Ένας ιός ιδιαίτερα μεταδοτικός στην Βουλή των Ελλήνων, που θα έπρεπε να είχε χαρακτηριστεί εδώ και πολλά χρόνια ως κόκκινη περιοχή και να μπει σε καραντίνα, με απαγόρευση εισόδου σε όσους πολιτικούς έχουν μέσα τους τον ιό της αμνησίας.
Μετά την αμνησία που έπαθαν οι πολιτικοί μας για την επέτειο των Ιμίων, φαίνεται ότι ξέχασαν και την επέτειο του θανάτου του ηγέτη της ελληνικής επανάστασης Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Γέρου του Μοριά. Δεν διαβάσαμε πουθενά κάποια δήλωση από κάποιο πολιτικό κόμμα. Αντιθέτως όταν πρόκειται για άλλα θέματα τα δελτία τύπου πέφτουν σαν σφαίρες.
Καμία εκδήλωση, καμία αναφορά, τίποτα...
Κάποια εγκύκλιο από το Υπουργείο Παιδείας, για να πουν δυο λόγια για τον Αρχιστράτηγο του ελληνικού έθνους, οι δάσκαλοι στα παιδιά μας, όσο και αν ψάξαμε δεν είδαμε...
Από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό, την κυβέρνηση και τα κόμματα της Βουλής των Ελλήνων, σιωπή τόσο εκκωφαντική που σου τρυπάει τα αυτιά, σου ξεσκίζει τα τύμπανα.
Ο κόσμος όμως δεν ξεχνά και διατηρεί άσβεστη μέσα του την μνήμη και την ευγνωμοσύνη για τους ηρωικούς προγόνους μας. Αυτή είναι η διαφορά του απλού πολίτη με τον πολιτικό των καιρών που ζούμε. Και ο πολιτικός δεν μπορεί ή δεν θέλει να καταλάβει ότι απομακρύνεται συνεχώς από την κοινωνία, όταν γυρνάει την πλάτη του στις αξίες και τα ιδανικά που κράτησαν αυτόν τον ευλογημένο τόπο όρθιο και ζωντανό όλους αυτούς τους αιώνες ιστορίας.
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΣΟΥ ΘΕΟΔΩΡΕ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ' αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
πόχουν τ' ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια.
οπού δεν καταδέχονται της γης να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα πάν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν' αντίδερο απ' του παπά το χέρι.
Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους άγιους
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
«Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια».
Κι ο Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ', στον τόπο σου, Νικήτα στο Λοντάρι·
εγώ πάου στην Καρύταινα, πάου στους εδικούς μου,
ν' αφήκω τη διαθήκη μου και τες παραγγολές μου,
τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω».