Ένας ιός ταλαιπωρεί για καιρό την ανθρωπότητα. Δοκιμάζει χαρακτήρες και συμπεριφορές. Διχάζει τους αιώνια διχασμένους, κινείται ύπουλα, αφαιρεί ζωές.
Ένας αόρατος εχθρός, άγνωστος, μιαρός, καθορίζει την οικονομικοκοινωνική πορεία της παγκόσμιας κοινότητας. Σκοτεινός, απρόβλεπτος, προβληματίζει την ιατρική επιστήμη και φυλακίζει την βούληση, την έκφραση, αιχμαλωτίζει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες των πολιτών.
Μέσα στο σκοτάδι, στην αβεβαιότητα, ανάμεσα στα μίση, στα πάθη και στους εγωισμούς, έρχεται το φως, η ζωή, ο Υιός. Απέναντι σε όλες τις δυσάρεστες ειδήσεις των ημερών, απέναντι στις τραγωδίες της σύγχρονης κοινωνίας μας, έρχεται η ελπίδα.
Η Χριστού Γέννα, το άστρο της Βηθλεέμ είναι ο λόγος για τον οποίο αλλάζει η διάθεση όλων αυτές τις άγιες ημέρες. Ο φθαρτός άνθρωπος προσεύχεται στον Υιό για υγεία, για λύτρωση από τα δεινά του ιού, αναμένει το φως, λαχταρά τα Χριστούγεννα.
«Γιατρέ σώσε με, σε παρακαλώ, έχω παιδιά…», είναι η έκκληση βοήθειας από διασωληνωμένο ασθενή, καταβεβλημένο από τον ιό. Και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό εργάζεται νύχτα μέρα, θυσιάζεται για να σώσει ζωές. Όταν η λαίλαπα του ιού τρομάζει και θανατώνει η επίκληση αυτή προς τον Σωτήρα όλων, τον Υιό του Θεού, είναι αναγκαία. Πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς των πιστών ασθενών, ιατρών, νοσηλευτών, όσων μάχονται απέναντι στον ιό.
Αυτός όπως που δεν πείθεται, αυτός που δεν πιστεύει, με τι επιχειρήματα να αναστρέψεις την άρνηση του; Δεν είναι μια μαθηματική πράξη για να την λύσεις με την άλφα ή βήτα μέθοδο. Πώς να αποδείξεις το άναρχο, το άφθαρτο, το αιώνιο;
Αν ο ιός προκάλεσε πένθος σε πολλές οικογένειες, ο Υιός προσφέρει χαρά, αγάπη. Θυσιάζεται ο ίδιος, παθαίνει, πεθαίνει, ανασταίνεται. Ότι μας στερεί ο ιός μας το παρέχει ο Υιός, απλόχερα κι ανιδιοτελώς.
Αν δεν υπήρχε η Γέννηση του Υιού δεν θα βιώναμε όλο αυτό το ζεστό κλίμα που κάθε χειμώνα θερμαίνει τις καρδιές μας και μεταβάλλει τα αισθήματα ακόμη και προς τους εχθρούς. Αν δεν υπήρχαν Χριστούγεννα, αν δεν υπήρχε Υιός δεν θα υπήρχε φως, δεν θα υπήρχε ζωή, δεν θα υπήρχαν ευχές, δεν θα υπήρχαν γιορτές.
Γιάννης Τσαπουρνιώτης