Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος, αν και δεν είχε πλέον ελπίδα σωτηρίας, επεσκέφθη τάς επάλξεις και τα φρούρια.

Και, αφού εβεβαιώθη ότι όλα ήσαν έν τάξει, εισέρχεται είς την εκκλησίαν συνοδευόμενος από στρατηγούς και ιερείς και πλήθος λαού, ο οποίος εφώναζε : «Κύριε ελέησον !».

…Οι καρδιές όλων ήσαν καλυπημέναι, σαν να εψάλλετο η νεκρώσιμος ακολουθία ολοκλήρου γενεάς.

…Δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ του λαού και των αρχόντων, των πτωχών και των πλουσίων. Όλοι αγκαλιάζαν αλλήλους, σαν να ευρίσκωνται είς το χείλος κοινού τάφου.

…Όσο περισσότερο προχωρεί η λειτουργία και πλησιάζει η απόλυσις, τόσο περισσότερο αυξάνει η βοή του κλαυθμού και ο θρήνος του λαού διπλασιάζεται.

…Ότε εψάλλετο το κοινωνικόν, οι εκκλησιαζόμενοι και οι σωματοφύλακες παραμερίζουν και εμφανίζεται ο Κωνσταντίνος. Φορεί πτωχήν και παλαιάν βασιλικήν στολήν και προχωρεί προς το άγιον βήμα, ασκεπής, κατηφής, με δακρυσμένους οφθαλμούς.

Ο αυτοκράτωρ προσεύχεται επί πολλήν ώραν. Γονυπετεί τρείς φοράς ενώπιον του Δεσπότου Χριστού και της Θεομήτορος. Καταβάλλει πάσαν προσπάθειαν δια να εμποδίσει τους λυγμούς, οι οποίοι από καιρού εις καιρόν αναβαίνουν από την καρδίαν του.

Παραλαμβάνει από τας χείρας του Αρχιερέως τα άχραντα μυστήρια και μεταλαμβάνει.

Όλοι τότε εφώναξαν:

- Έσο συγχωρημένος !

Οι λόγοι του αυτοκράτορος, επαναλαμβανόμενοι από στόματος εις στόμα, αντηχούν εις την Αγίαν Σοφίαν ως οι τελευταίοι λόγοι της διαθήκης της Πατρίδος και της Πίστεως.

Οι μητέρες αποχαιρετούν τα παιδιά τους, οι γυναίκες ρίχνονται στις αγκαλιές των συζύγων.

Όλοι εκοινώνησαν όλοι μετά πίστεως, αγάπης και ελπίδος.

Δεν ήκουε κανείς άλλο τι παρά φωνάς περί αμοιβαίας συγχωρήσεως των αμαρτημάτων και όρκους πίστεως είς το Έθνος και την Εκκλησίαν του Χριστού:

-«Συγχώρησόν με αδελφέ !» εφώναζαν όλοι.
-«Ο Θεός ας σε συγχωρήση ! « απεκρίνοντο οι άλλοι.


Έξω στα τείχη…

…Τα σουλτάνικα στρατεύματα τέλος περικυκλώνουν τον βασιλέα. Ο Κωνσταντίνος, μαχόμενος μέχρις εσχάτων, ύστατος πράγματι υπερασπιστής της Πόλεως, βλέποντας τον άφευκτον θάνατον του, κραυγάζει προς τους οπαδούς του:

- Δεν είναι κανείς εδώ, όστις να λάβη την κεφαλήν μου ;

Ουδείς ζωντανός πλησίον του…

Επί τέλους δέχεται και αυτός, τελευταίος όλων, τον ουράνιον στέφανον. Πληγωμένος στον ώμο, πίπτει εις το τείχος της Ορθοδοξίας ημιθανής, κατά το τεσσαρακοστόν ένατον έτος της ηλικίας του, και μετ’ ολίγον αποθνήσκει.


…Όταν διεδόθη η είδησις ότι η βασιλίς των πόλεων εκυριεύθη, πλήθος αναρίθμητων Χριστιανών ώρμησε δια να προφυλαχθή είς τον ναόν της Αγίας Σοφίας. Στα προαύλια, στις στήλες και στο θυσιαστήριο, παντού λαός αναρίθμητος.

Έκλεισαν τις πόρτες και με ολολυγμούς και θρήνους και κραυγές απελπισμού, ικέτευαν σωτηρίαν παρά του Θεού.

Αλλά μετ’ ολίγον οι Τούρκοι, λεηλατώντας, σφάζοντας, αιχμαλωτίζοντας, φθάνουν εις τον ναόν, χτυπώντας τις πύλες του.

Ποιος δύναται να περιγράψη την τρομεράν εκείνην στιγμήν; Εις το άκουσμα του κτυπήματος του πελέκεως βροντωδέστεροι ακούονται οι θρήνοι, αι φωναί των νηπίων, τα μοιρολόγια των μητέρων, οι οδυρμοί των πατέρων και τα δάκρυα των Ελληνίδων παρθένων.

Αιφνιδίως καταπαύουν οι θρήνοι, διότι ακούεται βροντερώδης φωνή:

- Όσοι πιστοί, παύσατε τους κλαυθμούς και ακούσατε τους λόγους μου!

Ήταν η φωνή του κατόπιν Πατριάρχου Γενναδίου. Όρθιος επί του άμβωνος, με τας χείρας υψωμένα υπεράνω μυρίων κεφαλών. Ήταν οι τελευταίοι χριστιανικοί λόγοι, που ήχησαν εις τον ναόν της Σοφίας του Σωτήρος Χριστού, την 29ην Μαΐου 1453.


(Εισαγωγή είς τα «Δημοτικά Άσματα») Σπυρίδων Ζαμπέλιος.
* Φωτογραφία από Günther Simmermacher από το Pixabay