Οι τρώσαντες ιάσονται;
Οι οικοδόμοι των αντισυνταγματικών Προγραμμάτων για τα Θρησκευτικά και η αποδόμηση της συνταγματικής Ευθύνης.
Αθήνα 20 Δεκεμβρίου 2019
Αριθμ. Πρωτ. 110
Προσεγγίζοντας ερμηνευτικά την απόφαση της Υπουργού Παιδείας κ. Ν. Κεραμέως, που εκδόθηκε χθες, 19/12/19, από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), για τη σύσταση Επιτροπής έργο της οποίας θα είναι η γνωμοδότηση για την εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ στη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, αποκομίζει κανείς την εντύπωση ότι η κ. Υπουργός υποτάσσει τη συνταγματική επιταγή στην παραμονή των ακυρωθέντων Προγραμμάτων, δια της πρόκρισης ενδεχόμενων διορθώσεων που θα γίνουν επ’ αυτών.
Σημειωτέον όμως, ότι εκτός από το ΣτΕ, επανειλημμένα το σύνολο των Θεολόγων της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ), πλήθους ειδικών επιστημόνων, η αγιορείτικη κοινότητα, οι Αρχιεπίσκοποι Αθηνών και Κρήτης, ο Ιερατικός Σύνδεσμος Κληρικών Ελλάδος, πλήθος Μητροπολιτών και δεκάδες χριστιανικών σωματείων έχουν απορρίψει, όχι κάποια σημεία, που θα μπορούσαν ίσως να τροποποιηθούν ή να διορθωθούν, αλλά την όλη δομική σύσταση αυτών των Προγραμμάτων, διότι έχουν διαπιστώσει ότι δεν διορθώνονται, δεν βελτιώνονται, λόγω της ασύμβατης προς την επιστημονική δεοντολογία δομής τους, από πλευράς παιδαγωγικής, θεολογικής αλλά και νομικής.
Η κ. Υπουργός, προφανώς, όφειλε ήδη από την 21η Σεπτεμβρίου 2019, αμέσως μετά τις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ, με εγκύκλιό της να επαναφέρει σε ισχύ το Πρόγραμμα και τα βιβλία που ίσχυαν έως το 2016 -έτος εισαγωγής των νέων Προγραμμάτων και βιβλίων που ακυρώθηκαν από το ΣτΕ (2018 και 2019)- και όχι να επιτρέπει, με δική της ευθύνη, να διδάσκονται μέχρι σήμερα, τα ακυρωθέντα από το ΣτΕ, Προγράμματα και βιβλία στο σχολείο.
Δυστυχώς αντί αυτού, η κ. Υπουργός επέλεξε να εκδώσει, λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, μια απόφαση, η οποία δείχνει απομάκρυνση από την άμεση εφαρμογή των Αποφάσεων του ΣτΕ.
Η απόφαση αυτή, ωστόσο, δημιουργεί σαφέστατα ερωτήματα, που προκύπτουν αβίαστα από τη στάση που ανωτέρω εκθέσαμε; Ερωτούμε, λοιπόν, ως εκ τούτου:
Εκτιμούμε, και είναι αυτονόητο, ότι τα συγκεκριμένα μέλη της ως άνω Επιτροπής, επειδή έχουν ήδη δοκιμαστεί με τη συγγραφή των Προγραμμάτων που ακυρώθηκαν ως αντισυνταγματικά και έχουν διαπιστωθεί από το ΣτΕ -και όχι μόνον- οι επί των Προγραμμάτων επιλογές τους, ότι η τοποθέτησή τους σε αυτήν την εξαιρετικά γεμάτη με ευθύνες Επιτροπή, και μάλιστα για τη συμμόρφωση του εκπαιδευτικού υλικού στις αποφάσεις του ΣτΕ, δεν ήταν δόκιμη και προκαλεί σοβαρά ερωτήματα.
Η ΠΕΘ, έως σήμερα, σεβάστηκε το θεσμικό πλαίσιο της ανάληψης των καθηκόντων από την αξιότιμη και ελλογιμότατη κ. Κεραμέως, αναμένοντας την εφαρμογή των υποσχέσεών της.
Η ΠΕΘ σεβόμενη την ιστορία της εκζητά από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Παιδείας τον λόγο των ως άνω πράξεων και φυσικά τον διάλογο, ελπίζοντας, με αγαθή πρόθεση, σε άμεσες διορθωτικές κινήσεις επ’ αυτών. Παράλληλα, δεν αφίσταται του δικαιώματός της να εξαντλήσει κάθε νόμιμο μέσο για την πλήρη και άμεση εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ, που αφορούν στο μάθημα των Θρησκευτικών.
Αριθμ. Πρωτ. 110
Προσεγγίζοντας ερμηνευτικά την απόφαση της Υπουργού Παιδείας κ. Ν. Κεραμέως, που εκδόθηκε χθες, 19/12/19, από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), για τη σύσταση Επιτροπής έργο της οποίας θα είναι η γνωμοδότηση για την εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ στη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, αποκομίζει κανείς την εντύπωση ότι η κ. Υπουργός υποτάσσει τη συνταγματική επιταγή στην παραμονή των ακυρωθέντων Προγραμμάτων, δια της πρόκρισης ενδεχόμενων διορθώσεων που θα γίνουν επ’ αυτών.
Σημειωτέον όμως, ότι εκτός από το ΣτΕ, επανειλημμένα το σύνολο των Θεολόγων της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ), πλήθους ειδικών επιστημόνων, η αγιορείτικη κοινότητα, οι Αρχιεπίσκοποι Αθηνών και Κρήτης, ο Ιερατικός Σύνδεσμος Κληρικών Ελλάδος, πλήθος Μητροπολιτών και δεκάδες χριστιανικών σωματείων έχουν απορρίψει, όχι κάποια σημεία, που θα μπορούσαν ίσως να τροποποιηθούν ή να διορθωθούν, αλλά την όλη δομική σύσταση αυτών των Προγραμμάτων, διότι έχουν διαπιστώσει ότι δεν διορθώνονται, δεν βελτιώνονται, λόγω της ασύμβατης προς την επιστημονική δεοντολογία δομής τους, από πλευράς παιδαγωγικής, θεολογικής αλλά και νομικής.
Η κ. Υπουργός, προφανώς, όφειλε ήδη από την 21η Σεπτεμβρίου 2019, αμέσως μετά τις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ, με εγκύκλιό της να επαναφέρει σε ισχύ το Πρόγραμμα και τα βιβλία που ίσχυαν έως το 2016 -έτος εισαγωγής των νέων Προγραμμάτων και βιβλίων που ακυρώθηκαν από το ΣτΕ (2018 και 2019)- και όχι να επιτρέπει, με δική της ευθύνη, να διδάσκονται μέχρι σήμερα, τα ακυρωθέντα από το ΣτΕ, Προγράμματα και βιβλία στο σχολείο.
Δυστυχώς αντί αυτού, η κ. Υπουργός επέλεξε να εκδώσει, λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, μια απόφαση, η οποία δείχνει απομάκρυνση από την άμεση εφαρμογή των Αποφάσεων του ΣτΕ.
Η απόφαση αυτή, ωστόσο, δημιουργεί σαφέστατα ερωτήματα, που προκύπτουν αβίαστα από τη στάση που ανωτέρω εκθέσαμε; Ερωτούμε, λοιπόν, ως εκ τούτου:
- Γιατί ανατίθεται σε μια, ορισμένη από την κ. Υπουργό Επιτροπή, η γνωμοδότηση για την εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ στη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικων -κατά τη μεταβατική περίοδο έως τη συγγραφή νέων Προγραμμάτων και βιβλίων-, στην οποία Επιτροπή συμπεριλαμβάνονται αξιολογητές ή συντάκτες που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τη δημιουργία των ακυρωμένων Προγραμμάτων;
- Δεν είναι η τακτική αυτή μια αποφυγή της κατ’ ουσίαν εφαρμογής της δικαστικής Απόφασης, που ζητά τη θεμελιώδη οικοδομή Προγραμμάτων νέων, που θα σέβονται τη συνταγματική ευθύνη, η οποία είναι υπό εγγύηση, μόνον όταν οι δομητές αυτής της οικοδομής δεν θα επιλέγονται από κάποιο συγκεκριμένο στενό κύκλο, αλλά από ολόκληρη τη θεολογική κοινότητα, με αντικειμενικά κριτήρια;
- Για ποιό λόγο η κ. Υπουργός δεν δέχεται σε διάλογο τη μόνη Επιστημονική Ένωση που εκπροσωπεί, έχοντας μια μεγάλη ιστορική διαδρομή στον τόπο μας, τους Θεολόγους, δηλ. την Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων, η οποία, με διάφορους γραπτούς, τηλεφωνικούς και παρακλητικούς τρόπους αιτείται από τον μήνα Ιούλιο την συνάντηση με την κ. Υπουργό;
- Με ποια επιστημονικά κριτήρια επιλέχτηκε η συγκεκριμένη επιστημονική επιτροπή για τη γνωμοδότηση επί ενός τόσο σπουδαίου θέματος και με ποια κριτήρια αποκλείστηκαν τα εξειδικευμένα τόσο στη Θεολογία όσο και στην Παιδαγωγική και τη χριστιανική Παιδαγωγική στελέχη της ΠΕΘ (Καθηγητές ΑΕΙ, διδάκτορες) από αυτήν την επιτροπή;
- Γιατί άραγε η αξιότιμη κ. Υπουργός δεν ασκεί την πολιτική που είχε χαράξει προεκλογικά ως Πρόεδρος της Επιτροπής Παιδείας της ΝΔ για το μάθημα των Θρησκευτικών και που είχε υποσχεθεί στην ΠΕΘ ότι θα ασκήσει τόσο η ίδια όσο καί ο Πρωθυπουργός;
Εκτιμούμε, και είναι αυτονόητο, ότι τα συγκεκριμένα μέλη της ως άνω Επιτροπής, επειδή έχουν ήδη δοκιμαστεί με τη συγγραφή των Προγραμμάτων που ακυρώθηκαν ως αντισυνταγματικά και έχουν διαπιστωθεί από το ΣτΕ -και όχι μόνον- οι επί των Προγραμμάτων επιλογές τους, ότι η τοποθέτησή τους σε αυτήν την εξαιρετικά γεμάτη με ευθύνες Επιτροπή, και μάλιστα για τη συμμόρφωση του εκπαιδευτικού υλικού στις αποφάσεις του ΣτΕ, δεν ήταν δόκιμη και προκαλεί σοβαρά ερωτήματα.
Η ΠΕΘ, έως σήμερα, σεβάστηκε το θεσμικό πλαίσιο της ανάληψης των καθηκόντων από την αξιότιμη και ελλογιμότατη κ. Κεραμέως, αναμένοντας την εφαρμογή των υποσχέσεών της.
Η ΠΕΘ σεβόμενη την ιστορία της εκζητά από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Παιδείας τον λόγο των ως άνω πράξεων και φυσικά τον διάλογο, ελπίζοντας, με αγαθή πρόθεση, σε άμεσες διορθωτικές κινήσεις επ’ αυτών. Παράλληλα, δεν αφίσταται του δικαιώματός της να εξαντλήσει κάθε νόμιμο μέσο για την πλήρη και άμεση εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ, που αφορούν στο μάθημα των Θρησκευτικών.
Από το ΔΣ