Η εξάντληση του Μπουταρισμού, οι μείζονες συνέπειές της και η χαρτογράφηση του πολιτικού τοπίου ενόψει των επερχόμενων δημοτικών εκλογών.
Η ακατάσχετη εκλογολογία που ο Γιάννης Μπουτάρης και το περιβάλλον του έχουν πυροδοτήσει από την στιγμή που συναντήθηκε με τον εξίσου αντιδημοφιλή, Αλέξη Τσίπρα, εκφράζει το ακριβώς αντίθετο από εκείνο το οποίο ο ίδιος θέλει να πετύχει: Το ότι ο κύκλος του ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης έχει ήδη κλείσει, δυστυχώς με τρόπο καταστροφικό για την πόλη, κι ότι από εδώ και πέρα, κατέβει δεν κατέβει στις εκλογές και ανεξάρτητα από το ποσοστό το οποίο θα λάβει αν κατέβει, η παρουσία του θα συνοδεύεται από την μελωδία της παρακμής.
Πως αλλιώς θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε αλλιώς το γεγονός ότι στις τελευταίες παρεμβάσεις που πραγματοποιεί εμφανίζεται ως «Λουδοβίκος» με την θεματολογία τους να περιορίζονται, ενώ η πόλη αντιμετωπίζει πλείστα όσα κραυγαλέα προβλήματα, σε ένα και μόνο ζήτημα, τον εαυτό του;
Αυτή η επανάληψη αποτελεί αναμφίβολη ένδειξη εξάντλησης της πολιτικής του, κάτι που συμβαίνει αντικειμενικά γιατί οφείλεται στην επώδυνη πρόσκρουσή της με την πραγματικότητα. Ας δούμε τις ουσιαστικότερες όψεις αυτής της κατάστασης.
Εθνομηδενισμός και έλλειμμα δημοκρατίας
Ο δήμαρχος εμφανίζεται να μην «δίνει δεκάρα» για την σοβαρή σχετικοποίηση της εθνικής κυριαρχίας την ίδια στιγμή που το πρόβλημα εντείνεται με τις εξελίξεις σε όλα τα μέτωπά της (συμφωνία των Πρεσπών, ελληνοτουρκικά, ελληνοαλβανικές σχέσεις), καταφέρνοντας έτσι να στρέψει την πλειοψηφία των πολιτών της Θεσσαλονίκης εναντίον του. Στο ίδιο δε, μήκος κύματος, η πολιτιστική πολιτική που προωθεί φαντάζει σήμερα πλέον ετεροχρονισμένη, συγκρουόμενη με την ίδια την πραγματικότητα, καθώς ο πολυδιαφημιζόμενος και τάχατες ένδοξος οθωμανισμός της Θεσσαλονίκης, έρχεται να ‘κουμπώσει πάνω’ στις αιτιάσεις του γειτονικού ισλαμικού ολοκληρωτισμού. Ο οποίος διεκδικεί αυτό το αφήγημα προκειμένου να εξαπλώσει την σφαίρα επιρροής σε όλα τα Βαλκάνια –και είναι γνωστή η κεντρικότητα που διαδραματίζει η Θεσσαλονίκη για όποιον φιλοδοξεί να ελέγξει την ευρύτερη περιοχή.
Η σύμπτωση αυτή δεν είναι τυχαία. Σε ό,τι αφορά στα γεωπολιτικά ζητήματα, καθώς και σε εκείνα που αφορούν στην ιστορία, δυο διαστάσεις που στην περίπτωση της Ελλάδας διαπλέκονται δυστυχώς στενά, η πολιτική Μπουτάρη χαρακτηρίζεται από μια απίστευτη κεκτημένη ταχύτητα: Απλώς αναπαράγει τις τάσεις τις κυρίαρχες, που επιβάλουν οι ισχυροί παράγοντες στην ευρύτερη περιοχή, πράγμα που εξάλλου έχει παραδεχθεί και ο ίδιος. Αυτή η ‘αδράνεια’ ωστόσο θέτει ένα μείζον δημοκρατικό ζήτημα, που δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι συγκρούεται κατάφορα με το λαϊκό αίσθημα της πόλης –και δεν εκφράζει καν ούτε τους ίδιους τους ψηφοφόρους του, καθώς ο ίδιος φροντίζει να την υποκρύπτει μέσα στην προεκλογική περίοδο· θέτει ένα βαθύτερο ζήτημα, καθώς καθιερώνει το προφίλ μιας ηγεσίας που πολιτεύεται στα όρια της συνταγματικής τάξης, των πιο σημαντικών της μάλιστα, θεμελίων όπως είναι η προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας. Δημιουργείται έτσι το εντελώς παράδοξο των εκπροσώπων μιας πολιτείας που δείχνουν να μην ενδιαφέρονται για την επιβίωση και την αναπαραγωγή τους, γεγονός που πλήττει όσο τίποτε άλλο το κύρος και την αξιοπιστία των ίδιων των θεσμών, τόσο στα μάτια των πολιτών όσο και στο εξωτερικό.
Ως προς αυτό, η διαχείριση της περίφημης «διπλωματίας των πόλεων» από την διοίκηση Μπουτάρη, κατά τις συνομιλίες για το ονοματολογικό, και την προπαρασκευή της Συμφωνίας των Πρεσπών, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας πολιτικής που βλέπει την εθνική κυριαρχία μάλλον ως βραχνά, παρά ως θεμέλιο και πρωταρχική προϋπόθεση της δημοκρατίας.
Το κόστος της τουριστικής πλειοδοσίας: Μια πόλη αφιλόξενη για τους ίδιους τους κατοίκους της
Το οικονομικό μοντέλο που προωθεί για την πόλη, επίσης, στηριγμένο στην ανεξέλεγκτη επέκταση του τουρισμού έχει ήδη εκδηλώσει τις αντιφάσεις του: Η Θεσσαλονίκη αρχίζει και γίνεται ‘Βενετία’, ‘Βαρκελώνη’ ή Παρίσι στο ότι το Airb’nb και η λοιπή σχετική με τον τουρισμό δραστηριότητα δημιουργεί ένα πλαίσιο ακρίβειας στις τιμές των ακινήτων, της εστίασης, στο κόστος ζωής γενικά, που λειτουργεί de facto ως οικονομικό και κοινωνικό άπαρτχαιντ εξοβελίζοντας τις λαϊκές τάξεις από το ιστορικό κέντρο. Την ίδια στιγμή, αρχίζει και κάνουν αισθητή την παρουσία τους και άλλα πλήγματα της καθημερινότητας που επιφέρει αλόγιστη τουριστική αξιοποίηση: Η τυραννία της πολυδιαφημιζόμενης πόλης που «ποτέ δεν κοιμάται», και η οποία καταδικάζει τους μόνιμους κατοίκους να ζουν σ’ ένα μόνιμο μαρτύριο ηχορρύπανσης, αισθητικής ρύπανσης, βίαιης μεταβολής των ρυθμών ζωής μιας πόλης καθώς οι επισκέπτες της γυρεύουν να εκβιάσουν άλλες εμπειρίες από εκείνες που είναι σε θέση να παρέχει η κανονικότητά της.
Η καθίζηση της τοπικής οικονομίας
Η υπερέμφαση στην τουριστική πολιτική και τα οφέλη της, που αγγίζει τα όρια της μονομανίας, αποκτάει προπαγανδιστικές διαστάσεις καθώς υποκρύπτει μέσα της την εγκατάλειψη των άλλων οικονομικών κλάδων στις ζοφερές τους προοπτικές. Η Θεσσαλονίκη δέχεται περίπου τον ίδιο αριθμό τουριστικών επισκέψεων όσο και η Ρόδος. Η πρώτη, ωστόσο, διατηρεί πληθυσμό ενός εκατομμυρίου, και η δεύτερη, εκατό χιλιάδων. Έτσι, η τουριστική μονοκαλλιέργεια αδυνατεί να απαντήσει στο βασανιστικό ερώτημα επιβίωσης μιας μεγάλης πόλης, όπως είναι η Θεσσαλονίκη –πόσο μάλλον όταν δεν συνδέεται με μια έξυπνη πολιτική ώστε ο τουρισμός να συμπαρασύρει την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής σε επίπεδο νομού, καθώς και της μεταποίησης. Το αναπτυξιακό αυτό σχέδιο βουλιάζει, καθώς ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης και ο Περιφερειάρχης είναι στα μαχαίρια υπηρετώντας την πατροπαράδοτη ανταγωνιστική μικροπολιτική.
Την ίδια στιγμή, ο παραγωγικός ιστός της πόλης έχει ενταφιαστεί και καμία πρωτοβουλία δεν έχει ληφθεί προκειμένου να σταματήσει η κατρακύλα. Παραγωγικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη Θεσσαλονίκη υπάρχουν, μερικές μάλιστα σημειώνουν αξιοσημείωτη επιτυχία κερδίζοντας σημαντικές θέσεις και στην διεθνή αλυσίδα της αξίας. Ούτε μια έρευνα δεν έχει γίνει ώστε να επισημανθούν οι δυναμικές που επιτρέπουν να υπάρξουν αυτές οι ελπιδοφόρες εξαιρέσεις, ούτε υπάρχει κάποια διάθεση από την πλευρά του Δήμου να μετατρέψουν την παρουσία του μεγαλύτερου πανεπιστημίου των Νοτίων Βαλκανίων στην πόλη σε αναπτυξιακό πλεονέκτημα.
Το αποτέλεσμα είναι στις νεώτερες γενιές να κυριαρχούν η ανεργία, οι ελαστικές μορφές απασχόλησης, η ετεροαπασχόληση, και βέβαια η φυγή του ανθρώπινου δυναμικού από αυτήν, αλλά και η δημογραφική κατάρρευση. Η πόλη τείνει να καταστεί γερασμένη, εικόνα και ομοίωση του Δημάρχου της…
Εξωστρέφεια ή μήπως αδιαφορία;
Η περίφημη εξωστρέφεια, την οποία συνεχώς επικαλείται, έχει καταντήσει να εκφράζει απλώς την αδιαφορία του για την εσωτερική κατάσταση της πόλης στις πτυχές της εκείνες που δεν αφορούν το διεθνές κύκλωμα των σελέμπριτι, βέβαια, αλλά κρίνουν την καθημερινότητα των κατοίκων της: Έτσι απ’ τις αλατιέρες που παγώνουν, μέχρι τα φρεάτια που βουλώνουν, τις κλειστές δημόσιες τουαλέτες, και από εκεί, στην κλυδωνιζόμενη καθαριότητα οι υποδομές έχουν αφεθεί να μαραζώσουν. Την ίδια δε στιγμή που ο Δήμαρχος και η διοίκησή του βραβεύεται από την Λε Μοντ, για την διαχείριση του προσφυγικού και του μεταναστευτικού, η ίδια η πραγματικότητα του ιστορικού κέντρου έρχεται να διασκεδάσει αυτήν την υποτιθέμενα μεγάλη επιτυχία, καθώς παντού εμφανίζονται οι ενδείξεις μιας παταγώδους αποτυχίας, καθώς πλατείες έχουν μεταβληθεί σε υπνωτήρια, και οι μαφίες σπεύδουν να καλύψουν το πραγματικό κενό διαχείρισης του προβλήματος που υπάρχει.
Κι ο κατάλογος, πραγματικά, δεν έχει τέλος: Ο πρώην πρωταθλητής του περιβαλλοντισμού δεν έχει παρά να επιδείξει μια ανύπαρκτη πολιτική για το πράσινο· η εμμονή του να θεωρεί ότι η επιχειρηματικότητα ταυτίζεται με τα μεγάλα συμφέροντα, έχει μεταβάλει το ελεγχόμενο σύστημα στάθμευσης σε σκληρό εισπρακτικό μηχανισμό εξαντλώντας μάλιστα την διαθεσιμότητα της δημοτικής αστυνομίας για χάρη των εσόδων της Ιντρακάτ· όσο για την περίφημη νοικοκυροσύνη του στα δημοσιονομικά και τα διοικητικά, έχει καταντήσει να παίρνει «ασφαλτοδάνεια» για την προεκλογική συντήρηση των δρόμων, και να σχεδιάζει μόλις λίγους μήνες πριν την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου μια διοικητική αναδιάρθρωση, προσπαθώντας να ιδιοποιηθεί την δημοτική γραφειοκρατία. Και ο κατάλογος δεν έχει τέλος: Αλόγιστη επέκταση τραπεζοκαθισμάτων και εγκατάλειψη του πεζού, εμπορευματοποίηση του δημόσιου χώρου –με κατ εξοχήν παράδειγμα την Νέα Παραλία–, ανυπαρξία πολιτικής για τα ΑΜΕΑ κ.ο.κ.
Και σαν να μην έφταναν μόνον αυτά, η πόλη σπαράσσεται και από προβλήματα για τα οποία δεν ευθύνεται ο ίδιος ο Δήμος Θεσσαλονίκης, όπως η κατάρρευση των μαζικών συγκοινωνιών και το κυκλοφοριακό, για τα οποία όμως δεν κάνει τίποτα ουσιαστικό αν και αφορούν άμεσα στην πόλη. Ακόμα, για παράδειγμα, και ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία που σε άλλες πόλεις της Ευρώπης χρησιμοποιούνται για τον εκσυγχρονισμό των μαζικών μεταφορών, εδώ απορροφώνται ως ‘ασφαλτοδάνεια’ για την συντήρηση της βιτρίνας ενόψει της προεκλογικής περιόδου, ενώ, η κυκλοφορία των κατοίκων μέσα στην πόλη αντιμετωπίζεται ως τριτοτέταρτο ζήτημα, καταδικασμένο να πέφτει θύμα της τουριστικής εμμονής που υπαγορεύει αλόγιστες πεζοδρομήσεις, και αναπλάσεις που λειτουργούν απλά ως έμμεσες επενδύσεις προς τους κτηματομεσίτες και το τουριστικό κεφάλαιο.
Η ανάδυση νέων κοινωνικών, πολιτικών και κοινωνικών διαιρέσεων
Αυτή η τρομακτική αντίθεση διακηρύξεων και πραγματικότητας σε κάθε επίπεδο, όχι μόνο καθιστά έωλη την επίφαση προοδευτισμού που επικαλείται ο δήμαρχος: Χειρότερα, την αντιστρέφει, καθώς οι συνέπειες από την πολιτική του πέφτουν στα κεφάλια της κοινωνικής πλειοψηφίας, και ταυτόχρονα ευνοούν μειοψηφικά κυκλώματα στην πόλη, τα οποία είναι δεμένα με τις διεθνοποιημένες δραστηριότητες της τοπικής οικονομίας που ο ίδιος υποστηρίζει. Σε αυτό το σημείο, όντως έχουμε να κάνουμε μ’ έναν εκσυγχρονισμό, καθώς η Θεσσαλονίκη αρχίζει και εμφανίζει τον τύπο των κοινωνικών διαχωρισμών, και των συνακόλουθων αποκλεισμών, που κυριαρχούν στο Παρίσι ή στο Λονδίνο, μεταξύ των ανερχόμενων παγκοσμιοποιημένων τάξεων, τους μποέμ μπουρζουάδες, και των ηττημένων της παγκοσμιοποίησης, που κατακρημνίζονται οικονομικά, στερούνται πολιτικής έκφρασης, βρίσκονται στο περιθώριο ακόμα και σε ό,τι αφορά στην ρητορική των εξουσιαζόντων. Ή χειρότερα, κατασυκοφαντούνται από αυτούς, μια πάγια τακτική και του Δημάρχου Θεσσαλονίκης, που πολύ συχνά διασύρει την κοινωνική πλειοψηφία αναφερόμενος αδιάκριτα σε «χωριάτες», «οπισθοδρομικούς», «σκοταδιστές» ή «φασίστες» –μια συμπεριφορά που έχει τα ελατήριά της σ’ έναν απίστευτο κοινωνικό δαρβινισμό.
Κατ εξοχήν αντιδραστικός, λοιπόν, ο Μπουτάρειος «εκσυγχρονισμός» για όλους αυτούς τους λόγους, και γι’ αυτό δεν θα μπορούσε παρά να πυροδοτεί αντανακλαστικά την ανάπτυξη των χειρότερων αντιδράσεων: Μήπως είναι τυχαίο που η Χρυσή Αυγή ισχυροποιήθηκε σ’ ένα 7% την ίδια ακριβώς περίοδο που τα ηνία της πόλης είχε ο συγκεκριμένος δήμαρχος; Όχι, γιατί αυτό έγινε μέσα στο κενό που δημιούργησε η απογείωση της τοπικής αρχής στα παγκόσμια κυκλώματα της εξουσίας, η συνακόλουθη άρνησή της να σκύψει πάνω απ’ τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, της τοπικής οικονομίας, την αντίθεσή της με την αγωνία ενός λαού που βλέπει την εθνική του αυτοδιάθεση να ψαλιδίζεται ουσιαστικά, καθώς πάει να κλείσει 200 χρόνια ελεύθερου μα και πολιορκημένου βίου.
Η εχθροπάθεια των νέων ελίτ απέναντι στην κοινωνική πλειοψηφία, την ύπαρξη της οποίας αυτοί, οι global, οι πλέοντες σε πελάγη της κοσμοπολίτικης ευτυχίας τείνουν να θεωρήσουν μάλλον περιττή, επιστρέφεται με αυτόν τον τρόπο ως απόλυτη εχθροπάθεια ενάντιά τους, δίνει έκφραση στα χειρότερα πολιτικά ένστικτα, γιατί ακριβώς έχει εγκαταλειφθεί από τους υπολοίπους στις σκοτεινές της τύχες.
Το νέο πολιτικό τοπίο και η ανάγκη δημιουργικών απαντήσεων
Αυτή η νέα διαίρεση που κατατρώγει τα σπλάχνα της πόλης, και είναι ταυτόχρονα πολιτική, κοινωνική, αλλά και πολιτιστική –γιατί οι ανερχόμενες ελίτ θεωρούν την εθνική της ιδιοπροσωπία ένα είδος τοξικού απόβλητου που πρέπει βαθιά να ενταφιαστεί– είναι το πιο τρανταχτό αποτέλεσμα των δυο θητειών Μπουτάρη. Θέλοντας και μη θα αποτελέσει επίκεντρο στην ατζέντα των επερχόμενων τοπικοαυτοδιοικητικών εκλογών. Το ρήγμα αυτό γυρεύει την αντιμετώπισή του, και έχει γίνει ήδη αισθητό στο αυτοδιοικητικό τοπίο της πόλης ενόψει των εκλογών του 2019: Εμφανίζεται μέχρι τα τώρα με το πρόσωπο της πολυδιάπασης και του πληθωρισμού των δραστηριοτήτων, καθώς καταπώς φαίνεται υπό το βάρος της πολιτικής που ακολούθησε στην δεύτερη θητεία του, η παράταξη του Μπουτάρη διαλύεται στα εξ ων συνετέθη, και την ίδια στιγμή, η Δεξιά παράταξη εμφανίζεται αποπροσανατολισμένη, μια σύγχυση που οφείλεται στην ουσιαστική αμφιθυμία με την οποία αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει την πολιτική του Δημάρχου. Και υπάρχουν επίσης, πάμπολλες υποψηφιότητες που κινητοποιήθηκαν ακριβώς γιατί διαισθάνονται την ύπαρξη του κενού που δημιουργεί αυτό το ρήγμα, και σπεύδουν φιλοδοξώντας να το καλύψουν.
Η πολιτική έχει αλλάξει όμως ριζικά φυσιογνωμία και χαρακτήρα στην μεταμνημονιακή Ελλάδα, κάτι που αξίζει να θίξουμε βαδίζοντας σιγά σιγά προς το τέλος αυτής της συνοπτικής ‘χαρτογράφησης’ του τοπικού πολιτικού τοπίου. Η γενική καθίζηση που χαρακτηρίζει στην χώρα εκδηλώνεται σε αυτό με μια γενικευμένη ανημποριά, απ’ την αποτελεσματικότητα των θεσμών, μέχρι την λειτουργία των κομμάτων, και από εκεί στην ίδια την δυναμική της κοινωνίας, στην δυνατότητά της να προκαλέσει μιαν ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού. Η ανημποριά αυτή, είτε γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης για την ιδιοποίηση της ίδιας της πολιτικής από παράγοντες εξωθεσμικούς, ανερχόμενους ολιγάρχες, τις πρεσβείες, που αυτονομούνται και γυρεύουν να ελέγξουν το πολιτικό παιχνίδι· είτε πάλι, εκτονώνεται μέσω της καταφυγής σε μια εύκολη δημαγωγία απλώς την εξορκίζει ρητορικά.
Και στις δυο περιπτώσεις, οι συνθήκες ώστε να υπάρξει μια δημιουργική και θετική απάντηση στην κρίση της Θεσσαλονίκης, που κλυδωνίζεται, δυσχεραίνουν. Δεν την καταστούν, όμως, ανέφικτη.
Για το «Μένουμε Θεσσαλονίκη», το στοίχημα της επόμενης περιόδου, που δυστυχώς έλαβε τον χαρακτήρα μιας παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, έγκειται στο να υπερβούμε αυτήν την διελκυστίνδα διατυπώνοντας όρους μιας τοπικής στρατηγικής για την ολική ανασυγκρότηση της πόλης, αλλά και να προσανατολίσουμε την προεκλογική ατζέντα ακριβώς σε αυτά τα προβλήματα, μακριά από τις επικοινωνιακές κατασκευές που φιλοδοξούν να πετάξουν την μπάλα των επερχόμενων εκλογών στην εξέδρα του κατεστημένου…
Η ακατάσχετη εκλογολογία που ο Γιάννης Μπουτάρης και το περιβάλλον του έχουν πυροδοτήσει από την στιγμή που συναντήθηκε με τον εξίσου αντιδημοφιλή, Αλέξη Τσίπρα, εκφράζει το ακριβώς αντίθετο από εκείνο το οποίο ο ίδιος θέλει να πετύχει: Το ότι ο κύκλος του ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης έχει ήδη κλείσει, δυστυχώς με τρόπο καταστροφικό για την πόλη, κι ότι από εδώ και πέρα, κατέβει δεν κατέβει στις εκλογές και ανεξάρτητα από το ποσοστό το οποίο θα λάβει αν κατέβει, η παρουσία του θα συνοδεύεται από την μελωδία της παρακμής.
Πως αλλιώς θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε αλλιώς το γεγονός ότι στις τελευταίες παρεμβάσεις που πραγματοποιεί εμφανίζεται ως «Λουδοβίκος» με την θεματολογία τους να περιορίζονται, ενώ η πόλη αντιμετωπίζει πλείστα όσα κραυγαλέα προβλήματα, σε ένα και μόνο ζήτημα, τον εαυτό του;
Αυτή η επανάληψη αποτελεί αναμφίβολη ένδειξη εξάντλησης της πολιτικής του, κάτι που συμβαίνει αντικειμενικά γιατί οφείλεται στην επώδυνη πρόσκρουσή της με την πραγματικότητα. Ας δούμε τις ουσιαστικότερες όψεις αυτής της κατάστασης.
Εθνομηδενισμός και έλλειμμα δημοκρατίας
Ο δήμαρχος εμφανίζεται να μην «δίνει δεκάρα» για την σοβαρή σχετικοποίηση της εθνικής κυριαρχίας την ίδια στιγμή που το πρόβλημα εντείνεται με τις εξελίξεις σε όλα τα μέτωπά της (συμφωνία των Πρεσπών, ελληνοτουρκικά, ελληνοαλβανικές σχέσεις), καταφέρνοντας έτσι να στρέψει την πλειοψηφία των πολιτών της Θεσσαλονίκης εναντίον του. Στο ίδιο δε, μήκος κύματος, η πολιτιστική πολιτική που προωθεί φαντάζει σήμερα πλέον ετεροχρονισμένη, συγκρουόμενη με την ίδια την πραγματικότητα, καθώς ο πολυδιαφημιζόμενος και τάχατες ένδοξος οθωμανισμός της Θεσσαλονίκης, έρχεται να ‘κουμπώσει πάνω’ στις αιτιάσεις του γειτονικού ισλαμικού ολοκληρωτισμού. Ο οποίος διεκδικεί αυτό το αφήγημα προκειμένου να εξαπλώσει την σφαίρα επιρροής σε όλα τα Βαλκάνια –και είναι γνωστή η κεντρικότητα που διαδραματίζει η Θεσσαλονίκη για όποιον φιλοδοξεί να ελέγξει την ευρύτερη περιοχή.
Η σύμπτωση αυτή δεν είναι τυχαία. Σε ό,τι αφορά στα γεωπολιτικά ζητήματα, καθώς και σε εκείνα που αφορούν στην ιστορία, δυο διαστάσεις που στην περίπτωση της Ελλάδας διαπλέκονται δυστυχώς στενά, η πολιτική Μπουτάρη χαρακτηρίζεται από μια απίστευτη κεκτημένη ταχύτητα: Απλώς αναπαράγει τις τάσεις τις κυρίαρχες, που επιβάλουν οι ισχυροί παράγοντες στην ευρύτερη περιοχή, πράγμα που εξάλλου έχει παραδεχθεί και ο ίδιος. Αυτή η ‘αδράνεια’ ωστόσο θέτει ένα μείζον δημοκρατικό ζήτημα, που δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι συγκρούεται κατάφορα με το λαϊκό αίσθημα της πόλης –και δεν εκφράζει καν ούτε τους ίδιους τους ψηφοφόρους του, καθώς ο ίδιος φροντίζει να την υποκρύπτει μέσα στην προεκλογική περίοδο· θέτει ένα βαθύτερο ζήτημα, καθώς καθιερώνει το προφίλ μιας ηγεσίας που πολιτεύεται στα όρια της συνταγματικής τάξης, των πιο σημαντικών της μάλιστα, θεμελίων όπως είναι η προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας. Δημιουργείται έτσι το εντελώς παράδοξο των εκπροσώπων μιας πολιτείας που δείχνουν να μην ενδιαφέρονται για την επιβίωση και την αναπαραγωγή τους, γεγονός που πλήττει όσο τίποτε άλλο το κύρος και την αξιοπιστία των ίδιων των θεσμών, τόσο στα μάτια των πολιτών όσο και στο εξωτερικό.
Ως προς αυτό, η διαχείριση της περίφημης «διπλωματίας των πόλεων» από την διοίκηση Μπουτάρη, κατά τις συνομιλίες για το ονοματολογικό, και την προπαρασκευή της Συμφωνίας των Πρεσπών, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας πολιτικής που βλέπει την εθνική κυριαρχία μάλλον ως βραχνά, παρά ως θεμέλιο και πρωταρχική προϋπόθεση της δημοκρατίας.
Το κόστος της τουριστικής πλειοδοσίας: Μια πόλη αφιλόξενη για τους ίδιους τους κατοίκους της
Το οικονομικό μοντέλο που προωθεί για την πόλη, επίσης, στηριγμένο στην ανεξέλεγκτη επέκταση του τουρισμού έχει ήδη εκδηλώσει τις αντιφάσεις του: Η Θεσσαλονίκη αρχίζει και γίνεται ‘Βενετία’, ‘Βαρκελώνη’ ή Παρίσι στο ότι το Airb’nb και η λοιπή σχετική με τον τουρισμό δραστηριότητα δημιουργεί ένα πλαίσιο ακρίβειας στις τιμές των ακινήτων, της εστίασης, στο κόστος ζωής γενικά, που λειτουργεί de facto ως οικονομικό και κοινωνικό άπαρτχαιντ εξοβελίζοντας τις λαϊκές τάξεις από το ιστορικό κέντρο. Την ίδια στιγμή, αρχίζει και κάνουν αισθητή την παρουσία τους και άλλα πλήγματα της καθημερινότητας που επιφέρει αλόγιστη τουριστική αξιοποίηση: Η τυραννία της πολυδιαφημιζόμενης πόλης που «ποτέ δεν κοιμάται», και η οποία καταδικάζει τους μόνιμους κατοίκους να ζουν σ’ ένα μόνιμο μαρτύριο ηχορρύπανσης, αισθητικής ρύπανσης, βίαιης μεταβολής των ρυθμών ζωής μιας πόλης καθώς οι επισκέπτες της γυρεύουν να εκβιάσουν άλλες εμπειρίες από εκείνες που είναι σε θέση να παρέχει η κανονικότητά της.
Η καθίζηση της τοπικής οικονομίας
Η υπερέμφαση στην τουριστική πολιτική και τα οφέλη της, που αγγίζει τα όρια της μονομανίας, αποκτάει προπαγανδιστικές διαστάσεις καθώς υποκρύπτει μέσα της την εγκατάλειψη των άλλων οικονομικών κλάδων στις ζοφερές τους προοπτικές. Η Θεσσαλονίκη δέχεται περίπου τον ίδιο αριθμό τουριστικών επισκέψεων όσο και η Ρόδος. Η πρώτη, ωστόσο, διατηρεί πληθυσμό ενός εκατομμυρίου, και η δεύτερη, εκατό χιλιάδων. Έτσι, η τουριστική μονοκαλλιέργεια αδυνατεί να απαντήσει στο βασανιστικό ερώτημα επιβίωσης μιας μεγάλης πόλης, όπως είναι η Θεσσαλονίκη –πόσο μάλλον όταν δεν συνδέεται με μια έξυπνη πολιτική ώστε ο τουρισμός να συμπαρασύρει την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής σε επίπεδο νομού, καθώς και της μεταποίησης. Το αναπτυξιακό αυτό σχέδιο βουλιάζει, καθώς ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης και ο Περιφερειάρχης είναι στα μαχαίρια υπηρετώντας την πατροπαράδοτη ανταγωνιστική μικροπολιτική.
Την ίδια στιγμή, ο παραγωγικός ιστός της πόλης έχει ενταφιαστεί και καμία πρωτοβουλία δεν έχει ληφθεί προκειμένου να σταματήσει η κατρακύλα. Παραγωγικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη Θεσσαλονίκη υπάρχουν, μερικές μάλιστα σημειώνουν αξιοσημείωτη επιτυχία κερδίζοντας σημαντικές θέσεις και στην διεθνή αλυσίδα της αξίας. Ούτε μια έρευνα δεν έχει γίνει ώστε να επισημανθούν οι δυναμικές που επιτρέπουν να υπάρξουν αυτές οι ελπιδοφόρες εξαιρέσεις, ούτε υπάρχει κάποια διάθεση από την πλευρά του Δήμου να μετατρέψουν την παρουσία του μεγαλύτερου πανεπιστημίου των Νοτίων Βαλκανίων στην πόλη σε αναπτυξιακό πλεονέκτημα.
Το αποτέλεσμα είναι στις νεώτερες γενιές να κυριαρχούν η ανεργία, οι ελαστικές μορφές απασχόλησης, η ετεροαπασχόληση, και βέβαια η φυγή του ανθρώπινου δυναμικού από αυτήν, αλλά και η δημογραφική κατάρρευση. Η πόλη τείνει να καταστεί γερασμένη, εικόνα και ομοίωση του Δημάρχου της…
Εξωστρέφεια ή μήπως αδιαφορία;
Η περίφημη εξωστρέφεια, την οποία συνεχώς επικαλείται, έχει καταντήσει να εκφράζει απλώς την αδιαφορία του για την εσωτερική κατάσταση της πόλης στις πτυχές της εκείνες που δεν αφορούν το διεθνές κύκλωμα των σελέμπριτι, βέβαια, αλλά κρίνουν την καθημερινότητα των κατοίκων της: Έτσι απ’ τις αλατιέρες που παγώνουν, μέχρι τα φρεάτια που βουλώνουν, τις κλειστές δημόσιες τουαλέτες, και από εκεί, στην κλυδωνιζόμενη καθαριότητα οι υποδομές έχουν αφεθεί να μαραζώσουν. Την ίδια δε στιγμή που ο Δήμαρχος και η διοίκησή του βραβεύεται από την Λε Μοντ, για την διαχείριση του προσφυγικού και του μεταναστευτικού, η ίδια η πραγματικότητα του ιστορικού κέντρου έρχεται να διασκεδάσει αυτήν την υποτιθέμενα μεγάλη επιτυχία, καθώς παντού εμφανίζονται οι ενδείξεις μιας παταγώδους αποτυχίας, καθώς πλατείες έχουν μεταβληθεί σε υπνωτήρια, και οι μαφίες σπεύδουν να καλύψουν το πραγματικό κενό διαχείρισης του προβλήματος που υπάρχει.
Κι ο κατάλογος, πραγματικά, δεν έχει τέλος: Ο πρώην πρωταθλητής του περιβαλλοντισμού δεν έχει παρά να επιδείξει μια ανύπαρκτη πολιτική για το πράσινο· η εμμονή του να θεωρεί ότι η επιχειρηματικότητα ταυτίζεται με τα μεγάλα συμφέροντα, έχει μεταβάλει το ελεγχόμενο σύστημα στάθμευσης σε σκληρό εισπρακτικό μηχανισμό εξαντλώντας μάλιστα την διαθεσιμότητα της δημοτικής αστυνομίας για χάρη των εσόδων της Ιντρακάτ· όσο για την περίφημη νοικοκυροσύνη του στα δημοσιονομικά και τα διοικητικά, έχει καταντήσει να παίρνει «ασφαλτοδάνεια» για την προεκλογική συντήρηση των δρόμων, και να σχεδιάζει μόλις λίγους μήνες πριν την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου μια διοικητική αναδιάρθρωση, προσπαθώντας να ιδιοποιηθεί την δημοτική γραφειοκρατία. Και ο κατάλογος δεν έχει τέλος: Αλόγιστη επέκταση τραπεζοκαθισμάτων και εγκατάλειψη του πεζού, εμπορευματοποίηση του δημόσιου χώρου –με κατ εξοχήν παράδειγμα την Νέα Παραλία–, ανυπαρξία πολιτικής για τα ΑΜΕΑ κ.ο.κ.
Και σαν να μην έφταναν μόνον αυτά, η πόλη σπαράσσεται και από προβλήματα για τα οποία δεν ευθύνεται ο ίδιος ο Δήμος Θεσσαλονίκης, όπως η κατάρρευση των μαζικών συγκοινωνιών και το κυκλοφοριακό, για τα οποία όμως δεν κάνει τίποτα ουσιαστικό αν και αφορούν άμεσα στην πόλη. Ακόμα, για παράδειγμα, και ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία που σε άλλες πόλεις της Ευρώπης χρησιμοποιούνται για τον εκσυγχρονισμό των μαζικών μεταφορών, εδώ απορροφώνται ως ‘ασφαλτοδάνεια’ για την συντήρηση της βιτρίνας ενόψει της προεκλογικής περιόδου, ενώ, η κυκλοφορία των κατοίκων μέσα στην πόλη αντιμετωπίζεται ως τριτοτέταρτο ζήτημα, καταδικασμένο να πέφτει θύμα της τουριστικής εμμονής που υπαγορεύει αλόγιστες πεζοδρομήσεις, και αναπλάσεις που λειτουργούν απλά ως έμμεσες επενδύσεις προς τους κτηματομεσίτες και το τουριστικό κεφάλαιο.
Η ανάδυση νέων κοινωνικών, πολιτικών και κοινωνικών διαιρέσεων
Αυτή η τρομακτική αντίθεση διακηρύξεων και πραγματικότητας σε κάθε επίπεδο, όχι μόνο καθιστά έωλη την επίφαση προοδευτισμού που επικαλείται ο δήμαρχος: Χειρότερα, την αντιστρέφει, καθώς οι συνέπειες από την πολιτική του πέφτουν στα κεφάλια της κοινωνικής πλειοψηφίας, και ταυτόχρονα ευνοούν μειοψηφικά κυκλώματα στην πόλη, τα οποία είναι δεμένα με τις διεθνοποιημένες δραστηριότητες της τοπικής οικονομίας που ο ίδιος υποστηρίζει. Σε αυτό το σημείο, όντως έχουμε να κάνουμε μ’ έναν εκσυγχρονισμό, καθώς η Θεσσαλονίκη αρχίζει και εμφανίζει τον τύπο των κοινωνικών διαχωρισμών, και των συνακόλουθων αποκλεισμών, που κυριαρχούν στο Παρίσι ή στο Λονδίνο, μεταξύ των ανερχόμενων παγκοσμιοποιημένων τάξεων, τους μποέμ μπουρζουάδες, και των ηττημένων της παγκοσμιοποίησης, που κατακρημνίζονται οικονομικά, στερούνται πολιτικής έκφρασης, βρίσκονται στο περιθώριο ακόμα και σε ό,τι αφορά στην ρητορική των εξουσιαζόντων. Ή χειρότερα, κατασυκοφαντούνται από αυτούς, μια πάγια τακτική και του Δημάρχου Θεσσαλονίκης, που πολύ συχνά διασύρει την κοινωνική πλειοψηφία αναφερόμενος αδιάκριτα σε «χωριάτες», «οπισθοδρομικούς», «σκοταδιστές» ή «φασίστες» –μια συμπεριφορά που έχει τα ελατήριά της σ’ έναν απίστευτο κοινωνικό δαρβινισμό.
Κατ εξοχήν αντιδραστικός, λοιπόν, ο Μπουτάρειος «εκσυγχρονισμός» για όλους αυτούς τους λόγους, και γι’ αυτό δεν θα μπορούσε παρά να πυροδοτεί αντανακλαστικά την ανάπτυξη των χειρότερων αντιδράσεων: Μήπως είναι τυχαίο που η Χρυσή Αυγή ισχυροποιήθηκε σ’ ένα 7% την ίδια ακριβώς περίοδο που τα ηνία της πόλης είχε ο συγκεκριμένος δήμαρχος; Όχι, γιατί αυτό έγινε μέσα στο κενό που δημιούργησε η απογείωση της τοπικής αρχής στα παγκόσμια κυκλώματα της εξουσίας, η συνακόλουθη άρνησή της να σκύψει πάνω απ’ τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, της τοπικής οικονομίας, την αντίθεσή της με την αγωνία ενός λαού που βλέπει την εθνική του αυτοδιάθεση να ψαλιδίζεται ουσιαστικά, καθώς πάει να κλείσει 200 χρόνια ελεύθερου μα και πολιορκημένου βίου.
Η εχθροπάθεια των νέων ελίτ απέναντι στην κοινωνική πλειοψηφία, την ύπαρξη της οποίας αυτοί, οι global, οι πλέοντες σε πελάγη της κοσμοπολίτικης ευτυχίας τείνουν να θεωρήσουν μάλλον περιττή, επιστρέφεται με αυτόν τον τρόπο ως απόλυτη εχθροπάθεια ενάντιά τους, δίνει έκφραση στα χειρότερα πολιτικά ένστικτα, γιατί ακριβώς έχει εγκαταλειφθεί από τους υπολοίπους στις σκοτεινές της τύχες.
Το νέο πολιτικό τοπίο και η ανάγκη δημιουργικών απαντήσεων
Αυτή η νέα διαίρεση που κατατρώγει τα σπλάχνα της πόλης, και είναι ταυτόχρονα πολιτική, κοινωνική, αλλά και πολιτιστική –γιατί οι ανερχόμενες ελίτ θεωρούν την εθνική της ιδιοπροσωπία ένα είδος τοξικού απόβλητου που πρέπει βαθιά να ενταφιαστεί– είναι το πιο τρανταχτό αποτέλεσμα των δυο θητειών Μπουτάρη. Θέλοντας και μη θα αποτελέσει επίκεντρο στην ατζέντα των επερχόμενων τοπικοαυτοδιοικητικών εκλογών. Το ρήγμα αυτό γυρεύει την αντιμετώπισή του, και έχει γίνει ήδη αισθητό στο αυτοδιοικητικό τοπίο της πόλης ενόψει των εκλογών του 2019: Εμφανίζεται μέχρι τα τώρα με το πρόσωπο της πολυδιάπασης και του πληθωρισμού των δραστηριοτήτων, καθώς καταπώς φαίνεται υπό το βάρος της πολιτικής που ακολούθησε στην δεύτερη θητεία του, η παράταξη του Μπουτάρη διαλύεται στα εξ ων συνετέθη, και την ίδια στιγμή, η Δεξιά παράταξη εμφανίζεται αποπροσανατολισμένη, μια σύγχυση που οφείλεται στην ουσιαστική αμφιθυμία με την οποία αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει την πολιτική του Δημάρχου. Και υπάρχουν επίσης, πάμπολλες υποψηφιότητες που κινητοποιήθηκαν ακριβώς γιατί διαισθάνονται την ύπαρξη του κενού που δημιουργεί αυτό το ρήγμα, και σπεύδουν φιλοδοξώντας να το καλύψουν.
Η πολιτική έχει αλλάξει όμως ριζικά φυσιογνωμία και χαρακτήρα στην μεταμνημονιακή Ελλάδα, κάτι που αξίζει να θίξουμε βαδίζοντας σιγά σιγά προς το τέλος αυτής της συνοπτικής ‘χαρτογράφησης’ του τοπικού πολιτικού τοπίου. Η γενική καθίζηση που χαρακτηρίζει στην χώρα εκδηλώνεται σε αυτό με μια γενικευμένη ανημποριά, απ’ την αποτελεσματικότητα των θεσμών, μέχρι την λειτουργία των κομμάτων, και από εκεί στην ίδια την δυναμική της κοινωνίας, στην δυνατότητά της να προκαλέσει μιαν ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού. Η ανημποριά αυτή, είτε γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης για την ιδιοποίηση της ίδιας της πολιτικής από παράγοντες εξωθεσμικούς, ανερχόμενους ολιγάρχες, τις πρεσβείες, που αυτονομούνται και γυρεύουν να ελέγξουν το πολιτικό παιχνίδι· είτε πάλι, εκτονώνεται μέσω της καταφυγής σε μια εύκολη δημαγωγία απλώς την εξορκίζει ρητορικά.
Και στις δυο περιπτώσεις, οι συνθήκες ώστε να υπάρξει μια δημιουργική και θετική απάντηση στην κρίση της Θεσσαλονίκης, που κλυδωνίζεται, δυσχεραίνουν. Δεν την καταστούν, όμως, ανέφικτη.
Για το «Μένουμε Θεσσαλονίκη», το στοίχημα της επόμενης περιόδου, που δυστυχώς έλαβε τον χαρακτήρα μιας παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, έγκειται στο να υπερβούμε αυτήν την διελκυστίνδα διατυπώνοντας όρους μιας τοπικής στρατηγικής για την ολική ανασυγκρότηση της πόλης, αλλά και να προσανατολίσουμε την προεκλογική ατζέντα ακριβώς σε αυτά τα προβλήματα, μακριά από τις επικοινωνιακές κατασκευές που φιλοδοξούν να πετάξουν την μπάλα των επερχόμενων εκλογών στην εξέδρα του κατεστημένου…