να μεταφέρει το χωριό στην καινούργια του θέση, όπου βρίσκεται σήμερα η ομώνυμη κωμόπολη. Από τότε μέχρι σήμερα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Κυρίως ο τουρισμός μας έχει αλλοτριώσει τελείως, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε τις παραδόσεις των προγόνων μας. Ας ελπίσουμε πως αυτά τα άρθρα, θα αφυπνίσουν κυρίως τους νέους Λεπτοκαρίτες, αλλά και θα αποτελέσουν το έναυσμα, για να μάθουν και να αγαπήσουν τα ήθη & έθιμα των παππούδων τους.
Από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, από πολύ νωρίς το πρωί, τα παιδιά στην παλαιά Λεπτοκαρυά, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα:
«Άγιος Βασίλης έρχητι, γιννάρης ξιμιρώνει,
μπε τ’ αρνιά, μπε τα κατσίκια, δο μι τχιά την κλούρα,
μη σι κόψου μι ντσικούρα».
«Άγιος Βασίλης έρχητι, από την Καισαρεία, βαστάει κόλα και χαρτί,
χαρτί και καλαμάρι, το καλαμάρι έγραφε, και το χαρτί μιλούσε,
κάτσε να φας κάτσε να πιείς, κάτσε να τραγουδήσεις».
«Βασίλη μ΄πόθεν έρχησι, και πόθεν κατεβαίνεις;
Από την πόλη έρχομαι, και στο χωριό πηγαίνω».
«Βασίλη μ’ξέρεις γράμματα, πες μας την άλφα βήτα,
κι έλα κόψε μας την πίτα».
Στα παιδιά μετά τα κάλαντα, οι νοικοκυραίοι τα έδιναν ότι είχαν στο σπίτι τους, όπως: «καρύδια, χαρούπια, σύκα, σταφίδες, κάστανα, μήλα, κυδώνια, κλπ». Εάν ο νοικοκύρης του σπιτιού ήταν «ανοιχτοχέρης και χουβαρντάς», τότε τα παιδιά φεύγοντας του τραγουδούσαν:
«Σ’αφτό το σπίτι πού’ρθαμι , πέτρα να μη ραΐσει,
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χιλιά χρονιά να ζήσει».
Όμως, εάν κάποιος νοικοκύρης «ήταν τσιγκούνης», ή «δεν άνοιγε την πόρτα του σπιτιού του» στα παιδιά για να του πούνε τα κάλαντα, τότε αυτά φεύγοντας από το σπίτι του, τραγουδούσαν και «άλλα κάλαντα»:
«Σ’αφτό το σπίτι πού’ρθαμι, γιμάτο καλιακούδια,
τα μσα γιννούν, τα μσα κλουσσούν, τα μσα σι βγάζν τα μάτια,
κι τ’άλλα τα μικρότερα, σι κόβν τα μουστάκια».
Την Πρωτοχρονιά, όλοι οι νοικοκυραίοι από το πρωί, ήταν συγκεντρωμένοι στα σπίτια τους. Κανένας Λεπτοκαρίτης, το πρωινό της Πρωτοχρονιάς, δεν πήγαινε σε ξένο σπίτι, γιατί θα τον έβαζαν να βγάλει τα “πλιά”. Όταν μεσημέριαζε (και δεν πήγαινε στο νοικοκυριό κάποιος ξένος, για τα “πλιά”), τότε όλοι τους μαζευόντουσαν στο τζάκι του σπιτιού.
Κάθονταν αγαπημένοι, ήρεμοι και χαρούμενοι, γιατί έτσι ήθελαν να τους βρει ο νέος χρόνος. Όταν όλη η οικογένεια βρισκόταν τριγύρω από το αναμμένο τζάκι, τότε η μητέρα έβγαζε από την ποδιά της, μια χούφτα με αλάτι και το έριχνε στα αναμμένα κάρβουνα. Ενώ όλη η οικογένεια κοιτούσε τη φωτιά, τότε η μητέρα έπαιρνε μία τσιμπίδα και αναμοχλεύοντας τα κάρβουνα με το αλάτι, έλεγε: «Ιδώ νοικοκυραίοι, ιδώ πιδιά, ιδώ νύφεις, ιδώ γαμπροί, ιδώ πρόβατα, ιδώ γίδια, ιδώ βόδια, ιδώ μπλάρια, ιδώ κότις, ιδώ τσ’γής τα καλά».
Έτσι, μετά τα “πλιά”, η μητέρα ή η πεθερά του σπιτιού, άρχιζε να ετοιμάζει τα φύλλα για τη βασιλόπιτα. Τα έπλαθε με τον πλάστη και ήταν ιδιαίτερα χαρούμενη και γελαστή, ώστε έτσι να τη βρει και ο νέος χρόνος. Όταν το “σύβρασμα” (δηλ. η γέμιση που βάζουν στην πίτα και αποτελείται από ρύζι, τσιγαρίδες, κάστανα, συκωτάκια, κλπ) ήταν έτοιμο, τότε η νοικοκυρά γέμιζε την πίτα. Την ώρα εκείνη που γέμιζε την πίτα, κανένας άλλος δεν έπρεπε να βλέπει, γιατί το φλουρί “ο παράς” και τα υπόλοιπα, που θα έβαζε μέσα στην πίτα η σπιτονοικοκυρά, έπρεπε να γίνουν μυστικά.
Στη βασιλόπιτα οι Λεπτοκαρίτες συνήθως έβαζαν ένα νόμισμα “τον παρά” για την προκοπή του σπιτιού, ένα “άχυρο” για τα πρόβατα, ένα “φύλλο από πουρνάρι” για τα κατσίκια, “λίγους σπόρους σιταριού” για τις κότες, κλπ. Αργότερα έψηναν τη βασιλόπιτα στον παραδοσιακό πλίνθινο φούρνο του σπιτιού. Όταν η πίτα ήταν έτοιμη, τότε όλοι τους μαζευόντουσαν γύρω από το “σουφρά” (δηλ. γύρω από το χαμηλό ξύλινο τραπέζι) όπου έβαζαν πάνω το ταψί.
Ο γεροντότερος έπαιρνε το μαχαίρι και πρώτα έκοβε στο κέντρο της πίτας ένα “φιλί” (δηλ. ένα κομμάτι στρογγυλό το οποίο ήταν αφιερωμένο για τον Χριστό ή για το σπιτικό). Αργότερα έκοβε τόσα “φιλιά”, (δηλ. κομμάτια τριγωνικά) όσα ήταν και τα μέλη της οικογένειας. Αυτός που έκοβε την πίτα, έπιανε το ταψί και το γύριζε τρεις φορές. Αυτό γινόταν, για να μην ξέρει κανένας, που βρισκόταν “ο παράς” και τα υπόλοιπα, (όπως το άχυρο, κλπ). Έτσι, στο σημείο όπου σταματούσε το ταψί, το κομμάτι εκείνο (που βρισκόταν απέναντι), ανήκε στο κάθε μέλος της οικογένειας.
Τότε ο γεροντότερος έλεγε: “Χρόνια πολλά & καλή χρονιά” και μετά άρχιζε το ψάξιμο της πίτας. Όλοι έψαχναν και κυρίως τα παιδιά. Έψαχναν να βρουν τον “καλόν τον παρά”, ή το “άχυρο”, ή το “φύλλο πουρναριού”, κλπ. Όμως πρόσεχαν πάρα πολύ, ώστε να μην σκορπίσουν τα “φιλιά” (δηλ. τα κομμάτια) της πίτας. Σήκωναν ένα - ένα τα φύλλα της πίτας, προσεχτικά, από πάνω προς τα κάτω, ώστε να βρούνε τον "παρά”.
Τονίζουμε πως την ημέρα της Πρωτοχρονιάς κανένας Λεπτοκαρίτης στην παλαιά Λεπτοκαρυά, δεν πήγαινε σε άλλο σπίτι, πριν από το φαγητό. Αυτός που έβρισκε τον “παρά” της πίτας, αισθάνονταν μεγάλη χαρά, ενώ έλεγαν πως ήταν ο τυχερός του σπιτιού και πως όλη η νέα χρόνια θα του πήγαινε ζερβά. Αυτός που θα τύχαινε το “άχυρο” θα έπρεπε να φροντίζει περισσότερο τα πρόβατα του σπιτιού (για τη χρονιά εκείνη), εκείνος που θα τύχαινε το “φύλλο πουρναριού” να φροντίζει τα γίδια, κλπ.
Έπειτα από το φάγωμα της βασιλόπιτας, οι κάτοικοι της παλαιάς Λεπτοκαρυάς, δεν έβγαζαν άλλα “πλιά” και μπορούσαν να αρχίσουν τις επισκέψεις σε γνωστούς ή σε ξένους μέσα στο χωριό. Τότε συχνά ρωτούσε ο ένας τον άλλο: «Έι Μήτσου; Ποιος βρήκι τουν παρά σε σας; Η Νάτσιους, (δηλ. ο Θανάσης) απαντούσε ο γείτονας». «Σι ποιόν έπισαν τα πρόβατα; Στουν μπαμπάμ». «Κι τα γίδια; Στ’μάνα μ’έπισαν τα γίδια». «Κι οι κότις; Στουν αδιλφό μ’έπισαν οι κότις . . .».
Η άντληση αρκετών πληροφοριών, έγινε από το βιβλίο του καθηγητή Γεωργίου Δ. Χατζή, «ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΑ». Έχοντας ως βάση τις πηγές αυτές, εμείς οι νεώτεροι μελετητές, προσθέτουμε τις δικές μας πληροφορίες & πηγές, με μοναδικό σκοπό να διασώσουμε αλλά και να προβάλουμε τις παραδόσεις, ήθη & έθιμα, των κατοίκων της παλαιάς Λεπτοκαρυάς. Όλα τα παραπάνω, θα μπορέσουν να διασωθούν, μόνο με τη δημιουργία “λαογραφικού μουσείου στη Λεπτοκαρυά”. Γιατί λαός που ξεχνάει την ιστορία του . . . δεν έχει μέλλον.
Γράφει ο ΤΖΙΟΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Φιλόλογος - αρχαιολόγος