Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Από την πανδημία του Θουκυδίδη στον Covid–19 (Β΄ ΜΕΡΟΣ)

Του Παναγιώτη Γ. Αλεκάκη,
Φιλόλογος – Ιστορικός,
Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ.,
Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης


Στην αρχή του δεύτερου μέρους είναι ευκαιρία να αναφέρουμε ότι η νόσος προήλθε «εξ Αιθιοπίας της υπέρ Αιγύπτου», περιοχή που αντιστοιχεί στο σημερινό Σουδάν, και από εκεί στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και στο μεγαλύτερο μέρος της τότε περσικής αυτοκρατορίας. Στην Ελλάδα, όπως ήδη αναφέραμε, έφτασε πρώτα στον Πειραιά και έπειτα στην Αθήνα.

Το κυρίαρχο συστατικό του λοιμού το αναφέρει ο Θουκυδίδης: είναι η αδυναμία των ανθρώπων, ειδικών και μη, να τον αντιμετωπίσουν. Η αναποτελεσματικότητα του ανθρώπου απέναντι στον λοιμό διαφαίνεται στη διαπίστωση του ιστορικού: «ούτε γαρ ιατροί ήρκουν…ούτε άλλη ανθρωπίνη τέχνη ουδεμία∙ όσα τε προς ιεροίς ικέτευσαν ή μαντείοις και τοις τοιούτοις εχρήσαντο, πάντα ανωφελή ην» (ΙΙ, 47.4). Από το απόσπασμα αυτό διαπιστώνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με απόψεις ενός ορθολογιστή ιστορικού (δεν συμμεριζόταν τις μεταφυσικές/θεολογικές προσεγγίσεις), αλλά η φράση «πάντα ανωφελή ην» υποδηλώνει την ανασφάλεια και την απόγνωση που φέρνει η άγνοια στη διαχείριση μιας άγνωστης και επικίνδυνης συγχρόνως κατάστασης. Και η φράση «κατέσκηπτε γαρ και ες αιδοία και ες άκρας χείρας και πόδας» (ΙΙ, 49.8) φανερώνει την επιθετικότητα της πανδημίας. Δεν είναι τυχαία η χρήση του κατασκήπτω = πέφτω σαν κεραυνός.

Ας περάσουμε να δούμε τα συμπτώματα της νόσου, όπως μας τα περιγράφει ο Θουκυδίδης (ΙΙ, 49.1). «…ως ωμολογείτο εκ πάντων» όσοι αρρώστησαν εξαιτίας του λοιμού, κατέληξαν είτε είχαν κάποιο νόσημα είτε ήταν ως τότε υγιείς. Τους υγιείς τους προσέβαλε αιφνίδια και η εξέλιξή τους ήταν ταχεία, αφού οι περισσότεροι πέθαιναν μετά την παρέλευση επτά ή εννέα ημερών. Όσοι κατόρθωναν να διαφύγουν προς στιγμήν τον θάνατο οδηγούνταν στο μοιραίο από σωματική εξάντληση.

Είναι άξια προσοχής η περιγραφή των συμπτωμάτων. Η νόσος ξεκινούσε με συμπτώματα στο κεφάλι: υψηλό πυρετό, φλόγωση, κοκκίνισμα στα μάτια και κόκκινα σαν αίμα γίνονταν η γλώσσα και ο φάρυγγας, δυσκολία στην αναπνοή. Στη συνέχεια το φτάρνισμα, η βραχνάδα και σε λίγο ο πόνος κατέβαινε στο στήθος με δυνατό βήχα. Ακολουθούσαν εμετοί που προκαλούσαν μεγάλη ταλαιπωρία ή συχνό ήταν σε πολλούς το ανακάτεμα χωρίς εμετό, που έφερνε δυνατούς σπασμούς. Και το σώμα εξωτερικά ούτε πολύ ζεστό ήταν, κοκκινωπό και καλυμμένο με μικρές φουσκάλες και εξανθήματα. Εσωτερικά όμως, καιγόταν τόσο πολύ, ώστε δεν ανέχονταν ούτε τα πιο λεπτά ενδύματα και ήθελαν να είναι γυμνοί και αισθάνονταν πολύ ευχάριστα να ρίχνονται σε κρύο νερό. Πολλοί ρίχνονταν στις δεξαμενές εξαιτίας της ακατάπαυστης δίψας που τους βασάνιζε. Επιπλέον, ήταν αδύνατο να βρουν ησυχία, καθώς η αϋπνία τους ταλαιπωρούσε συνεχώς.

Όσοι ξέφευγαν τον θάνατο, τότε το νόσημα κατέβαινε στην κοιλιά προκαλώντας ακατάσχετη διάρροια και κατά συνέπεια πέθαιναν από εξάντληση. Η νόσος ξεκινούσε από το κεφάλι, στη συνέχεια διέτρεχε όλο το σώμα και σε κάποιους άφηνε τα σημάδια της με την απώλεια των άκρων. Κάποιοι άλλοι έχαναν την όρασή τους και κάποιοι που γίνονταν καλά, έχαναν ολοσχερώς τη μνήμη τους, μην αναγνωρίζοντας ούτε τους δικούς τους ανθρώπους.
Ο Θουκυδίδης (ΙΙ, 50.1) επισημαίνει ότι ο λοιμός ξεπερνά την αφήγησή του και ότι το πλήγμα ήταν ισχυρότερο από όσα μπορεί να αντέξει η ανθρώπινη φύση, αλλά δεν ήθελε να αφήσει ορισμένους αναγνώστες να αμφισβητήσουν την επιθετικότητα της αρρώστιας. Οι αμφισβητίες και αρνητές πάντοτε υπήρχαν και υπάρχουν. Ο Θουκυδίδης όμως, έχει θέσει ως σκοπό του να ενημερώσει τις επερχόμενες γενιές «…ει ποτε και αύθις επιπέσοι» (= αν δηλαδή εμφανιστεί ξανά), να γνωρίζουν οι μεταγενέστεροι τα συμπτώματα και τις συνέπειες. Είναι γνωστή η αρετή του ιστορικού, που τον διέκρινε η πρόνοια και γι’ αυτό προσέβλεπε στο να αποτελέσουν τα γραπτά του «κτήμα τε ες αιεί μάλλον ή ανάγνωσμα ες το παραχρήμα ακούειν», με άλλα λόγια να είναι ένα παντοτινό απόκτημα παρά προσωρινό άκουσμα. Τον λοιμό τον θεώρησε μια ευκαιρία για διδακτικό παράδειγμα στις μέλλουσες γενιές.

(συνεχίζεται)
Εδώ το Α΄ ΜΕΡΟΣ