Στην ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ως μία ιδιαίτερα δραματική μορφή ψυχοπαθολογίας θα αναφερθώ σήμερα καθώς οι οικονομικό-κοινωνικές καταστάσεις που ήδη βιώνουμε οι οποίες με lockdown και περιορισμούς χειροτερεύουν καθημερινά θυμίζει και εμφανώς ξεπερνούν όσα είχαμε βιώσει στα πρώτα δραματικά χρόνια υποταγής μας στα Μνημόνια.
Από το περασμένο Σάββατο βιώνουμε το δεύτερο lockdown εξαιτίας του covid-19, και ευχαριστώ το φιλικό μου blog που φιλοξενεί σήμερα τις σκέψεις μου καθώς φαίνεται ότι, με την αβεβαιότητα πρόβλεψης του τέλους της καταστροφικής πανδημίας, αρχίζουμε να χάνουμε το πατροπαράδοτο για την Ανθρωπότητα και ιδιαίτερα εμάς τους ανέκαθεν αισιόδοξους Έλληνες αίσθημα της ΕΛΠΙΔΑΣ…
Υπάρχουν αναφορές ότι εξαιτίας του covid-19 σε όλες τις χώρες της Δύσης, όπως και στην Πατρίδα μας, πολλοί συνάνθρωποί μας βρίσκονται ήδη στα όρια της κατάθλιψης, και οι ψυχό-κοινωνικές επιβαρύνσεις «χτυπούν κόκκινο» και οξύνονται περισσότερο στα άτομα που περιθωριοποιούνται στις τάξεις της ανεργίας ή μειώνονται δραματικά τα μηνιαία εισοδήματά τους με κουτσουρεμένους μισθούς και επιδόματα ανεργίας που θυμίζουν «χαρτζιλίκι…»
Τα μεγέθη της οικονομικής μας δυσπραγίας φαντάζουν δυσθεώρητα, κρούσματα και θάνατοι αυξάνουν καθημερινά και οι ψυχολογικές επιπτώσεις είναι εμφανείς με πολλαπλασιασμό των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας.
Με εμφανή την απελπισία που χαρακτηρίζει πλέον μεγάλο αριθμό συμπατριωτών μας και με αυξητικές τάσεις στα επίπεδα και τους αριθμούς της κατάθλιψης φοβάμαι ότι ίσως βιώσουμε κάποια δραματική αύξηση και στους αριθμούς των αυτοκτονιών όπως είχαμε δει στα πρώτα χρόνια των Μνημονίων.
Πριν λίγα χρόνια, σύμφωνα με σχετικές για τις αιτίες θανάτου μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο είχε προβληθεί ότι η Κατάθλιψη το 2020 (τότε κανείς ερευνητής δεν είχε υποψιασθεί τα δεδομένα της πανδημίας covid-19) θα έφτανε στην δεύτερη θέση ανάμεσα στις 5 κυρίαρχες αιτίες θανάτου (την πρώτη θέση κατέχουν οι ισχαιμικές καρδιοπάθειες, την τρίτη τα τροχαία ατυχήματα, την τέταρτη τα εγκεφαλικά και την πέμπτη η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια).
Η κατάθλιψη εμφανίζεται σε μια πρώτη, επιπόλαια εξέταση ως μια διογκωμένη κατάσταση του αισθήματος της κοινής λύπης. Εκφράζοντας τα υποκειμενικά του συναισθήματα σε τρίτους, το άτομο που αρχίζει να βυθίζεται στον αδυσώπητο κόσμο της κατάθλιψης χρησιμοποιεί το λεξιλόγιο, τις εκφράσεις κάθε ατόμου που διέρχεται μια κρίση οδύνης, λύπης ή μελαγχολίας.
Σε αντίθεση όμως, με την περίπτωση της συνηθισμένης και παροδικής θλίψης και μελαγχολίας, που όλοι μας κατά καιρούς περνάμε, στην περίπτωση της κατάθλιψης η συμπτωματολογία ενέχει τον καθοριστικό χαρακτήρα του βαθμιαίου, αλλά σαφέστατου, εκφυλισμού προς το χειρότερο.
Συναισθηματικά το άτομο καθώς βυθίζεται στην κατάθλιψη βιώνει τη σταδιακή απώλεια κοινών συναισθημάτων που καλύπτουν το φάσμα από το ενδιαφέρον για γνωστούς και φίλους μέχρι και την αγάπη για οικείους, τον έρωτα για το ταίρι του. Ταυτόχρονα το άτομο χάνει την αίσθηση του χιούμορ και συχνά, χωρίς προφανείς αιτίες, ξεσπά σε κλάμα. Τελικά, η κατάσταση χειροτερεύει και το άτομο αδυνατεί, ακόμη και όταν συντρέχουν λόγοι, να κλάψει.
Ψυχοδυναμικά η κατάθλιψη ερμηνεύεται ως περίπτωση εσωτερίκευσης κάποιας αποτυχίας στην οποία το ΕΓΩ του ατόμου ταυτίζεται με το χαμένο αντικείμενο, άτομο ή κατάσταση. Στη Φροϋδική θεωρία υποτίθεται ότι σε μια κατάσταση ερωτικής απογοήτευσης, το πρόσωπο που πληγώνει το άτομο ενσωματώνεται στο ΕΓΩ του, ταυτίζεται συμβολικά με αυτό, και κατά συνέπεια η διάσπαση της προσωπικότητας του ατόμου (με τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της κατάθλιψης) αποτελεί για το άτομο την πρέπουσα τιμωρία για το ένοχο πρόσωπο.
Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της συνηθισμένης θλίψης ή λύπης που έρχεται ως λογικό επακόλουθό μιας οποιοσδήποτε απογοήτευσης και της κατάθλιψης έγκειται, ψυχαναλυτικά, στο γεγονός ότι το άτομο αφού θρηνήσει τη συγκεκριμένη απογοήτευση θα ξεχάσει το συγκεκριμένο πρόσωπο και θα αναζητήσει νέες χαρές σε άλλο πρόσωπο.
Οι συμπεριφοριστικές θεωρίες διατείνονται ότι μερικά άτομα δεν δημιουργούν στην παιδική τους ηλικία τις απαιτούμενες βάσεις στις δομές της προσωπικότητάς τους δηλαδή υγιείς μηχανισμούς αυτοεκτίμησης και διακατέχονται από έντονη ανασφάλεια και αβεβαιότητα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Ένα συγκλονιστικό συναισθηματικό επεισόδιο, μια απώλεια ή αποτυχία που θα βυθίσει τον καθένας μας σε θλίψη, οδηγεί τα άτομα αυτά σε απόγνωση και κατάθλιψη με συνέπεια τον αποσυντονισμό των δομών της προσωπικότητάς τους..
Σύγχρονες βιοχημικές έρευνες και μελέτες αποσκοπώντας στην εδραίωση κάποιας οργανικής αιτίας για το φαινόμενο της κατάθλιψης έχουν στοιχειοθετήσει τη συσχέτιση υπέρμετρης ποσότητας κορτιζόνης στο αίμα ή τις διαταραχές μεταβολισμού του σοδίου και ποτασίου με την παρουσία κατάθλιψης και καταθλιπτικής μελαγχολίας. Επιπρόσθετα οι βιοχημικές έρευνες ελέγχουν και το ρόλο που διαδραματίζει η κληρονομικότητα στην εδραίωση της προδιάθεσης μερικών ατόμων, για δημιουργία καταθλιπτικών ψυχολογικών καταστάσεων.
Η ραγδαία πρόοδος της βιοχημείας και η ανάπτυξη ψυχοφαρμάκων, παρέχει ελπιδοφόρα αποτελέσματα στις περιπτώσεις καταθλιπτικών περιστατικών που οδηγούσαν και στην «αυτοαναίρεση» και τα αποτελέσματα βελτιώνονται όταν η ιατροφαρμακευτική αγωγή συνδυάζεται και με την κατάλληλη ψυχοθεραπευτική υποστήριξη.
Στην εποχή μας η κατάθλιψη, την οποία οι Αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν χαρακτηρίσει ως «κατάρα των θεών», εφόσον διαγνωσθεί έγκαιρα και αντιμετωπιστεί με κατάλληλα ψυχοφάρμακα και ψυχοθεραπευτική αγωγή υποστήριξης επιτρέπει στο άτομο να παραμείνει περιπατητικό, να λειτουργήσει μέσα και γύρω από το σπίτι του σε αποδεκτά επίπεδα συμπεριφοράς χωρίς να χρειαστεί την εισαγωγή σε ψυχιατρική-νευρολογική κλινική.
Ψυχίατροι, νευρολόγοι, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί στην εποχή μας συμφωνούν ότι η φαρμακευτική και ψυχοθεραπευτική αγωγή που παρέχεται εκτός κλινικής προφυλάσσει το άτομο και από τα γνωστά σύνδρομα «ιδρυματοποίησης» που προξενούν, σχεδόν κατά κανόνα, οι συνθήκες ζωής και το περιβάλλον των ψυχιατρικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων.
Δεδομένου ότι το άτομο που βυθίζεται στην κατάθλιψη μπορεί να επιλέξει την πράξη αυτοαναίρεσης (αυτοκτονίας), κλείνοντας επισημαίνω ξανά εμφαντικά τις γοργά αυξανόμενες οικονομικό-κοινωνικές δυσκολίες που ήδη αντιμετωπίζουν τεράστιοι αριθμοί Ελλήνων, που αναμφίβολα λειτουργούν επιβαρυντικά στον ψυχισμό μας και θα παροτρύνω τα άτομα, ή εφόσον αυτά αδυνατούν, τους συγγενείς τους, να προστρέξουν σε αναζήτηση ψυχολογικής και ψυχιατρικής βοήθειας μόλις αντιληφθούν ότι η συμπτωματολογία που περιληπτικά περιέγραψα παραπάνω τους αφορά.