«Το χέρι, η γλώσσα, ιδού η ανθρωπότητα», Vendryes (Γάλλος γλωσσολόγος).
Πραγματικά, όλες οι μορφές του πολιτισμού στρέφονται γύρω από αυτούς τους δυο πόλους υπεροχής, που ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα. Με τα δυο αυτά όργανα ο άνθρωπος πραγματοποίησε τα αποφασιστικά βήματά του στον τραχύ ανήφορο του πολιτισμού. Είναι οι δυο βασικοί συντελεστές του ανθρώπινου πολιτισμού και ανάμεσα στο χέρι και το λόγο είναι αναμφισβήτητη η υπεροχή του δεύτερου. Το χέρι το χρησιμοποιούν και άλλα ζώα, π.χ. για την αναζήτηση της τροφής, αλλά το γλωσσικό όργανο είναι απαραίτητο για τη συνεννόηση, τη συνεργασία, τη μετάδοση της πείρας και των γνώσεων από άτομο σε άτομο, από γενιά σε γενιά, αποθησαυρίζοντας αυτά τα τελευταία με τη γραφή.
Η δημιουργία της γλώσσας προϋποθέτει φυσικά την ανάπτυξη της εγκεφαλικής λειτουργίας, αλλά και η γλώσσα με την πρόοδο της ανάπτυξής της συνέβαλλε και αυτή στην τελειοποίηση της εγκεφαλικής λειτουργίας με τη σαφή διαστολή και περιχαράκωση των ρευστών εννοιών και με την κυκλοφορία των ιδεών και σκέψεων ανάμεσα στα μέλη των ανθρώπινων ομάδων.
Η γλώσσα, ως αυτενέργεια για κάθε άτομο χωριστά είναι φαινόμενο ψυχοφυσιολογικό, ως μέσο για τη συνεννόηση και την προαγωγή του βίου είναι φαινόμενο κοινωνικό, ως παράδοση μέσα στη διαδοχή των ανθρώπινων γενεών είναι φαινόμενο ιστορικό. Αλλά η εξέταση της γλώσσας, ως φαινόμενο της ανθρώπινης ζωής, δεν γίνεται κομματιασμένα σε κάθε κλάδο χωριστά. Είναι ανάγκη η γλώσσα να εξετάζεται καθ’ εαυτήν και στο σύνολό της. Γι’ αυτό στους νεότερους χρόνους η σπουδή των γλωσσών υψώθηκε σε επιστήμη αυτοτελή με τη δημιουργία στενότερων γλωσσολογικών ειδικοτήτων: Γραμματική, Σημασιολογία, Συγκριτική Γλωσσολογία κλπ.
Επιπλέον, η χρησιμότητα της γλωσσικής επιστήμης απλώνεται σε όλους τους τομείς του ανθρώπινου βίου λόγω του ότι δεν υπάρχει μορφή της ζωής μας που να μην επηρεάζεται λίγο ή πολύ από τον ανθρώπινο λόγο. Ένας από αυτούς τους τομείς είναι η εθνική ιστορία των λαών. Η γλώσσα που κάθε λαός έχει διαμορφώσει ήταν και είναι ο άξονας που γύρω του στρέφεται ο εθνικός βίος. Οι ιστορικοί λαοί έζησαν και κινήθηκαν στο στίβο της ιστορίας προπαντός ως ομόγλωσσες ομάδες. Βέβαια, κάθε λαός μπορεί να έχει και λίγους αλλόφυλους ομόγλωσσους ή ομόφυλους αλλόγλωσσους, χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει τη συνολική ταύτιση της εθνικής φυσιογνωμίας με τη γλωσσική. Στην ιστορία υπήρξαν και ομάδες λαών που παρορμήθηκαν σε κοινή δράση από ελατήρια θρησκευτικά ή κοινά οικονομικά συμφέροντα. Αλλά οι συνασπισμοί αυτοί ήταν βραχύβιοι και κάθε τμήμα τους ξαναγύρισε στη γλωσσική του ενότητα. Θυμίζουμε από τη νεότερη ιστορία τα εθνολιγικά μωσαϊκά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστρουγγαρίας.
Ολόκληρη η ελληνική ιστορία είναι πορεία ενός ομόγλωσσου συνόλου μέσα στο χρόνο. Πριν δώσουν στη λέξη βάρβαρος την έννοια «απολίτιστος», τη χρησιμοποιούσαν με τη σημασία αλλόγλωσσος και οι λέξεις αλλόγλωσσος και άγλωσσος ήταν συνώνυμες με το αλλοεθνής, ενώ η λέξη ομόφωνος ισοδύναμη με το ομοεθνής. Σε περίπτωση που ο Ασιάτης απειλεί τη μητροπολιτική Ελλάδα ή τον αποικιακό ελληνισμό, είναι κοινός εχθρός για όλα τα ελληνόγλωσσα φύλα και θεωρούσαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ότι στρεφόταν εναντίον όλων τους. Γι’ αυτό και την ώρα του μεγάλου κινδύνου ο διαιρεμένος ελληνικός κόσμος συνασπίζεται και παρατάσσεται μπροστά στον κοινό εχθρό. Οι Έλληνες καταλαβαίνουν ότι σαν ενότητα απειλούνται. Η κοινή γλώσσα και όχι το κοινό πολίτευμα ή ο κοινός τρόπος ζωής συνέδεε τους αρχαίους Μακεδόνες με το νοτιότερο ελληνισμό και τους έκανε να αισθάνονται τον εαυτό τους ως φυσικό πρόμαχο των άλλων Ελλήνων απέναντι στους αλλόγλωσσους. Η ομογλωσσία με τους άλλους Έλληνες οδήγησε τους βασιλείς της Μακεδονίας να κηρύξουν επίσημη γλώσσα του κράτους τους την αττική διάλεκτο, να αναλάβουν έπειτα την πολιτική ηγεσία των ελληνικών πόλεων και να οδηγήσουν τους Έλληνες, έστω και πλην Λακεδαιμονίων, στην πανελλήνια εκστρατεία εναντίον των Περσών.