Ο ελληνικός στρατός βρίσκεται στη Μακεδονία προσπαθώντας να διώξει τους Βούλγαρους.
Λίγες ημέρες μετά την μεγάλη νίκη του Λαχανά και του Κιλκίς ένα μικρό απόσπασμα του ελληνικού ιππικού περιπολούσε στην περιοχή.
Επί κεφαλής του αποσπάσματος ήταν ένας αξιωματικός και ένας λοχίας.
Κάποια στιγμή η περίπολος έφθασε σε ένα αγροτικό σπίτι που γύρω του βρισκόταν ψηλές λεύκες.
Μπροστά στη πόρτα του σπιτιού καθόταν ένα αγόρι περίπου 12 ετών.
Το αγόρι είχε ένα μαχαίρι στα χέρια του και προσπαθούσε να φτιάξει ένα ραβδί.
Ήτανε μοναχό του, το σπίτι έρημο. Οι χωρικοί είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους από τον φόβο των Βουλγάρων. Αλλά πριν φύγουν είχαν υψώσει στα σπίτια τους την ελληνική σημαία.
Το αγόρι μόλις είδε τους ιππείς πέταξε την ράβδο του και φόρεσε το σκουφί του.
Ήταν ένα όμορφο παιδί, με ξανθά μαλλιά και μεγάλα γαλανά μάτια.
- Τι κάνεις εδώ ; το ρώτησε ο αξιωματικός.
- Γιατί δεν έφυγες με την οικογένεια σου;
- Δεν έχω οικογένεια, αποκρίθηκε το παιδί.
- Είδες τους Βούλγαρους, ρώτησε ο αξιωματικός.
- Έχουν τρεις ημέρες να φανούν.
Ο αξιωματικός κατέβηκε από το άλογο του, εισήλθε στο σπίτι και ανέβηκε στην σκεπή για να επιθεωρήσει την περιοχή.
Αλλά η σκεπή ήταν χαμηλή και δεν μπορούσε να δει τίποτα.
- Πρέπει να ανέβει κάποιος σε κάνα ψηλό δέντρο, είπε ο αξιωματικός και κατέβηκε από την σκεπή.
Έξω από το σπίτι ήταν μια λεύκη, ψηλή στον ουρανό. Ο αξιωματικός κοίταξε μια την λεύκη, μια τους στρατιώτες.
Ξαφνικά γύρισε προς το αγόρι και το ρώτησε:
- Έχεις καλά μάτια μικρέ ;
- Εγώ ; απάντησε το αγόρι. Εγώ βλέπω σ’ ένα μίλι μακριά !
- Μπορείς να ανέβεις στη κορυφή του δέντρου;
- Στη κορυφή του δέντρου, εγώ; Σε μισό λεπτο είμαι επάνω.
- Και θα μπορέσεις να μου πεις τι βλέπεις από εκεί επάνω; Αν φαίνονται Βούλγαροι στρατιώτες, σύννεφα σκόνης, άλογα ή όπλα να λάμπουν στον ήλιο ;
- Βέβαια μπορώ!
- Τι θέλεις για να το κάνεις ;
- Τι θέλω ; απάντησε με γέλια το παιδί. Τίποτα ! Αν μου το ζητούσαν οι Βούλγαροι δεν θα το έκανα για τίποτα. Αλλά για εμάς… Είμαι Έλληνας! Δεν θέλω τίποτα.
- Θέλω να προσέχεις! … φώναξε ο αξιωματικός.
Ο μικρός τον κοίταξε με τα γαλανά του μάτια με απορία και με δυο τρεις κινήσεις σκαρφάλωσε στο δέντρο και βρέθηκε στην κορυφή του.
Αλλά το σώμα του ήταν ακάλυπτο και οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν στα ξανθά του μαλλιά που από μακριά φαινόταν σαν χρυσά.
Από κάτω ο αξιωματικός μετά δυσκολίας ξεχώριζε το αγόρι μέσα από τα κλαδιά.
- Κοίτα μπροστά σου μακριά και πες μου τι βλέπεις, του φώναξε ο αξιωματικός.
- Δυο καβαλαραίους στο δρόμο, στα χίλια βήματα περίπου, σταματημένους.
- Τι άλλο βλέπεις ; κοίταξε δεξιά !
Το παιδί κοίταξε δεξιά και φώναξε:
- Κοντά στο νεκροταφείο, ανάμεσα στα δέντρα κάτι λάμπει, σαν να είναι λόγχες.
- Ανθρώπους βλέπεις ;
- Όχι. Θα είναι κρυμμένοι στα στάχυα.
Την στιγμή εκείνη οξύ σφύριγμα διέσχισε ψηλά τον αέρα και έσβησε μακριά πίσω από το σπίτι.
- Κατέβα μικρέ, φώναξε ο αξιωματικός. Σε είδαν. Δεν μου χρειάζεται τίποτα άλλο. Κατέβα.
- Δεν φοβάμαι, απάντησε το παιδί.
- Κατέβα… σου λέω!
- Μια στιγμή… Εκεί κάτω δεξιά, βλέπω…
Εκείνη τη στιγμή άλλο σφύριγμα πιο δυνατό και χαμηλώτερα από το πρώτο διέσχισε τον αέρα. Το παιδί τρόμαξε.
- Θεέ μου ! είπε. Τα έχουν βάλει μαζί μου στ’ αλήθεια.
Η σφαίρα είχε περάσει πολύ κοντά του.
- Κατεβαίνω, φώναξε το παιδί, αλλά το δέντρο με κρύβει, μη φοβάστε ! Θέλετε να σας πω τι βλέπω αριστερά ;
- Αριστερά ; ναι.. αλλά κατέβα.
-Αριστερά θαρρώ πως διακρίνω κοντα στην εκκλησία…
Τρίτο σφύριγμα ακούστηκε και το παιδί έπεσε από την κορυφή στα κλαδιά και μετά κάτω στο έδαφος.
Το παιδί είχε πέσει ανάσκελα και από το στήθος του αριστερά έτρεχε αίμα.
Ο λοχίας και δυο στρατιώτες πήδησαν κάτω από τα άλογα, ενώ ο αξιωματικός άνοιξε το πουκάμισο του παιδιού. Η σφαίρα το είχε βρει στον αριστερό πνεύμονα.
- Πέθανε ! είπε ο αξιωματικός.
- Όχι ζει, απάντησε ο λοχίας.
- Α, το καημένο παιδί, το γενναίο παιδί ! Θάρρος μικρέ μου !
Αλλά ενώ έλεγε «θάρρος» και έσφιγγε το μαντήλι του στην πληγή, το παιδί έστρεψε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του μπροστά. Είχε πεθάνει…
Όλοι πάγωσαν.
- Κακόμοιρο και γενναίο παιδί, φώναξε θλιμμένος ο αξιωματικός.
Έπειτα πήγε προς το σπίτι, ξεκρέμασε την ελληνική σημαία που βρισκόταν κοντά στο παράθυρο και με αυτή σκέπασε το μικρό παιδί. Το κεφάλι του το άφησε ασκέπαστο.
Ο λοχίας μάζεψε τα πράγματα του αγοριού, το μαχαίρι του, τον σκούφο του και τα έβαλε κοντά του.
- Να στείλουμε τους νοσοκόμους να τον πάρουν, πέθανε σαν στρατιώτης, να θαφτεί από στρατιώτες.
Αφού είπε αυτά, έστειλε με το χέρι ασπασμό προς το νεκρό αγόρι και διέταξε:
- Επί των ίππων !
Ίππευσαν και απομακρύνθηκαν.
Μετά από λίγες ώρες ο μικρός νεκρός ελάμβανε στρατιωτικές τιμές…
Πριν δύση ο ήλιος, ο ελληνικός στρατός βάδιζε εναντίον του εχθρού.
Η είδηση του θανάτου του παιδιού είχε διαδοθεί σε όλο το στράτευμα.
Όταν οι πρώτοι αξιωματικοί είδαν το μικρό πτώμα σκεπασμένο με την ελληνική σημαία χαμήλωσαν τα ξίφη τους προς χαιρετισμό και ένας από αυτούς έκοψε λίγα άνθη από την κοίτη ενός ρυακιού και τα εναπόθεσε στο σώμα του μικρού αγοριού. Επίσης όλοι όσοι διέρχοταν από εκεί έκαναν το ίδιο.
Μέσα σε λίγα λεπτά ο μικρός νεκρός είχε σκεπαστεί από λουλούδια και όλοι τον χαιρετούσαν:
- Μπράβο, μικρέ Μακεδόνα! Μπράβο, ξανθό παλικάρι !
Ένας αξιωματικός έβγαλε το παράσημο του από το στήθος του και το τοποθέτησε πάνω στο παιδί. Ένας άλλος φίλησε το κρύο μέτωπο του…
Τα άνθη έλουζαν το σώμα του, το ματωμένο του στήθος, τα ξανθά του μαλλιά.
Και αυτό κοιμόταν, ξαπλωμένο πάνω στα χόρτα, τυλιγμένο με την ελληνική σημαία, με το πρόσωπο χλωμό και σχεδόν γελαστό, σαν να καταλάβαινε τις τιμές που του προσφέρανε γιατί έδωσε την ζωή του για την αγαπημένη του Μακεδονία.
Γ. Α. Μέγας (Διασκευή)
Επί κεφαλής του αποσπάσματος ήταν ένας αξιωματικός και ένας λοχίας.
Κάποια στιγμή η περίπολος έφθασε σε ένα αγροτικό σπίτι που γύρω του βρισκόταν ψηλές λεύκες.
Μπροστά στη πόρτα του σπιτιού καθόταν ένα αγόρι περίπου 12 ετών.
Το αγόρι είχε ένα μαχαίρι στα χέρια του και προσπαθούσε να φτιάξει ένα ραβδί.
Ήτανε μοναχό του, το σπίτι έρημο. Οι χωρικοί είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους από τον φόβο των Βουλγάρων. Αλλά πριν φύγουν είχαν υψώσει στα σπίτια τους την ελληνική σημαία.
Το αγόρι μόλις είδε τους ιππείς πέταξε την ράβδο του και φόρεσε το σκουφί του.
Ήταν ένα όμορφο παιδί, με ξανθά μαλλιά και μεγάλα γαλανά μάτια.
- Τι κάνεις εδώ ; το ρώτησε ο αξιωματικός.
- Γιατί δεν έφυγες με την οικογένεια σου;
- Δεν έχω οικογένεια, αποκρίθηκε το παιδί.
- Είδες τους Βούλγαρους, ρώτησε ο αξιωματικός.
- Έχουν τρεις ημέρες να φανούν.
Ο αξιωματικός κατέβηκε από το άλογο του, εισήλθε στο σπίτι και ανέβηκε στην σκεπή για να επιθεωρήσει την περιοχή.
Αλλά η σκεπή ήταν χαμηλή και δεν μπορούσε να δει τίποτα.
- Πρέπει να ανέβει κάποιος σε κάνα ψηλό δέντρο, είπε ο αξιωματικός και κατέβηκε από την σκεπή.
Έξω από το σπίτι ήταν μια λεύκη, ψηλή στον ουρανό. Ο αξιωματικός κοίταξε μια την λεύκη, μια τους στρατιώτες.
Ξαφνικά γύρισε προς το αγόρι και το ρώτησε:
- Έχεις καλά μάτια μικρέ ;
- Εγώ ; απάντησε το αγόρι. Εγώ βλέπω σ’ ένα μίλι μακριά !
- Μπορείς να ανέβεις στη κορυφή του δέντρου;
- Στη κορυφή του δέντρου, εγώ; Σε μισό λεπτο είμαι επάνω.
- Και θα μπορέσεις να μου πεις τι βλέπεις από εκεί επάνω; Αν φαίνονται Βούλγαροι στρατιώτες, σύννεφα σκόνης, άλογα ή όπλα να λάμπουν στον ήλιο ;
- Βέβαια μπορώ!
- Τι θέλεις για να το κάνεις ;
- Τι θέλω ; απάντησε με γέλια το παιδί. Τίποτα ! Αν μου το ζητούσαν οι Βούλγαροι δεν θα το έκανα για τίποτα. Αλλά για εμάς… Είμαι Έλληνας! Δεν θέλω τίποτα.
- Θέλω να προσέχεις! … φώναξε ο αξιωματικός.
Ο μικρός τον κοίταξε με τα γαλανά του μάτια με απορία και με δυο τρεις κινήσεις σκαρφάλωσε στο δέντρο και βρέθηκε στην κορυφή του.
Αλλά το σώμα του ήταν ακάλυπτο και οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν στα ξανθά του μαλλιά που από μακριά φαινόταν σαν χρυσά.
Από κάτω ο αξιωματικός μετά δυσκολίας ξεχώριζε το αγόρι μέσα από τα κλαδιά.
- Κοίτα μπροστά σου μακριά και πες μου τι βλέπεις, του φώναξε ο αξιωματικός.
- Δυο καβαλαραίους στο δρόμο, στα χίλια βήματα περίπου, σταματημένους.
- Τι άλλο βλέπεις ; κοίταξε δεξιά !
Το παιδί κοίταξε δεξιά και φώναξε:
- Κοντά στο νεκροταφείο, ανάμεσα στα δέντρα κάτι λάμπει, σαν να είναι λόγχες.
- Ανθρώπους βλέπεις ;
- Όχι. Θα είναι κρυμμένοι στα στάχυα.
Την στιγμή εκείνη οξύ σφύριγμα διέσχισε ψηλά τον αέρα και έσβησε μακριά πίσω από το σπίτι.
- Κατέβα μικρέ, φώναξε ο αξιωματικός. Σε είδαν. Δεν μου χρειάζεται τίποτα άλλο. Κατέβα.
- Δεν φοβάμαι, απάντησε το παιδί.
- Κατέβα… σου λέω!
- Μια στιγμή… Εκεί κάτω δεξιά, βλέπω…
Εκείνη τη στιγμή άλλο σφύριγμα πιο δυνατό και χαμηλώτερα από το πρώτο διέσχισε τον αέρα. Το παιδί τρόμαξε.
- Θεέ μου ! είπε. Τα έχουν βάλει μαζί μου στ’ αλήθεια.
Η σφαίρα είχε περάσει πολύ κοντά του.
- Κατεβαίνω, φώναξε το παιδί, αλλά το δέντρο με κρύβει, μη φοβάστε ! Θέλετε να σας πω τι βλέπω αριστερά ;
- Αριστερά ; ναι.. αλλά κατέβα.
-Αριστερά θαρρώ πως διακρίνω κοντα στην εκκλησία…
Τρίτο σφύριγμα ακούστηκε και το παιδί έπεσε από την κορυφή στα κλαδιά και μετά κάτω στο έδαφος.
Το παιδί είχε πέσει ανάσκελα και από το στήθος του αριστερά έτρεχε αίμα.
Ο λοχίας και δυο στρατιώτες πήδησαν κάτω από τα άλογα, ενώ ο αξιωματικός άνοιξε το πουκάμισο του παιδιού. Η σφαίρα το είχε βρει στον αριστερό πνεύμονα.
- Πέθανε ! είπε ο αξιωματικός.
- Όχι ζει, απάντησε ο λοχίας.
- Α, το καημένο παιδί, το γενναίο παιδί ! Θάρρος μικρέ μου !
Αλλά ενώ έλεγε «θάρρος» και έσφιγγε το μαντήλι του στην πληγή, το παιδί έστρεψε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του μπροστά. Είχε πεθάνει…
Όλοι πάγωσαν.
- Κακόμοιρο και γενναίο παιδί, φώναξε θλιμμένος ο αξιωματικός.
Έπειτα πήγε προς το σπίτι, ξεκρέμασε την ελληνική σημαία που βρισκόταν κοντά στο παράθυρο και με αυτή σκέπασε το μικρό παιδί. Το κεφάλι του το άφησε ασκέπαστο.
Ο λοχίας μάζεψε τα πράγματα του αγοριού, το μαχαίρι του, τον σκούφο του και τα έβαλε κοντά του.
- Να στείλουμε τους νοσοκόμους να τον πάρουν, πέθανε σαν στρατιώτης, να θαφτεί από στρατιώτες.
Αφού είπε αυτά, έστειλε με το χέρι ασπασμό προς το νεκρό αγόρι και διέταξε:
- Επί των ίππων !
Ίππευσαν και απομακρύνθηκαν.
Μετά από λίγες ώρες ο μικρός νεκρός ελάμβανε στρατιωτικές τιμές…
Πριν δύση ο ήλιος, ο ελληνικός στρατός βάδιζε εναντίον του εχθρού.
Η είδηση του θανάτου του παιδιού είχε διαδοθεί σε όλο το στράτευμα.
Όταν οι πρώτοι αξιωματικοί είδαν το μικρό πτώμα σκεπασμένο με την ελληνική σημαία χαμήλωσαν τα ξίφη τους προς χαιρετισμό και ένας από αυτούς έκοψε λίγα άνθη από την κοίτη ενός ρυακιού και τα εναπόθεσε στο σώμα του μικρού αγοριού. Επίσης όλοι όσοι διέρχοταν από εκεί έκαναν το ίδιο.
Μέσα σε λίγα λεπτά ο μικρός νεκρός είχε σκεπαστεί από λουλούδια και όλοι τον χαιρετούσαν:
- Μπράβο, μικρέ Μακεδόνα! Μπράβο, ξανθό παλικάρι !
Ένας αξιωματικός έβγαλε το παράσημο του από το στήθος του και το τοποθέτησε πάνω στο παιδί. Ένας άλλος φίλησε το κρύο μέτωπο του…
Τα άνθη έλουζαν το σώμα του, το ματωμένο του στήθος, τα ξανθά του μαλλιά.
Και αυτό κοιμόταν, ξαπλωμένο πάνω στα χόρτα, τυλιγμένο με την ελληνική σημαία, με το πρόσωπο χλωμό και σχεδόν γελαστό, σαν να καταλάβαινε τις τιμές που του προσφέρανε γιατί έδωσε την ζωή του για την αγαπημένη του Μακεδονία.
Γ. Α. Μέγας (Διασκευή)