« Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας »
Ο Ανδρόνικος παρατηρούσε σκεφτικός τα εκστατικά πρόσωπα των πιστών, καθώς ο Παπαθανάσης προχωρούσε σκυφτός, φέροντας ευλαβικά στον ώμο του τον Εσταυρωμένο, αργά και μυστηριακά προς τον τόπο των Παθών.
«Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται ὁ τῶν ἀγγέλων Βασιλεύς»
Ένιωθε την παιδική του καρδιά συντετριμμένη τη νύχτα αυτήν της τέλειας θυσίας. Αλλά το μυαλουδάκι του, ταραγμένο και υπερδραστήριο, ταλαιπωρούταν τις άγιες αυτές ημέρες από απορίες δυσεπίλυτες.
Ο Ανδρόνικος παρατηρούσε σκεφτικός τα εκστατικά πρόσωπα των πιστών, καθώς ο Παπαθανάσης προχωρούσε σκυφτός, φέροντας ευλαβικά στον ώμο του τον Εσταυρωμένο, αργά και μυστηριακά προς τον τόπο των Παθών.
«Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται ὁ τῶν ἀγγέλων Βασιλεύς»
Ένιωθε την παιδική του καρδιά συντετριμμένη τη νύχτα αυτήν της τέλειας θυσίας. Αλλά το μυαλουδάκι του, ταραγμένο και υπερδραστήριο, ταλαιπωρούταν τις άγιες αυτές ημέρες από απορίες δυσεπίλυτες.
Ρωτούσε λοιπόν την μητέρα του γιατί κανένας δεν βοήθησε τον Χριστούλη να το σκάσει από τους κακούς και η κυρία Ασημίνα απαντούσε πως αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Αυτή η εξήγηση όμως δεν τον ικανοποιούσε. Τον παρακολουθούσαν να οδηγείται σε θάνατο μαρτυρικό, Εκείνον που τους είχε αγαπήσει, τους είχε θεραπεύσει, είχε απαλύνει τον πόνο τους και δεν έκαναν το παραμικρό να τον σώσουν. «Έτσι έπρεπε να γίνει για σωθούμε από την αμαρτία» εξηγούσε ο πατέρας του. «Αυτός ήταν ο προορισμός Του πάνω στην γη, γι’αυτό Τον απέστειλε ο Πατήρ, αν σωζόταν θα καταστρεφόταν το Θεϊκό σχέδιο.»
«Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται, ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις. »
«Εγώ, αν ήμουν εκεί, θα Τον ανέβαζα σε ένα άλογο, θα τρέχαμε μακριά και θα Τον έσωζα. Και ας θύμωνε ο Θεός μαζί μου και ας μην τα κατάφερνα στο τέλος, πάντως θα το προσπαθούσα», δήλωσε εκνευρισμένος πέρσι την ίδια μέρα και ανάγκασε την μητέρα του να του καταφέρει μια γερή τσιμπιά στον ώμο και τον πατέρα του να τον διατάξει αυστηρά να μην βλασφημεί. Άκου εκεί! Αυτός ήθελε να βοηθήσει τον Χριστούλη του και ο πατέρας του τον κατηγορούσε για βλάσφημο!
«Προσκυνοῦμεν σου τὰ Πάθη, Χριστέ.
Δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἔνδοξόν σου ἀνάστασιν »
Γυναίκες και άνδρες δεν συγκρατούσαν πια τα δάκρυά τους, καθώς ο ιερέας ύψωνε τον Σταυρό του μαρτυρίου. Ο Ανδρόνικος όμως, παρ'όλη την συγκίνηση, εξακολουθούσε να βασανίζεται από την ίδια σκέψη:
«Τόσοι άνθρωποι κι ούτε ένας δεν προσπάθησε να τον σώσει»
Αλλά δεν είπε τίποτα αυτήν την φορά. Είχε καταλάβει πως οι μεγάλοι εκνευρίζονται με τις απορίες που δεν μπορούν να απαντήσουν.
Ξημέρωσε Μεγάλη Παρασκευή. Η μητέρα του τον ξύπνησε νωρίς, για να προσκυνήσουν τον Επιτάφιο. Οι καμπάνες θρηνούσαν ρυθμικά και ο ουρανός, μουντός και βαρύς, μαρτυρούσε και την συμμετοχή της φύσης ολόκληρης στο βαρύ πένθος. Βγαίνοντας από το σπίτι, ο Ανδρόνικος παρατήρησε πως στο απέναντι πεζοδρόμιο καθόταν, κουβαριασμένη, μία νεαρή γυναίκα, με χαμηλωμένο το κεφάλι, σφίγγοντας στην αγκαλιά της, καλά τυλιγμένο με μία μάλλινη ζακέτα, ένα βρέφος. Ο Ανδρόνικος τράβηξε το χέρι της μητέρας του και της ζήτησε χρήματα, για να δώσει στην ζητιάνα. Η κυρία Ασημίνα, περήφανη που απεδείχθη αποτελεσματική η παιδαγωγική της μέθοδος, του έδωσε ένα ευρώ. Ο μικρός πέρασε τρέχοντας τον δρόμο και πλησίασε την γυναίκα, αλλά καθώς εκείνη δεν είχε απλωμένο το χέρι, έσκυψε και εναπόθεσε το κέρμα μπροστά της. Η γυναίκα τινάχτηκε και τον κοίταξε έκπληκτη. Μειδίασε θλιμμένα και ψέλλισε κάτι, αλλά ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε άβολα και στράφηκε βιαστικός προς την μητέρα του. Αντί να νιώθει ήρεμος που την βοήθησε, ενοχλούταν από ένα σφίξιμο στο στομάχι, κάτι σαν ενοχή, σα να την είχε προσβάλει. Και δεν καταλάβαινε τον λόγο.
Λίγες ώρες αργότερα, μάνα και γιος επέστρεφαν στο σπίτι. Είχε ξημερώσει για τα καλά, αλλά η μέρα εξακολουθούσε να είναι υγρή και κρύα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, εκεί που το πρωί καθόταν η νεαρή ζητιάνα, είχε μαζευτεί κόσμος πολύς, που φώναζε και χειρονομούσε. Η κυρία Ασημίνα και ο Ανδρόνικος πλησίασαν κι αυτοί, για να μάθουν τί συνέβαινε.
«Δεν είναι δυνατόν, τέτοια πράγματα στην εποχή μας», φώναζε οργισμένος ένας κύριος με κομψό, κοντό μουστάκι και ακόμη πιο κομψό μαύρο κουστούμι και γκρι γραβάτα. Θα εισηγηθώ εγώ ο ίδιος στον Υπουργό να μεριμνήσει για την εξάλειψη αυτών των φαινομένων”.
« Άσε την εξάλειψη κυρ βουλευτά, τώρα τί κάνουμε με αυτήν την καημένη την γυναίκα;», παρενέβη δυναμικά ένας ξανθός νεαρός, πολύ όμορφος, με τζην παντελόνι και μπλε μπουφάν.
Ο κόσμος τριγύρω συμφώνησε, άλλοι με το βλέμμα, άλλοι με λόγια και χειρονομίες, άλλοι φανερά στεναχωρημένοι και άλλοι εξοργισμένοι.
«Να ο Γιάννης ο Ζουρνάρας, ο πρόεδρος του συλλόγου μας», πετάχτηκε κάποιος σαρανταπεντάρης, με καφέ παλτό, δείχνοντας τον κοντό και αδύνατο άντρα, με καφέ παντελόνι, χακί σακκάκι και τραγιάσκα, που εκείνη την στιγμή ακριβώς διέσχιζε τον δρόμο κατευθυνόμενος προς το μέρος τους.
«Τί συμβαίνει παιδιά;»
Μία κυρία γύρω στα πενήντα, με κοντά, κόκκινα μαλλιά έσκυψε στο αυτί της διπλανής της, που τόση ώρα φαινόταν να ανησυχεί ειλικρινά και ήταν έτοιμη να κλάψει και της ψιθύρισε με σιγουριά:
«Ευτυχώς που ήλθε ο Γιάννης, αυτός θα βρει την λύση» .
Η άλλη συμφώνησε και το πρόσωπό της φωτίστηκε. Και ο Ανδρόνικος, που στεκόταν ακριβώς δίπλα και την άκουσε, ηρέμησε κι αυτός κι ας μην είχε ιδέα ποιός ήταν αυτός ο Γιάννης.
Εν τω μεταξύ ο σαρανταπεντάρης με το καφέ παλτό εξήγησε την κατάσταση στον Γιάννη, που πολύ προβληματισμένος πλησίασε την γυναίκα και έσκυψε να της μιλήσει.
«Πώς σε λένε κυρία μου;»
Η γυναίκα, κατακίτρινη και με σβησμένο βλέμμα, τον κοίταξε φοβισμένη και κούνησε τα άχρωμα χείλη της, αλλά δεν βγήκε κανένας ήχος.
«Ξένη θα είναι» , απεφάνθη ο ξανθός νεαρός. «Δεν ξέρει ελληνικά φαίνεται» .
Ο Γιάννης έβαλε την παλάμη του στο μέτωπο του βρέφους και το πρόσωπό του συσπάστηκε από την οργή, καθώς σηκωνόταν.
«Το παιδί καίγεται στον πυρετό. Αυτό κύριε είναι το κράτος μας, αυτή είναι η πρόνοια των κυβερνώντων μας για τον λαό. Μία μάνα με μωρό πέρασαν όλο το βράδυ και ποιός ξέρει πόσα ακόμη βράδυα, στο πεζοδρόμιο και κανένας αρμόδιος δεν κούνησε το δαχτυλάκι του. Ντροπή!!!!»
«Ντροπή», μουρμούρισαν και οι παριστάμενοι, αναψοκοκκινισμένοι, κοιτάζοντας επικριτικά τον κομψό βουλευτή, που αποχώρησε βιαστικός, για να υποβάλει την εισήγησή του.
Ο Γιάννης έβγαλε το κινητό του και απομακρύνθηκε μερικά βήματα. Μετά από λίγο πλησίασε τους συγκεντρωμένους λάμποντας από ικανοποίηση.
«Έρχεται ο Χάρης ο Ζαντόπουλος, ο δημοσιογράφος παιδιά. Θα το κάνει πρωτοσέλιδο στο αυριανό φύλλο. Κι εγώ πάω τώρα αμέσως στον Δήμαρχο να του τα ψάλλω. Ε, ρε κάλαντα που έχει να ακούσει....» , δήλωσε με αυτοπεποίθηση και με μία λάμψη εκδικητικότητας στο δεξί μάτι κι έφυγε αγέρωχος και σίγουρος ότι θα έλυνε το πρόβλημα.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά, να σου και ο Χάρης, ο δημοσιογράφος, λεπτός, ευθυτενής, καμαρωτός, με τα σγουρά μαλλιά και την μακριά μπεζ καμπαρντίνα του να ανεμίζουν στον ρυθμό του βηματισμού του. Πήρε συνέντευξη από δύο - τρεις συγκεντρωμένους, τους πλέον ευαισθητοποιημένους, ενημερωμένους και καυστικούς για την έλλειψη κοινωνικής πολιτικής στην σύγχρονη Ελλάδα και μετά φωτογράφισε την γυναίκα με το παιδί, αφού ούτε κι αυτός κατάφερε να τους εκμαιεύσει ο,τιδήποτε.
Όταν έφυγε και ο Χάρης, το πλήθος άρχισε να διαλύεται. Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά έπιασε αγκαζέ την φίλη της και την τράβηξε προς την καφετέρια «Ο Σαμαρείτης», στο επόμενο τετράγωνο.
«Μην ανησυχείς Βέτα μου, θα το κανονίσει ο Γιάννης με τον Δήμαρχο».
Η Βέτα δεν φάνηκε να πείθεται και πολύ για την αποτελεσματικότητα του Γιάννη, αλλά και τί μπορούσε να κάνει; Κοίταξε μια τελευταία φορά την γυναίκα, ζάρωσε το μέτωπό της σε δύο συμπονετικές ρυτίδες, αναστέναξε και ακολούθησε την φίλη της. Σε λίγο ο Ανδρόνικος τις είδε πίσω από την τζαμαρία να μιλούν εύθυμα, πίνοντας τον καφέ τους.
Το πεζοδρόμιο είχε σχεδόν αδειάσει. Έμειναν μόνο το αγόρι με την μάνα του και η χλωμή γυναίκα με το άρρωστο βρέφος. Η κυρία Ασημίνα στεκόταν αποσβολωμένη, με το ύφος του ανθρώπου που στην ψυχή του γίνεται μεγάλη πάλη. Δεν μπορούσε όμως να πάρει την απόφαση, μέχρι που ο εντεκάχρονος γιος της την κοίταξε θαρρετά στα μάτια και πολύ απλά της δήλωσε:
«Μαμά, φαίνονται πολύ άρρωστοι και κάνει κρύο, καλύτερα να τους πάρουμε σπίτι».
Κι αυτή η δήλωση της φάνηκε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο και αναρωτήθηκε γιατί βασανιζόταν τόση ώρα. Έσκυψε και πήρε το μωρό στην αγκαλιά της και βοήθησε την μάνα να σηκωθεί. Ήταν τόσο κρύα που θαρρείς και είχε γίνει μονοκόμματη και οι αρθρώσεις της δεν λύγιζαν. Αργά, αργά περπάτησαν μέχρι το σπίτι, όπου τους περίμενε ο κυρ Γιώργος.
«Πού είστε καλέ τόσες ώρες, τί έγινε έξω και μαζεύτηκε τόσος κόσμος...», ξεκίνησε να ρωτάει, αλλά πάγωσε μόλις είδε τους δύο ξένους.
«Το μωρό καίγεται», του εξήγησε η γυναίκα του «και η μητέρα είναι παγωμένη».
Βόλεψαν την γυναίκα σε ένα κρεβάτι, την ζέσταναν με κουβέρτες και ροφήματα και την τάισαν δυναμωτική σούπα. Εν τω μεταξύ τηλεφώνησαν στον γιατρό, τον κύριο Χριστόφορο, φίλο του πατέρα, που ήλθε αμέσως και εξέτασε την μάνα και το παιδί. Τους έγραψε την φαρμακευτική αγωγή και ο πατέρας βγήκε για να βρει εφημερεύον φαρμακείο.
« Η γυναίκα είναι μόνο παγωμένη και σοκαρισμένη», είπε ο γιατρός, «αλλά το βρέφος, αν έμενε λίγες ώρες ακόμη στο κρύο, δεν θα άντεχε».
Κατά το βραδάκι κατέφθασε και ο Δήμαρχος, αγκαζέ με τον κυρ Γιάννη. Δεν τον είχε αφήσει σε χλωρό κλαρί ο αθεόφοβος, τέτοια ιερή μέρα. Μέχρι που τον υποχρέωσε να υποσχεθεί πως αν δεν έβρισκε άλλη λύση, θα πλήρωνε ο Δήμος ξενοδοχείο για να μείνουν. Μετά από εξαντλητική έρευνα, ανακάλυψε επιτέλους ένα ίδρυμα, που δέχθηκε να φιλοξενήσει την γυναίκα με το παιδί, για μερικά βράδια. Όταν όμως πήγαν να τις βρουν, ο περιπτεράς τους εξήγησε πως τους πήραν σπίτι τους η κυρία Ασημίνα με τον γιό της. Ο Δήμαρχος ευχαριστήθηκε που το θέμα έληξε αίσια, ενώ ο κυρ Γιάννης έτρεχε ξοπίσω του αγανακτισμένος, μουρμουρίζοντας ότι αυτά τα ζητήματα πρέπει να λύνονται από τις κρατικές αρχές και όχι με την ελεημοσύνη του ενός και του άλλου. Αλλά ο Δήμαρχος δεν του έδινε πλέον σημασία, αυτός ο φαφλατάς είχε ταράξει πρωί - πρωί την οικογενειακή του γαλήνη, χώρια που τον ανάγκασε να ανατρέψει όλο του το πρόγραμμα και να αναβάλει ένα σωρό ανειλημμένες, λόγω του λειτουργήματός του, υποχρεώσεις Κι όλα αυτά για μία υπόθεση που είχε, έτσι κι αλλιώς, τακτοποιηθεί. Έτσι, τον παράτησε να παραμιλάει και να χειρονομεί νευρικά και κατευθύνθηκε προς τον Μητροπολιτικό Ναό, για να τελέσει τουλάχιστον ευπρεπώς τα θρησκευτικά του καθήκοντα.
Εκείνην την Μεγάλη Παρασκευή ο Ανδρόνικος πήγε στην περιφορά του Επιταφίου με τον πατέρα του, αφού η μαμά του έμεινε να φροντίζει τους αρρώστους.
«Ἡ ζωή ἐν τάφω κατετέθης, Χριστέ,
καί ἀγγέλων στρατιαί ἐξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι τήν σήν»
Αλλά ο Ανδρόνικος, για πρώτη φορά στην ζωή του, δεν μελαγχόλησε ούτε και σπατάλησε το νου του σε περιττούς λογισμούς. Η καρδιά του αισιοδοξούσε για την προσδοκώμενη Ανάσταση.
«Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην,
τὸν ἐν τῷ Σταυρῷ τὰς χεῖρας ἐκτείναντα,
καὶ συντρίψαντα τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ»
Συλλογιζόταν ακόμη τους δύο φιλοξενούμενους. Ο γιατρός είχε υποσχεθεί πως θα ανάρρωναν σύντομα. «Και μετά;» ταράχτηκε για μία στιγμή.
«Αἱ γενεαί πᾶσαι, ὕμνον τῇ ταφῇ σου,
προσφέρουσι Χριστέ μου»
Μετά όλα θα τακτοποιούνταν. Από την στιγμή που επικράτησε το καλό, θα νικούσε και η ίδια η ζωή. Ο Θεός θα φρόντιζε γι'αυτό. Ο Θεός ο ζωοποιών.
Η κυρία Ασημίνα ξημέρωσε στο πλευρό των αρρώστων και την επομένη ο πυρετός του μωρού έπεσε και η μητέρα, ροδαλή και υγιής πια, τους εξήγησε την κατάσταση. Ονομαζόταν Ευαγγελία, καταγόταν από την Κομοτηνή και είχαν μετακομίσει με τον σύζυγό της, τον Μενέλαο, στην Αθήνα πριν πέντε χρόνια, εκεί κοντά στην περιοχή τους. Ο άντρας της δούλευε σε μία μεταφορική εταιρία, αλλά είχε πολλούς μήνες να πληρωθεί κι έτσι μόλις προέκυψε μία ευκαιρία για έκτακτο δρομολόγιο στην Βουλγαρία, δεν το πολυσκέφτηκε κι έφυγε. Ο εκμισθωτής του σπιτιού τους όμως, που απαιτούσε εδώ και καιρό τα χρωστούμενα νοίκια, βρήκε την ευκαιρία που ήταν μόνη και αδύναμη να αντιδράσει και την έβγαλε νύχτα από το σπίτι με την βία, αφού κράτησε όλα τα υπάρχοντά τους, για ενέχυρο, όπως είπε. Περπάτησε για λίγο στα χαμένα, με το μωρό στην αγκαλιά, μέχρι που ζαλίστηκε, στηρίχτηκε για λίγο σε έναν τοίχο και γλίστρησε εξουθενωμένη καταγής, στο πεζοδρόμιο όπου την βρήκαν την επόμενη μέρα. Προσπαθούσε να μιλήσει και να τους εξηγήσει, αλλά δεν έβγαινε φωνή από τα χείλη της. Δεν είχε κάποιον στην Αθήνα και δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον άντρα της, που πρέπει να είχε ήδη επιστρέψει από τα ξημερώματα και δεν θα είχε βρει κανέναν στο σπίτι.
Να όμως που ήλθαν έτσι τα πράγματα και ο ίδιος ο Μενέλαος την βρήκε. Όταν πήγε εκείνο το πρωί σπίτι και δεν του άνοιξε κανείς, τα έχασε, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τί συνέβη. Κρατούσε όμως στα χέρια την πρωινή εφημερίδα κι έπεσε το μάτι του στο πρωτοσέλιδο με τίτλο “Η Ελλάδα της κρίσης: Μάνα με μωρό πέρασαν τη νύχτα στους δρόμους της φτώχειας”. Είδε την φωτογραφία και αναγνώρισε την οδό που βρίσκονταν η γυναίκα του και το παιδί του. Έτσι, δεν πήγε χαμένος και ο κόπος του Γιάννη του Ζουρνάρα και του Χάρη του Ζαντόπουλου, του δημοσιογράφου.
Ευτυχώς ήταν ανοιχτό το περίπτερο και ο περιπτεράς του περιέγραψε όσα διαδραματίστηκαν την προηγούμενη μέρα. Κατέφτασε λοιπόν ανήσυχος, μέχρι την πόρτα τους. Όλα τα ευχαριστώ της γης δεν αρκούσαν για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Κι έμεινε μαζί τους κι αυτός την αγία εκείνη νύχτα κι έτσι κατάφερε και η κυρία Ασημίνα να εκκλησιαστεί με την οικογένειά της.
«Ἄφραστον θαῦμα! Ὁ ἐν καμίνῳ ῥυσάμενος, τοὺς Ὁσίους Παῖδας ἐκ φλογός, ἐν τάφῳ νεκρός, ἄπνους κατατίθεται, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων.
Λυτρωτὰ ὁ Θεός, εὐλογητὸς εἶ.»
Ποτέ άλλοτε ο Ανδρόνικος δεν ένιωσε βαθιά στην ψυχή του το απερίγραπτο θαύμα, όσο εκείνη την χρονιά, που θα την θυμόταν όλη την υπόλοιπη ζωή του.
«Ὧ τῶν θαυμάτων τῶν καινῶν! ὧ ἀγαθότητος! ὧ ἀφράστου ἀνοχῆς! ἑκὼν γὰρ ὑπὸ γῆς σφραγίζεται, ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν, καὶ πλάνος Θεὸς συκοφαντεῖται΄
ὃν Παῖδες εὐλογεῖτε, Ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.»
Και καθώς θεωρούσε την συμπεριφορά του απόλυτα φυσική, δίχως ίχνος έπαρσης και με προσήλωση στις υπερκόσμιες, θεόπνευστες υμνωδίες, η άφθαρτη παιδική του φύση φωταγωγήθηκε θριαμβευτικά από τον Ήλιον της Δικαιοσύνης.
« Ἀγαλλιάσθω ἡ κτίσις· εὐφραινέσθωσαν πάντες οἱ γηγενεῖς· ὁ γὰρ ἐχθρὸς ἐσκύλευται ᾍδης·
μετὰ μύρων γυναῖκες προσυπαντάτωσαν·
τὸν Ἀδὰμ σὺν τῇ Εὔᾳ, λυτροῦμαι παγγενῆ·
καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐξαναστήσομαι»
Κι έφτασε η στιγμή για το μοναδικό, το υπέρλογον, το θαύμα των θαυμάτων και οι καμπάνες σήμαναν χαρμόσυνα:
«Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας,
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος»
Πλήρεις αγαλλιάσεως, ευλαβείας και αγάπης, ο Ανδρόνικος, και οι γονείς του επέστρεψαν στο σπίτι και έστρωσαν το γιορτινό τραπέζι.
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια, ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τήν Ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται.»
Και οι δύο οικογένειες, άγνωστες μεταξύ τους μέχρι πριν δύο μέρες, γιόρτασαν μαζί την Ανάσταση σαν παλιοί, καλοί φίλοι. Αλλά ο κύριος Μενέλαος τους ανακοίνωσε πως νωρίς το πρωί θα έφευγαν για την Κομοτηνή. Θα έμεναν στο πατρικό του και θα δούλευε στα χωράφια του αδελφού του. Δεν σκόπευε να αφήσει ποτέ ξανά μόνη την οικογένειά του.
Εκείνο το βράδυ ο Ανδρόνικος ξύπνησε από έναν θόρυβο, σα να του φάνηκε πως έτριξε η πόρτα του δωματίου του. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια, αλλά δεν τα κατάφερε. Αισθανόταν την παρουσία Κάποιου στον χώρο, αλλά δεν φοβόταν. Ένιωσε τότε ένα χέρι να τον χαϊδεύει απαλά στο κεφάλι και ξεχώρισε έναν απόκοσμο ψίθυρο:
«δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου»
«Ποιός είστε κύριε;», ρώτησε δειλά, αλλά δεν πήρε απάντηση. Και τότε κατάφερε να ανοίξει επιτέλους τα μάτια και είδε στο αχνό φως της αστροφεγγιάς, μία λεπτή, γνώριμη αντρική φιγούρα, με μακριά μαλλιά και λευκό χιτώνα, να απομακρύνεται ανάλαφρα προς το μπαλκόνι. Ο Ανδρόνικος δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια ή τα πόδια του, ούτε καν να φωνάξει, αλλά ένιωθε ζεστός και ελαφρύς σαν φτερό, χαλαρός σαν βρέφος στην μητρική αγκαλιά. Κι έτσι ξανάκλεισε τα μάτια του κι έπεσε σε έναν ύπνο βαθύ, μακάριο, γαλήνιο, δίχως όνειρα και εικόνες, με την αίσθηση ότι αιωρούταν απαλά στο άπειρο.
Κυριακή του Πάσχα, ξύπνησε πολύ νωρίς. Οι φιλοξενούμενοι έφυγαν εφοδιασμένοι με πίτες και γλυκά, για το ταξίδι, αφού τους ευχαρίστησαν θερμά και τους προσκάλεσαν στην Κομοτηνή, να ανταποδώσουν, όσο ήταν δυνατόν, το καλό. Ο Ανδρόνικος ήταν πολύ ευτυχισμένος, αλλά δεν μίλησε σε κανέναν για το όνειρό του.
Γύρω στις 10 το πρωί κατέφθασε η θεία Δηιάνειρα, εξαδέλφη της μακαρίτισσας της προγιαγιάς του, που κάθε τέτοια μέρα τους επισκεπτόταν. Ήταν μία γριούλα, κοντή και παχουλή, με γαλάζια μάτια και κάτασπρα μαλλιά, λευκή σαν αμυγδαλιά, αφράτη και μυρωδάτη σαν σπιτικό τσουρέκι. Με όλη της την γλυκύτητα και πραότητα, ερχόταν σε αντίθεση ένα αξιοθαύμαστο τσαγανό, μαρτυρία του ταραχώδους, προσφυγικού της βίου.. Η θεία αυτή ήταν πολύ “θρησκευτικιά” και πάντα τον άκουγε με προσοχή, όταν της εξέθετε τις θεωρίες του. Την πήρε λοιπόν παράμερα και της διηγήθηκε το όνειρο.
« ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ μεi», ψιθύρισε συγκινημένη εκείνη και του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο.
i ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ : ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (κε΄ 31 - 46)
31῞Οταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ,
32 καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων,
33 καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων.
34 τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.
35 ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με,
36 γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με.
37 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν;
38 πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν;
39 πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε;
40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.
41 τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.
42 ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με,
43 ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με.
44 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι;
45 τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε.
46 καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.
«Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται, ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις. »
«Εγώ, αν ήμουν εκεί, θα Τον ανέβαζα σε ένα άλογο, θα τρέχαμε μακριά και θα Τον έσωζα. Και ας θύμωνε ο Θεός μαζί μου και ας μην τα κατάφερνα στο τέλος, πάντως θα το προσπαθούσα», δήλωσε εκνευρισμένος πέρσι την ίδια μέρα και ανάγκασε την μητέρα του να του καταφέρει μια γερή τσιμπιά στον ώμο και τον πατέρα του να τον διατάξει αυστηρά να μην βλασφημεί. Άκου εκεί! Αυτός ήθελε να βοηθήσει τον Χριστούλη του και ο πατέρας του τον κατηγορούσε για βλάσφημο!
«Προσκυνοῦμεν σου τὰ Πάθη, Χριστέ.
Δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἔνδοξόν σου ἀνάστασιν »
Γυναίκες και άνδρες δεν συγκρατούσαν πια τα δάκρυά τους, καθώς ο ιερέας ύψωνε τον Σταυρό του μαρτυρίου. Ο Ανδρόνικος όμως, παρ'όλη την συγκίνηση, εξακολουθούσε να βασανίζεται από την ίδια σκέψη:
«Τόσοι άνθρωποι κι ούτε ένας δεν προσπάθησε να τον σώσει»
Αλλά δεν είπε τίποτα αυτήν την φορά. Είχε καταλάβει πως οι μεγάλοι εκνευρίζονται με τις απορίες που δεν μπορούν να απαντήσουν.
Ξημέρωσε Μεγάλη Παρασκευή. Η μητέρα του τον ξύπνησε νωρίς, για να προσκυνήσουν τον Επιτάφιο. Οι καμπάνες θρηνούσαν ρυθμικά και ο ουρανός, μουντός και βαρύς, μαρτυρούσε και την συμμετοχή της φύσης ολόκληρης στο βαρύ πένθος. Βγαίνοντας από το σπίτι, ο Ανδρόνικος παρατήρησε πως στο απέναντι πεζοδρόμιο καθόταν, κουβαριασμένη, μία νεαρή γυναίκα, με χαμηλωμένο το κεφάλι, σφίγγοντας στην αγκαλιά της, καλά τυλιγμένο με μία μάλλινη ζακέτα, ένα βρέφος. Ο Ανδρόνικος τράβηξε το χέρι της μητέρας του και της ζήτησε χρήματα, για να δώσει στην ζητιάνα. Η κυρία Ασημίνα, περήφανη που απεδείχθη αποτελεσματική η παιδαγωγική της μέθοδος, του έδωσε ένα ευρώ. Ο μικρός πέρασε τρέχοντας τον δρόμο και πλησίασε την γυναίκα, αλλά καθώς εκείνη δεν είχε απλωμένο το χέρι, έσκυψε και εναπόθεσε το κέρμα μπροστά της. Η γυναίκα τινάχτηκε και τον κοίταξε έκπληκτη. Μειδίασε θλιμμένα και ψέλλισε κάτι, αλλά ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε άβολα και στράφηκε βιαστικός προς την μητέρα του. Αντί να νιώθει ήρεμος που την βοήθησε, ενοχλούταν από ένα σφίξιμο στο στομάχι, κάτι σαν ενοχή, σα να την είχε προσβάλει. Και δεν καταλάβαινε τον λόγο.
Λίγες ώρες αργότερα, μάνα και γιος επέστρεφαν στο σπίτι. Είχε ξημερώσει για τα καλά, αλλά η μέρα εξακολουθούσε να είναι υγρή και κρύα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, εκεί που το πρωί καθόταν η νεαρή ζητιάνα, είχε μαζευτεί κόσμος πολύς, που φώναζε και χειρονομούσε. Η κυρία Ασημίνα και ο Ανδρόνικος πλησίασαν κι αυτοί, για να μάθουν τί συνέβαινε.
«Δεν είναι δυνατόν, τέτοια πράγματα στην εποχή μας», φώναζε οργισμένος ένας κύριος με κομψό, κοντό μουστάκι και ακόμη πιο κομψό μαύρο κουστούμι και γκρι γραβάτα. Θα εισηγηθώ εγώ ο ίδιος στον Υπουργό να μεριμνήσει για την εξάλειψη αυτών των φαινομένων”.
« Άσε την εξάλειψη κυρ βουλευτά, τώρα τί κάνουμε με αυτήν την καημένη την γυναίκα;», παρενέβη δυναμικά ένας ξανθός νεαρός, πολύ όμορφος, με τζην παντελόνι και μπλε μπουφάν.
Ο κόσμος τριγύρω συμφώνησε, άλλοι με το βλέμμα, άλλοι με λόγια και χειρονομίες, άλλοι φανερά στεναχωρημένοι και άλλοι εξοργισμένοι.
«Να ο Γιάννης ο Ζουρνάρας, ο πρόεδρος του συλλόγου μας», πετάχτηκε κάποιος σαρανταπεντάρης, με καφέ παλτό, δείχνοντας τον κοντό και αδύνατο άντρα, με καφέ παντελόνι, χακί σακκάκι και τραγιάσκα, που εκείνη την στιγμή ακριβώς διέσχιζε τον δρόμο κατευθυνόμενος προς το μέρος τους.
«Τί συμβαίνει παιδιά;»
Μία κυρία γύρω στα πενήντα, με κοντά, κόκκινα μαλλιά έσκυψε στο αυτί της διπλανής της, που τόση ώρα φαινόταν να ανησυχεί ειλικρινά και ήταν έτοιμη να κλάψει και της ψιθύρισε με σιγουριά:
«Ευτυχώς που ήλθε ο Γιάννης, αυτός θα βρει την λύση» .
Η άλλη συμφώνησε και το πρόσωπό της φωτίστηκε. Και ο Ανδρόνικος, που στεκόταν ακριβώς δίπλα και την άκουσε, ηρέμησε κι αυτός κι ας μην είχε ιδέα ποιός ήταν αυτός ο Γιάννης.
Εν τω μεταξύ ο σαρανταπεντάρης με το καφέ παλτό εξήγησε την κατάσταση στον Γιάννη, που πολύ προβληματισμένος πλησίασε την γυναίκα και έσκυψε να της μιλήσει.
«Πώς σε λένε κυρία μου;»
Η γυναίκα, κατακίτρινη και με σβησμένο βλέμμα, τον κοίταξε φοβισμένη και κούνησε τα άχρωμα χείλη της, αλλά δεν βγήκε κανένας ήχος.
«Ξένη θα είναι» , απεφάνθη ο ξανθός νεαρός. «Δεν ξέρει ελληνικά φαίνεται» .
Ο Γιάννης έβαλε την παλάμη του στο μέτωπο του βρέφους και το πρόσωπό του συσπάστηκε από την οργή, καθώς σηκωνόταν.
«Το παιδί καίγεται στον πυρετό. Αυτό κύριε είναι το κράτος μας, αυτή είναι η πρόνοια των κυβερνώντων μας για τον λαό. Μία μάνα με μωρό πέρασαν όλο το βράδυ και ποιός ξέρει πόσα ακόμη βράδυα, στο πεζοδρόμιο και κανένας αρμόδιος δεν κούνησε το δαχτυλάκι του. Ντροπή!!!!»
«Ντροπή», μουρμούρισαν και οι παριστάμενοι, αναψοκοκκινισμένοι, κοιτάζοντας επικριτικά τον κομψό βουλευτή, που αποχώρησε βιαστικός, για να υποβάλει την εισήγησή του.
Ο Γιάννης έβγαλε το κινητό του και απομακρύνθηκε μερικά βήματα. Μετά από λίγο πλησίασε τους συγκεντρωμένους λάμποντας από ικανοποίηση.
«Έρχεται ο Χάρης ο Ζαντόπουλος, ο δημοσιογράφος παιδιά. Θα το κάνει πρωτοσέλιδο στο αυριανό φύλλο. Κι εγώ πάω τώρα αμέσως στον Δήμαρχο να του τα ψάλλω. Ε, ρε κάλαντα που έχει να ακούσει....» , δήλωσε με αυτοπεποίθηση και με μία λάμψη εκδικητικότητας στο δεξί μάτι κι έφυγε αγέρωχος και σίγουρος ότι θα έλυνε το πρόβλημα.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά, να σου και ο Χάρης, ο δημοσιογράφος, λεπτός, ευθυτενής, καμαρωτός, με τα σγουρά μαλλιά και την μακριά μπεζ καμπαρντίνα του να ανεμίζουν στον ρυθμό του βηματισμού του. Πήρε συνέντευξη από δύο - τρεις συγκεντρωμένους, τους πλέον ευαισθητοποιημένους, ενημερωμένους και καυστικούς για την έλλειψη κοινωνικής πολιτικής στην σύγχρονη Ελλάδα και μετά φωτογράφισε την γυναίκα με το παιδί, αφού ούτε κι αυτός κατάφερε να τους εκμαιεύσει ο,τιδήποτε.
Όταν έφυγε και ο Χάρης, το πλήθος άρχισε να διαλύεται. Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά έπιασε αγκαζέ την φίλη της και την τράβηξε προς την καφετέρια «Ο Σαμαρείτης», στο επόμενο τετράγωνο.
«Μην ανησυχείς Βέτα μου, θα το κανονίσει ο Γιάννης με τον Δήμαρχο».
Η Βέτα δεν φάνηκε να πείθεται και πολύ για την αποτελεσματικότητα του Γιάννη, αλλά και τί μπορούσε να κάνει; Κοίταξε μια τελευταία φορά την γυναίκα, ζάρωσε το μέτωπό της σε δύο συμπονετικές ρυτίδες, αναστέναξε και ακολούθησε την φίλη της. Σε λίγο ο Ανδρόνικος τις είδε πίσω από την τζαμαρία να μιλούν εύθυμα, πίνοντας τον καφέ τους.
Το πεζοδρόμιο είχε σχεδόν αδειάσει. Έμειναν μόνο το αγόρι με την μάνα του και η χλωμή γυναίκα με το άρρωστο βρέφος. Η κυρία Ασημίνα στεκόταν αποσβολωμένη, με το ύφος του ανθρώπου που στην ψυχή του γίνεται μεγάλη πάλη. Δεν μπορούσε όμως να πάρει την απόφαση, μέχρι που ο εντεκάχρονος γιος της την κοίταξε θαρρετά στα μάτια και πολύ απλά της δήλωσε:
«Μαμά, φαίνονται πολύ άρρωστοι και κάνει κρύο, καλύτερα να τους πάρουμε σπίτι».
Κι αυτή η δήλωση της φάνηκε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο και αναρωτήθηκε γιατί βασανιζόταν τόση ώρα. Έσκυψε και πήρε το μωρό στην αγκαλιά της και βοήθησε την μάνα να σηκωθεί. Ήταν τόσο κρύα που θαρρείς και είχε γίνει μονοκόμματη και οι αρθρώσεις της δεν λύγιζαν. Αργά, αργά περπάτησαν μέχρι το σπίτι, όπου τους περίμενε ο κυρ Γιώργος.
«Πού είστε καλέ τόσες ώρες, τί έγινε έξω και μαζεύτηκε τόσος κόσμος...», ξεκίνησε να ρωτάει, αλλά πάγωσε μόλις είδε τους δύο ξένους.
«Το μωρό καίγεται», του εξήγησε η γυναίκα του «και η μητέρα είναι παγωμένη».
Βόλεψαν την γυναίκα σε ένα κρεβάτι, την ζέσταναν με κουβέρτες και ροφήματα και την τάισαν δυναμωτική σούπα. Εν τω μεταξύ τηλεφώνησαν στον γιατρό, τον κύριο Χριστόφορο, φίλο του πατέρα, που ήλθε αμέσως και εξέτασε την μάνα και το παιδί. Τους έγραψε την φαρμακευτική αγωγή και ο πατέρας βγήκε για να βρει εφημερεύον φαρμακείο.
« Η γυναίκα είναι μόνο παγωμένη και σοκαρισμένη», είπε ο γιατρός, «αλλά το βρέφος, αν έμενε λίγες ώρες ακόμη στο κρύο, δεν θα άντεχε».
Κατά το βραδάκι κατέφθασε και ο Δήμαρχος, αγκαζέ με τον κυρ Γιάννη. Δεν τον είχε αφήσει σε χλωρό κλαρί ο αθεόφοβος, τέτοια ιερή μέρα. Μέχρι που τον υποχρέωσε να υποσχεθεί πως αν δεν έβρισκε άλλη λύση, θα πλήρωνε ο Δήμος ξενοδοχείο για να μείνουν. Μετά από εξαντλητική έρευνα, ανακάλυψε επιτέλους ένα ίδρυμα, που δέχθηκε να φιλοξενήσει την γυναίκα με το παιδί, για μερικά βράδια. Όταν όμως πήγαν να τις βρουν, ο περιπτεράς τους εξήγησε πως τους πήραν σπίτι τους η κυρία Ασημίνα με τον γιό της. Ο Δήμαρχος ευχαριστήθηκε που το θέμα έληξε αίσια, ενώ ο κυρ Γιάννης έτρεχε ξοπίσω του αγανακτισμένος, μουρμουρίζοντας ότι αυτά τα ζητήματα πρέπει να λύνονται από τις κρατικές αρχές και όχι με την ελεημοσύνη του ενός και του άλλου. Αλλά ο Δήμαρχος δεν του έδινε πλέον σημασία, αυτός ο φαφλατάς είχε ταράξει πρωί - πρωί την οικογενειακή του γαλήνη, χώρια που τον ανάγκασε να ανατρέψει όλο του το πρόγραμμα και να αναβάλει ένα σωρό ανειλημμένες, λόγω του λειτουργήματός του, υποχρεώσεις Κι όλα αυτά για μία υπόθεση που είχε, έτσι κι αλλιώς, τακτοποιηθεί. Έτσι, τον παράτησε να παραμιλάει και να χειρονομεί νευρικά και κατευθύνθηκε προς τον Μητροπολιτικό Ναό, για να τελέσει τουλάχιστον ευπρεπώς τα θρησκευτικά του καθήκοντα.
Εκείνην την Μεγάλη Παρασκευή ο Ανδρόνικος πήγε στην περιφορά του Επιταφίου με τον πατέρα του, αφού η μαμά του έμεινε να φροντίζει τους αρρώστους.
«Ἡ ζωή ἐν τάφω κατετέθης, Χριστέ,
καί ἀγγέλων στρατιαί ἐξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι τήν σήν»
Αλλά ο Ανδρόνικος, για πρώτη φορά στην ζωή του, δεν μελαγχόλησε ούτε και σπατάλησε το νου του σε περιττούς λογισμούς. Η καρδιά του αισιοδοξούσε για την προσδοκώμενη Ανάσταση.
«Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην,
τὸν ἐν τῷ Σταυρῷ τὰς χεῖρας ἐκτείναντα,
καὶ συντρίψαντα τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ»
Συλλογιζόταν ακόμη τους δύο φιλοξενούμενους. Ο γιατρός είχε υποσχεθεί πως θα ανάρρωναν σύντομα. «Και μετά;» ταράχτηκε για μία στιγμή.
«Αἱ γενεαί πᾶσαι, ὕμνον τῇ ταφῇ σου,
προσφέρουσι Χριστέ μου»
Μετά όλα θα τακτοποιούνταν. Από την στιγμή που επικράτησε το καλό, θα νικούσε και η ίδια η ζωή. Ο Θεός θα φρόντιζε γι'αυτό. Ο Θεός ο ζωοποιών.
Η κυρία Ασημίνα ξημέρωσε στο πλευρό των αρρώστων και την επομένη ο πυρετός του μωρού έπεσε και η μητέρα, ροδαλή και υγιής πια, τους εξήγησε την κατάσταση. Ονομαζόταν Ευαγγελία, καταγόταν από την Κομοτηνή και είχαν μετακομίσει με τον σύζυγό της, τον Μενέλαο, στην Αθήνα πριν πέντε χρόνια, εκεί κοντά στην περιοχή τους. Ο άντρας της δούλευε σε μία μεταφορική εταιρία, αλλά είχε πολλούς μήνες να πληρωθεί κι έτσι μόλις προέκυψε μία ευκαιρία για έκτακτο δρομολόγιο στην Βουλγαρία, δεν το πολυσκέφτηκε κι έφυγε. Ο εκμισθωτής του σπιτιού τους όμως, που απαιτούσε εδώ και καιρό τα χρωστούμενα νοίκια, βρήκε την ευκαιρία που ήταν μόνη και αδύναμη να αντιδράσει και την έβγαλε νύχτα από το σπίτι με την βία, αφού κράτησε όλα τα υπάρχοντά τους, για ενέχυρο, όπως είπε. Περπάτησε για λίγο στα χαμένα, με το μωρό στην αγκαλιά, μέχρι που ζαλίστηκε, στηρίχτηκε για λίγο σε έναν τοίχο και γλίστρησε εξουθενωμένη καταγής, στο πεζοδρόμιο όπου την βρήκαν την επόμενη μέρα. Προσπαθούσε να μιλήσει και να τους εξηγήσει, αλλά δεν έβγαινε φωνή από τα χείλη της. Δεν είχε κάποιον στην Αθήνα και δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον άντρα της, που πρέπει να είχε ήδη επιστρέψει από τα ξημερώματα και δεν θα είχε βρει κανέναν στο σπίτι.
Να όμως που ήλθαν έτσι τα πράγματα και ο ίδιος ο Μενέλαος την βρήκε. Όταν πήγε εκείνο το πρωί σπίτι και δεν του άνοιξε κανείς, τα έχασε, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τί συνέβη. Κρατούσε όμως στα χέρια την πρωινή εφημερίδα κι έπεσε το μάτι του στο πρωτοσέλιδο με τίτλο “Η Ελλάδα της κρίσης: Μάνα με μωρό πέρασαν τη νύχτα στους δρόμους της φτώχειας”. Είδε την φωτογραφία και αναγνώρισε την οδό που βρίσκονταν η γυναίκα του και το παιδί του. Έτσι, δεν πήγε χαμένος και ο κόπος του Γιάννη του Ζουρνάρα και του Χάρη του Ζαντόπουλου, του δημοσιογράφου.
Ευτυχώς ήταν ανοιχτό το περίπτερο και ο περιπτεράς του περιέγραψε όσα διαδραματίστηκαν την προηγούμενη μέρα. Κατέφτασε λοιπόν ανήσυχος, μέχρι την πόρτα τους. Όλα τα ευχαριστώ της γης δεν αρκούσαν για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Κι έμεινε μαζί τους κι αυτός την αγία εκείνη νύχτα κι έτσι κατάφερε και η κυρία Ασημίνα να εκκλησιαστεί με την οικογένειά της.
«Ἄφραστον θαῦμα! Ὁ ἐν καμίνῳ ῥυσάμενος, τοὺς Ὁσίους Παῖδας ἐκ φλογός, ἐν τάφῳ νεκρός, ἄπνους κατατίθεται, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων.
Λυτρωτὰ ὁ Θεός, εὐλογητὸς εἶ.»
Ποτέ άλλοτε ο Ανδρόνικος δεν ένιωσε βαθιά στην ψυχή του το απερίγραπτο θαύμα, όσο εκείνη την χρονιά, που θα την θυμόταν όλη την υπόλοιπη ζωή του.
«Ὧ τῶν θαυμάτων τῶν καινῶν! ὧ ἀγαθότητος! ὧ ἀφράστου ἀνοχῆς! ἑκὼν γὰρ ὑπὸ γῆς σφραγίζεται, ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν, καὶ πλάνος Θεὸς συκοφαντεῖται΄
ὃν Παῖδες εὐλογεῖτε, Ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.»
Και καθώς θεωρούσε την συμπεριφορά του απόλυτα φυσική, δίχως ίχνος έπαρσης και με προσήλωση στις υπερκόσμιες, θεόπνευστες υμνωδίες, η άφθαρτη παιδική του φύση φωταγωγήθηκε θριαμβευτικά από τον Ήλιον της Δικαιοσύνης.
« Ἀγαλλιάσθω ἡ κτίσις· εὐφραινέσθωσαν πάντες οἱ γηγενεῖς· ὁ γὰρ ἐχθρὸς ἐσκύλευται ᾍδης·
μετὰ μύρων γυναῖκες προσυπαντάτωσαν·
τὸν Ἀδὰμ σὺν τῇ Εὔᾳ, λυτροῦμαι παγγενῆ·
καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐξαναστήσομαι»
Κι έφτασε η στιγμή για το μοναδικό, το υπέρλογον, το θαύμα των θαυμάτων και οι καμπάνες σήμαναν χαρμόσυνα:
«Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας,
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος»
Πλήρεις αγαλλιάσεως, ευλαβείας και αγάπης, ο Ανδρόνικος, και οι γονείς του επέστρεψαν στο σπίτι και έστρωσαν το γιορτινό τραπέζι.
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια, ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τήν Ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται.»
Και οι δύο οικογένειες, άγνωστες μεταξύ τους μέχρι πριν δύο μέρες, γιόρτασαν μαζί την Ανάσταση σαν παλιοί, καλοί φίλοι. Αλλά ο κύριος Μενέλαος τους ανακοίνωσε πως νωρίς το πρωί θα έφευγαν για την Κομοτηνή. Θα έμεναν στο πατρικό του και θα δούλευε στα χωράφια του αδελφού του. Δεν σκόπευε να αφήσει ποτέ ξανά μόνη την οικογένειά του.
Εκείνο το βράδυ ο Ανδρόνικος ξύπνησε από έναν θόρυβο, σα να του φάνηκε πως έτριξε η πόρτα του δωματίου του. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια, αλλά δεν τα κατάφερε. Αισθανόταν την παρουσία Κάποιου στον χώρο, αλλά δεν φοβόταν. Ένιωσε τότε ένα χέρι να τον χαϊδεύει απαλά στο κεφάλι και ξεχώρισε έναν απόκοσμο ψίθυρο:
«δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου»
«Ποιός είστε κύριε;», ρώτησε δειλά, αλλά δεν πήρε απάντηση. Και τότε κατάφερε να ανοίξει επιτέλους τα μάτια και είδε στο αχνό φως της αστροφεγγιάς, μία λεπτή, γνώριμη αντρική φιγούρα, με μακριά μαλλιά και λευκό χιτώνα, να απομακρύνεται ανάλαφρα προς το μπαλκόνι. Ο Ανδρόνικος δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια ή τα πόδια του, ούτε καν να φωνάξει, αλλά ένιωθε ζεστός και ελαφρύς σαν φτερό, χαλαρός σαν βρέφος στην μητρική αγκαλιά. Κι έτσι ξανάκλεισε τα μάτια του κι έπεσε σε έναν ύπνο βαθύ, μακάριο, γαλήνιο, δίχως όνειρα και εικόνες, με την αίσθηση ότι αιωρούταν απαλά στο άπειρο.
Κυριακή του Πάσχα, ξύπνησε πολύ νωρίς. Οι φιλοξενούμενοι έφυγαν εφοδιασμένοι με πίτες και γλυκά, για το ταξίδι, αφού τους ευχαρίστησαν θερμά και τους προσκάλεσαν στην Κομοτηνή, να ανταποδώσουν, όσο ήταν δυνατόν, το καλό. Ο Ανδρόνικος ήταν πολύ ευτυχισμένος, αλλά δεν μίλησε σε κανέναν για το όνειρό του.
Γύρω στις 10 το πρωί κατέφθασε η θεία Δηιάνειρα, εξαδέλφη της μακαρίτισσας της προγιαγιάς του, που κάθε τέτοια μέρα τους επισκεπτόταν. Ήταν μία γριούλα, κοντή και παχουλή, με γαλάζια μάτια και κάτασπρα μαλλιά, λευκή σαν αμυγδαλιά, αφράτη και μυρωδάτη σαν σπιτικό τσουρέκι. Με όλη της την γλυκύτητα και πραότητα, ερχόταν σε αντίθεση ένα αξιοθαύμαστο τσαγανό, μαρτυρία του ταραχώδους, προσφυγικού της βίου.. Η θεία αυτή ήταν πολύ “θρησκευτικιά” και πάντα τον άκουγε με προσοχή, όταν της εξέθετε τις θεωρίες του. Την πήρε λοιπόν παράμερα και της διηγήθηκε το όνειρο.
« ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ μεi», ψιθύρισε συγκινημένη εκείνη και του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο.
i ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ : ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (κε΄ 31 - 46)
31῞Οταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ,
32 καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων,
33 καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων.
34 τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.
35 ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με,
36 γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με.
37 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν;
38 πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν;
39 πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε;
40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.
41 τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.
42 ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με,
43 ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με.
44 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι;
45 τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε.
46 καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.