Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Δεκέμβρης 1944: ταξική πάλη του λαού κατά της βρετανικής αυτοκρατορίας και της ελληνικής πλουτοκρατίας


Η ένοπλη ταξική σύγκρουση του Δεκέμβρη 1944, των δυνάμεων του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ που μάχονταν ενάντια στα βρετανικά στρατεύματα...

και τις εγχώριες αστικές δυνάμεις, υπήρξε μια αντικειμενική και αναπόφευκτη, κρίσιμη και κορυφαία έκφραση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας, σε συνθήκες που εκ των πραγμάτων είχε τεθεί επί τάπητος το «ποιος - ποιον», δηλαδή, το ζήτημα της εξουσίας.

Μετά από μάχες 33 ημερών στην Αθήνα και τον Πειραιά, οι δυνάμεις του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ νικήθηκαν, αν και μπορούσαν να είχαν νικήσει κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Στην αρνητική έκβαση της σύγκρουσης συντέλεσαν μια σειρά από παράγοντες σε στρατιωτικό επίπεδο, όπως η μη έγκαιρη συγκέντρωση δυνάμεων στην πρωτεύουσα (το επίκεντρο των μαχών), η μη γενίκευση των μαχών στην υπόλοιπη Ελλάδα, η καθυστερημένη εμπλοκή του ΕΛΑΣ με τα βρετανικά στρατεύματα, η αξιοποίηση των κύριων και πλέον αξιόμαχων μονάδων του ΕΛΑΣ, υπό τον Αρη Βελουχιώτη, σε δευτερεύουσας σημασίας στόχους (εναντίον του Ζέρβα στην Ηπειρο), κ.ά.

Τα βαθύτερα όμως αίτια της αρνητικής έκβασης της σύγκρουσης (που είχαν αντανάκλαση και σε στρατιωτικό επίπεδο) είχαν τις ρίζες τους στη στρατηγική του Κόμματος. Αντί από τις πρώτες κιόλας μέρες της απελευθέρωσης να θέσει στην ημερήσια διάταξη την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας, έθεσε σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης ως στόχο τη συμβολή του στη λεγόμενη «ομαλή δημοκρατική εξέλιξη». Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ο υπάρχων συσχετισμός δυνάμεων ήταν σαφώς υπέρ του ΕΑΜικού κινήματος και σε βάρος των αστικών πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων.


Είχαν προηγηθεί οι απαράδεκτες Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, με τις οποίες το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν συναινέσει και εφαρμόσει την ολέθρια γραμμή της αντιφασιστικής εθνικής ενότητας. Το αποτέλεσμα ήταν η συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Παπανδρέου, με έξι υπουργούς και υφυπουργούς. Ανάμεσα σε αυτά που είχαν συμφωνηθεί περιλαμβανόταν και η διάλυση όλων των αντάρτικων ένοπλων οργανώσεων και άλλων στρατιωτικών σχηματισμών, στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός «εθνικού στρατού».

Κατά παράβαση των συμφωνιών, η διαταγή διάλυσης των στρατιωτικών σχηματισμών δεν περιελάμβανε την Ορεινή Ταξιαρχία και τον Ιερό Λόχο, συνολικής δύναμης 4.500 ανδρών, που γίνονταν πολύ περισσότεροι με την πρόσθεση της Χωροφυλακής, της Αστυνομίας κι άλλων ένοπλων αστικών δυνάμεων. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε την αιτία των γεγονότων που ακολούθησαν.

Η μάχη του Δεκέμβρη έλαβε το χαρακτήρα της άμυνας απέναντι στην αστική επιθετικότητα. Η ένοπλη λαϊκή δύναμη χρησιμοποιήθηκε τελικά μόνο ως μέσο πίεσης για έναν «έντιμο συμβιβασμό».

Προετοιμασια

Στις 30 Νοέμβρη ο πρωθυπουργός Παπανδρέου και ο Βρετανός στρατηγός Σκόμπι απαίτησαν τελεσιγραφικά τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής.

Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ αρνήθηκαν να υποκύψουν στους αστικούς εκβιασμούς. Οπως τόνισε ο Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ Γ. Σιάντος απευθυνόμενος στην ΚΕ του ΕΑΜ την 1η Δεκέμβρη: «Αν τώρα τολμήσουν δυναμικές λύσεις, φανταστείτε τι θα τολμήσουν μεθαύριο, στην περίπτωση που θ' αποστρατευόταν ο ΕΛΑΣ...». Την ίδια μέρα οι υπουργοί του ΕΑΜ παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ενώ ο ΕΛΑΣ τέθηκε σε επιφυλακή.

Από την άλλη μεριά, ο ταξικός αντίπαλος είχε ήδη αρχίσει να κινείται, με την Ορεινή Ταξιαρχία να ακροβολίζεται στους λόφους του Υμηττού, νέες βρετανικές δυνάμεις να αποβιβάζονται στο Φάληρο και τον Ζέρβα να μεταβαίνει στην Ηπειρο όπου βρισκόταν ο κύριος όγκος του ΕΔΕΣ. Στις 2 Δεκέμβρη το υπουργικό συμβούλιο - δίχως πλέον τους αντιπροσώπους του ΕΑΜ - υπέγραψε τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και κήρυξε γενική επιστράτευση.

Στις 3 Δεκέμβρη μια πραγματική λαοθάλασσα κατέκλυσε το Σύνταγμα σε διαμαρτυρία, ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα του ΕΑΜ. Δυνάμεις της αστυνομίας υπό τον Α. Εβερτ άνοιξαν πυρ αιματοκυλώντας το άοπλο πλήθος: 21 νεκροί, 140 τραυματίες. Η δολοφονική επίθεση επαναλήφθηκε και την επόμενη μέρα, στην κηδεία των θυμάτων, με αποτέλεσμα το θάνατο 40 και τον τραυματισμό 70 ακόμη αγωνιστών. Ο ΕΛΑΣ κινητοποιήθηκε για τον αφοπλισμό της αστυνομίας και της χωροφυλακής, μην προχωρώντας όμως σε αποφασιστικό χτύπημα των αστικών δυνάμεων στην πρωτεύουσα και αποφεύγοντας προσωρινά την εμπλοκή με τους Βρετανούς.

Οι αντίπαλες δυνάμεις

Στην αρχική φάση των μαχών σε Αθήνα και Πειραιά ο ΕΛΑΣ παρέταξε το Α' Σώμα Στρατού (την 1η και 2η Ταξιαρχία Αθηνών με 4 Συντάγματα, το 5οΑνεξάρτητο Σύνταγμα Περιχώρων και το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Πειραιά), καθώς και τη 2η Μεραρχία (Αττικοβοιωτίας). Σύνολο: 10.350 μαχητές. Στην πορεία οι δυνάμεις αυτές ενισχύθηκαν με μονάδες του ΕΛΑΣ που κινητοποιήθηκαν από τις γύρω περιοχές ξεπερνώντας τις 16.000. Ο οπλισμός τους ήταν περιορισμένος, ελαφρύς και προερχόταν κυρίως από «λάφυρα» του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

Οι αστικές δυνάμεις αποτελούνταν αρχικά από την Ορεινή Ταξιαρχία, τη Χωροφυλακή, την Αστυνομία Πόλεων, τα Τάγματα Εθνοφυλακής, την «Χ», τον ΕΔΕΣ Αθήνας και τους ταγματασφαλίτες που στρατωνίζονταν στου Γουδή. Σύνολο: 11.000 άνδρες. Σε αυτούς προστέθηκαν στη συνέχεια άλλοι 12.000 ταγματασφαλίτες (που η κυβέρνηση συγκέντρωσε στην πρωτεύουσα από διάφορα σημεία της χώρας και τους επανεξόπλισε) καθώς και σημαντικές βρετανικές δυνάμεις, που σταδιακά έφτασαν τις 60.000 άνδρες. Η αστική πλευρά διέθετε άφθονο και βαρύ οπλισμό, συνεπικουρούμενο από πυροβολικό, άρματα μάχης, αεροπορία και τη δύναμη πυρός του βρετανικού στόλου.

Η εξέλιξη των μαχών


Παρά τις όποιες ταλαντεύσεις και την απώλεια του αξιόμαχου 2ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ (παραδόθηκε στους Βρετανούς από τον ίδιο τον διοικητή του, Μ. Παπαζήση), το ένοπλο λαϊκό κίνημα εξουδετέρωσε γρήγορα όλες τις εστίες του ταξικού αντιπάλου, περιορίζοντάς τον στο κέντρο της Αθήνας και σε δύο σημεία στον Πειραιά (μέγαρο Βάττη και Σχολή Δοκίμων). Στη γοργή και σχεδόν καθολική αυτή επικράτηση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα συνέβαλε καταλυτικά η πολιτική, ηθική και πολύμορφη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των λαϊκών μαζών.

Από τις σημαντικότερες μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ κατά τον Δεκέμβρη του 1944 ξεχωρίζουν: Η συντριβή των Χιτών στο Θησείο (4/12). Η μάχη κατά του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη (από τις 6/12), που γλίτωσε μόνο χάρη στην επέμβαση των βρετανικών τανκς. Η μάχη της Καισαριανής (ξεκίνησε στις 6/12 και το μέτωπό της κράτησε 25 μέρες) - το «Στάλινγκραντ της Ελλάδας» όπως τη χαρακτήρισε ο «Ριζοσπάστης».Η άλωση της Σχολής Ευελπίδων (11/12). Η νικηφόρα επίθεση κατά των βρετανικών εγκαταστάσεων στα «Παραπήγματα» (12/12). Η κατάληψη του Αρχηγείου της Βρετανικής Αεροπορίας στην Κηφισιά (19/12), κ.ά.

Απαράμιλλος υπήρξε ο ηρωισμός: Των μαχητών του λόχου Σπουδαστών «Λόρδος Βύρων» στη μάχη του Πολυτεχνείου (5 - 6/12) και των Εξαρχείων (1 - 2/1/1945). Της διμοιρίας των ανταρτοΕΠΟΝιτών, που με δυναμική έφοδο κατέλαβε τον άρτια οχυρωμένο και πολλαπλάσια υπερασπιζόμενο λόφο του Αράπη (12/12). Των 15 ΕΛΑΣιτών, που με επικεφαλής τον Καπετάνιο του Τάγματος Καισαριανής Ορέστη και τον Διοικητή του 3ου Λόχου Βουτυρά, πολέμησαν περικυκλωμένοι μέχρι την τελευταία σφαίρα (13/12). Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, το πτώμα του Καπετάν Ορέστη είχε 50 χτυπήματα από μαχαίρι στο στήθος και το κεφάλι. Των 30 ΕΛΑΣιτών υπερασπιστών της Καστέλλας, που έπεσαν όλοι μαχόμενοι επί ώρες σώμα με σώμα (16/12). Των ΕΛΑΣιτών υπερασπιστών του εργοστασίου ΦΙΞ, που χρειάστηκε να εμβολιστεί με άρματα μάχης, για να καμφθεί η αντίστασή τους (17/12). Των ΕΛΑΣιτών μαχητών της Ομόνοιας, που προτίμησαν να θαφτούν στα χαλάσματα των βομβαρδισμών, παρά να παραδοθούν (2/1/1945). Τα παραδείγματα είναι πράγματι πολλά.

Δίπλα στον ένοπλο λαό στάθηκαν οι άοπλες λαϊκές μάζες, που ρίχτηκαν με αυτοθυσία και ηρωισμό στη μάχη των οδοφραγμάτων (μόνο στον Πειραιά στις 5 - 6 Δεκέμβρη υψώθηκαν σχεδόν 2.000 οδοφράγματα), στη στελέχωση των λαϊκών οργανώσεων, στη στήριξη των Λαϊκών Επιτροπών, των δικτύων - δομών Υγείας κ.λπ. Οι Λαϊκές Επιτροπές συγκρότησαν ένα αξιοθαύμαστο δίκτυο καταγραφής, συγκέντρωσης και διανομής των διαθέσιμων αποθεμάτων της πρωτεύουσας. Χιλιάδες τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης μοιράστηκαν στις λαϊκές συνοικίες, εκατοντάδες συσσίτια οργανώθηκαν για τα παιδιά, τους απόρους, τους πρόσφυγες των βομβαρδισμών κ.λπ.

Ακόμη, καθώς ο αριθμός των τραυματιών μεταξύ των μαχητών αλλά και των αμάχων αυξανόταν συνεχώς, οργανώθηκαν δεκάδες νοσοκομειακές μονάδες από τις πρώτες κιόλας μέρες των μαχών, στις οποίες συμμετείχαν εθελοντικά εκατοντάδες γιατροί, νοσοκόμοι και νοσοκόμες καθώς και ανειδίκευτοι πολίτες, που αυτόκλητα έσπευδαν να βοηθήσουν την υπόθεση του αγώνα, όπως μπορούσε ο καθένας, μέρα και νύχτα. Γύρω τους εκτεινόταν ένα ευρύ και καλά οργανωμένο δίκτυο τραυματιοφορέων, που με κίνδυνο της ζωής τους και πενιχρά - συχνά αυτοσχέδια - μέσα έφεραν σε πέρας το έργο της διακομιδής των τραυματισμένων. Ο εξοπλισμός των μονάδων γινόταν με ευθύνη των λαϊκών οργανώσεων, ενώ τα πάντα προέρχονταν από προσφορές. Η καθαριότητα και λειτουργία τους υπήρξε υποδειγματική.

Τόσο στις λαϊκές μαζικές οργανώσεις όσο και στα μάχιμα τμήματα του ΕΛΑΣ διακρίθηκαν το Δεκέμβρη πολλές γυναίκες, που ήδη από την περίοδο της Κατοχής είχαν ενταχθεί μαζικά στο ΚΚΕ και στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ.

Ενδεικτικό της δυναμικής του ένοπλου λαϊκού κινήματος ήταν το γεγονός ότι οι Βρετανοί εξέταζαν σοβαρά ακόμη και το ενδεχόμενο αποχώρησης των δυνάμεών τους από την Αθήνα και σύμπτυξής τους στο Φάληρο και το αεροδρόμιο του Χασανίου (Ελληνικό), μέχρι τουλάχιστον να συγκεντρωθούν οι ενισχύσεις που απαιτούνταν για την επικράτησή τους επί του ΕΛΑΣ. Ο Σκόμπι παρουσίασε τα παραπάνω στο πολεμικό συμβούλιο που συνήλθε στις 11/12 με τη συμμετοχή και του Διοικητή της Ορεινής Ταξιαρχίας Θρ. Τσακαλώτου, ο οποίος αντέδρασε έντονα και ειδοποίησε σχετικά τον Γ. Παπανδρέου. Εντονα όμως αντέδρασε και το Λονδίνο, που διέταξε τον Σκόμπι να κρατήσει πάση θυσία τις θέσεις του μέχρι να καταφθάσουν οι ενισχύσεις που ήδη ήταν καθ' οδόν. Η απόσπαση βρετανικών στρατευμάτων από το μέτωπο της Ιταλίας (κατά των Γερμανών) στο μέτωπο της Αθήνας (κατά του ένοπλου λαϊκού κινήματος) είναι χαρακτηριστικό των προτεραιοτήτων των αστικών δυνάμεων (εγχώριων και διεθνών).

Από τις 20 Δεκέμβρη, η πλάστιγγα της σύγκρουσης άρχισε να γέρνει σαφώς προς την πλευρά των αστικών δυνάμεων. Ταυτόχρονα, στις περιοχές που καταλαμβάνονταν από τον ταξικό αντίπαλο, εκατοντάδες άνθρωποι συλλαμβάνονταν, φυλακίζονταν, κλείνονταν σε στρατόπεδα, βασανίζονταν, μόνο και με την υποψία της συνεργασίας τους με το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Η πείνα αποτέλεσε επίσης βασικό όπλο των αστικών δυνάμεων: Ηδη από τις 4/12 η UNRRA είχε διακόψει τη διανομή τροφίμων στην πρωτεύουσα, ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός παρεμποδιζόταν, ενώ βρετανικά αεροπλάνα στόχευαν σκοπίμως τα συσσίτια των Λαϊκών Επιτροπών.

Στις 25 Δεκέμβρη κατέφθασε στην Αθήνα ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ου. Τσόρτσιλ και στις 26 - 27 πραγματοποιήθηκε διάσκεψη στο υπουργείο Εξωτερικών με τη συμμετοχή εκπροσώπων του αστικού πολιτικού συστήματος και του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Οταν ο Γ. Σιάντος ρώτησε τον προεδρεύοντα αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό για το αντικείμενο της διάσκεψης, εκείνος του είπε: «Για να παραδώσετε τα όπλα». Για να λάβει την απάντηση: «Αν μας καλέσατε γι' αυτό, ελάτε να τα πάρετε. Νέο Λίβανο δεν πρόκειται να 'χουμε».Η διάσκεψη έληξε χωρίς αποτέλεσμα και οι μάχες συνεχίστηκαν.

Τα μεσάνυχτα της 4 προς 5 Γενάρη, η ΚΕ του ΕΛΑΣ, αξιολογώντας τις εξελίξεις στα πεδία των μαχών (τη συντριπτική υπεροπλία του αντιπάλου, τη μη δυνατότητα άμεσης ενίσχυσης του ΕΛΑΣ και τον κίνδυνο υπερφαλάγγισης των δυνάμεών του στην πρωτεύουσα), εξέδωσε διαταγή για γενική σύμπτυξη προς Πεντέλη - Πάρνηθα. Η σύμπτυξη του ΕΛΑΣ πραγματοποιήθηκε καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας έως το πρωί, με απόλυτη πειθαρχία και συνοχή. Χιλιάδες άοπλοι πολίτες, μέλη των μαζικών λαϊκών οργανώσεων, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, ακολούθησαν τον ΕΛΑΣ σε αυτήν την πορεία. Στις 11 Γενάρη υπογράφτηκε ανακωχή, σύμφωνα με την οποία ο ΕΛΑΣ υποχρεωνόταν να αποσυρθεί από την Αττική και από μια σειρά άλλες περιοχές.

Η στάση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να μην υποχωρήσουν στην αξίωση της ντόπιας αστικής τάξης και των διεθνών συμμάχων της για αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος ήταν σωστή και επιβεβλημένη. Μια τέτοια υποχώρηση θα σήμαινε την απόλυτη πολιτική και ηθική απαξίωση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, ενώ θα τσάκιζε το εργατικό - λαϊκό κίνημα. Τουναντίον, η ενεργός, ένοπλη απάντηση στους αστικούς εκβιασμούς έδειξε πως το ΚΚΕ και το εργατικό - λαϊκό κίνημα διέθεταν ταξικά αντανακλαστικά και εφεδρείες, επιλέγοντας τα όπλα και όχι τις αλυσίδες, τόσο το Δεκέμβρη του 1944, όσο και αργότερα, κατά την τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.



ΤΕ ΠΙΕΡΙΑΣ ΚΚΕ