’ όλη του την έκταση το ιστορικό βάθος της πόλης.
Αυτά τα σπαράγματα της Μακεδονικής κληρονομιάς μπορούν αδιαμφισβήτητα να αποτελέσουν βάση για την αναθεμελίωση της «διεθνούς» της ταυτότητας ως τόπου ιδιαίτερης ιστορικότητας που έχει να επιδείξει σημαντική συμβολή σε πολλές απ’ τις στιγμές της οικουμενικής ελληνικής κληρονομιάς -είτε μιλάμε για την αρχαιότητα, είτε για τους Μέσους χρόνους και το Βυζάντιο.
Κυρίως σε ό,τι αφορά στην Μακεδονική και κατ’ επέκταση ελληνιστική Θεσσαλονίκη, αυτή θα μπορούσε να προβληθεί ως παράδειγμα ενός «ελληνικού δρόμου» προς την οικουμενικότητα, εναλλακτικού ως προς την παγκοσμιοποίηση (ή την οθωμανική αυτοκρατορία), ακριβώς γιατί συνέβαλε στον διάλογο και την όσμωση των πολιτισμών, και όχι στον «πόλεμο» μεταξύ τους όπως γίνεται κατ’ εξοχήν σήμερα.
Μια τέτοια αξιοποίηση της ιστορικής κληρονομιάς της πόλης όχι μόνον θ’ αύξανε το διεθνές της αποτύπωμα, αλλά θα στεκόταν ανάχωμα και στην διεθνή εκστρατεία του σλαβικού αλυτρωτισμού, που θέλει να προπαγανδίσει την υποτιθέμενη καχεξία του ελληνικού στοιχείου κατά την πορεία της περιοχής ανά τους αιώνες.
Για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται το άλλοτε προφανές που σήμερα θεωρείται τόσο αδιανόητο για τους εκατέρωθεν υπηρέτες του ελληνικού εμφυλιακού συνδρόμου: Η οικουμενικότητα της Θεσσαλονίκης περνάει μέσα απ’ την αποδοχή και όχι την άρνηση της ελληνικότητάς της. Ωστόσο, το πολύ χαμηλό επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας του τοπικού πολιτικού, μηντιακού και ακαδημαϊκού κατεστημένου αδυνατεί να συλλάβει αυτήν την πραγματικότητα, πόσο μάλλον να συνειδητοποιήσει το τι δυναμική είναι σε θέση να προσφέρει για την πόλη στον 21ο αιώνα…