«Η έκδοση εφημερίδας στην επαρχία δεν ήταν τότε εύκολη, όπως είναι σήμερα, τόσο από τεχνική όσο και από οικονομική άποψη. Και, προ παντός, δεν ήταν, όπως δεν είναι και σήμερα, έργο που μπορεί να το κάνει ένας άνθρωπος. Η έκδοση εφημερίδας, έστω και εβδομαδιαίας, ακόμα και δεκαπενθήμερης, σε τακτή ημερομηνία, χωρίς διακοπές και ανωμαλίες, ήταν και είναι άθλος...» Σάββας Ι. Κανταρτζής
* Από τα απομνημονεύματα του Σάββα Ι. Κανταρτζή (ΝΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΡΟΜΦΑΙΑ, Η Δαμασκός του 20ου Αιώνα).
➤ Ο δημοσιογράφος Σάββας Κανταρτζής περιγράφει το πως ο ίδιος μαζί με τον Αιμίλιο Ξανθόπουλο έβγαλαν την πρώτη εφημερίδα της Κατερίνης και της Πιερίας:
«Έτσι, κάποιο πρωινό νοεμβριανής Κυριακής, το 1929, τήν ώρα που βγαίναμε από την τακτική συνάθροιση του Χριστιανικού Συλλόγου Νέων, ο φίλος μου και συνεργάτης στον Σύλλογο αυτό, όπου με είχε διαδεχτεί στην προεδρεία, Αιμίλιος Ξανθόπουλος, με τράβηξε σε μια άκρη για να μου πεί, όπως εξήγησε, «κάποιο σοβαρό μυστικό, που μ' ενδιέφερε προσωπικά». Με μεγάλη περιέργεια τον ακολούθησα στον φράχτη του πάρκου του συνοικισμού, απέναντι από το αναγνωστήριο του Συλλόγου, και όλος αυτιά περίμενα ν' ακούσω το μυστικό.
- Ξέρεις, είπε, η ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων) και ο Εποικισμός διαλύονται αυτές τις μέρες και όλοι οι υπάλληλοι απολύονται. Έτσι, εγώ, είμαι υποχρεωμένος να βρω κάποια δουλειά. Και σκέφτηκα κάτι, που θα σου πω, θα σ' αρέσει και θα συμφωνήσεις.
- Λοιπόν, τι συμβαίνει και τι θέλεις από μένα.
- Σκέφτηκα να βγάλομε μαζί εφημερίδα εδώ, στην Κατερίνη.
Ξαφνιάστηκα με την πρόταση, γιατί, αν και κάθε μέρα βλεπόμασταν και συζητούσαμε πολλά και διάφορα πράγματα, για κάτι τέτοιο ποτέ δεν με μίλησε, έστω και σαν ενδεχόμενη υπόθεση. Τον κύτταξα περίεργα, γιατί, προτού συζητήσομε και εξετάσομε μαζί ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, μου το έθετε έτσι ωμά, σαν τετελεσμένο γεγονός και συμφωνημένη και από την πλευρά μου απόφαση.
Δεν μ' άφηκε όμως να μιλήσω ή να ρωτήσω τίποτε. Αυτός είχε μελετήσει το ζήτημα από όλες του τις πλευρές και, για να με πείσει, είχε καταστρωμένο ολόκληρο σχέδιο, έτσι που να δεχτώ αμέσως και χωρία καμμιά επιφύλαξη την πρόταση του. Γι' αυτό και, χωρίς να περιμένει να του ζητήσω εξηγήσεις, συνέχισε:
- Βέβαια δεν έχομε τίποτε στο χέρι και, πρώτ' απ' όλα, χρειαζόμεθα τυπογραφείο. Το ζήτημα το μελέτησα και κατάστρωσα ένα θαυμάσιο σχέδιο. Τίποτε απ' αυτά δεν θα σκεφτείς εσύ και με τίποτε δεν θα ασχολείσαι και δεν θα επιβαρύνεσαι. Όλα αυτά θ' αναλάβω να τα κανονίσω εγώ. Το μόνο που θέλω από σένα είναι, να δεχτείς να συνεργαστούμε για την επιχείρηση. Εσύ θα περιορίζεσαι μόνο στο συντακτικό μέρος της εφημερίδας, θα γράφεις τα άρθρα, τα σημειώματα και το ρεπορτάζ της εβδομάδας. Το τεχνικό, το οικονομικό και το διαχειριστικό μέρος θα το αναλάβω εγώ. Θα γράψω αμέσως στον εξάδελφο μου στην Αθήνα, στον Ευρυπίδη Τοκατλίδη που εργάζεται, όπως ξέρεις, σε μεγάλο κατάστημα χονδρικού εμπορίου χάρτου και έχει σχέσεις με εκδότες εφημερίδων και βιβλίων, με δημοσιογράφους και με τυπογραφεία. Αυτός θα μας βρεί πιεστήριο, θα μας εφοδιάζει με τυπογραφικά στοιχεία και δημοσιογραφικό χαρτί, θα στείλει τεχνίτη να στήσει το πιεστήριο και θα φροντίσει για ότι άλλο χρειάζεται για να βγεί η εφημερίδα.
Η πρόταση με ξάφνιασε, όμως και μαγειρεμένη όπως μου την σέρβιρε, με βρήκε ψυχολογικά απόλυτα προετοιμασμένο, πρόθυμο και πανέτοιμο. Γι' αυτό και, μ' όλο που η πρόταση ήταν σοβαρή και κανονικά έπρεπε να ζητήσω λίγη πίστωση χρόνου, για να σκεφτώ και ν' αποφασίσω, απάντησα αμέσως, χωρίς καθόλου να σκεφτώ και να ζητήσω καμμιά εξήγηση ή άλλη πληροφορία, κοφτά:
- Η πρόταση σου είναι εξαιρετικά σοβαρή. Αν μου την έκανε άλλος θα ζητούσα χρόνο, να την μελετήσω, να σκεφτώ και ν' αποφασίσω. Για σένα όμως δεν έχω τίποτε να σκεφτώ και να μελετήσω. Είμαι απόλυτα σύμφωνος και τράβα μπρός.
Την άλλη μέρα ο Αιμίλιος έγραψε στον εξάδελφο του, στην Αθήνα, τα καθέκαστα. Και σ' ένα μήνα είχαμε στην Κατερίνη το πιεστήριο, τα τυπογραφικά στοιχεία με τις κάσσες και όλα έτοιμα για να βγαίνει η εφημερίδα. Η θεία πρόνοια τα πρόβλεψε, τα προετοίμασε και τα κανόνισε όλα και μ' όλες τις λεπτομέρειες, μια χαρά...
Έμενε μόνο να βρούμε τον τίτλο της εφημερίδας. Το ζήτημα το συζητούσαμε με τον Αιμίλιο και προβληματιζόμασταν γύρω από διάφορους τίτλους, με τοπικό χρώμα ή με γενικό εθνικό και πολιτικό.
Κάποιο πρωινό, τις μέρες εκείνες, κατέβαινα από τον συνοικισμό στην αγορά, περνώντας όπως συνήθιζα από την οδό Κ. Παλαιολόγου. Την ίδια ώρα κατέβαινε από το σπίτι τους (γωνία Κ. Παλαιολόγου με Δαγκλή), για την αγορά, και ο φίλος μου και συμμαθητής στην Ορδού (Κοτύωρα), Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, που εργαζόταν με τον Αιμίλιο στον Εποικισμό. Ήταν φυσικό, κατεβαίνοντας στην αγορά παρέα, να μου ζητήσει πληροφορίες για την εφημερίδα, που είχε γίνει τότε, με την εγκατάσταση και του τυπογραφείου σε κτίριο απέναντι στο πάρκο του συνοικισμού, το θέμα της ημέρας για όλους. Τον ενημέρωσα σχετικά και στο τέλος με ρώτησε για τον τίτλο της εφημερίδας.
- Έχομε, είπα ύπ' όψη διάφορους τίτλους, αλλ' ακόμα δεν καταλήξαμε.
- Δεν την βαφτίζετε ΗΧΩ ΤΩΝ ΠΙΕΡΙΩΝ, είπε έτσι, τυχαία και αδιάφορα, χωρίς να σκεφτεί καθόλου και να περιμένει ανταπόκριση.
Άρπαξα, αμέσως, τον τίτλο από το στόμα του, μόλις τον ξεστόμισε, και χωρίς να σκεφτώ και να συζητήσω, είπα:
- Χαράλαμπε, μου αρέσει ο τίτλος και τον δέχομαι. Έχει το όνομα της Επαρχίας και θα συγκινήσει τους κατοίκους, στην πόλη και στα χωριά, όπως και τους συμπατριώτες μας σ' άλλες πόλεις της Ελλάδας και στην Αμερική, όπου έχομε τόσους συγγενείς, φίλους και συμπατριώτες. Αυτός, λοιπόν, θα είναι ο τίτλος της εφημερίδας και, έτσι εσύ είσαι ο βαφτιστικός της.
Τον τίτλο τον δέχτηκε, χωρίς συζήτηση, και ο Αιμίλιος. Και σε μια εβδομάδα στα καφενεία και στα δημόσια κέντρα στην Κατερίνη και στα χωριά της Επαρχίας, με μεγάλες χρωματιστές αφίσες, γινόταν η αγγελία για την προσεχή έκδοση της εβδομαδιαίας εφημερίδας ΗΧΩ ΤΩΝ ΠΙΕΡΙΩΝ, με τα ονόματα των εκδοτών της και με την υπόσχεση ότι, η εφημερίδα θα αγωνίζεται για τα προβλήματα και τα συμφέροντα της επαρχίας και του λαού.
Έτσι, στις 16 Φεβρουαρίου 1930, ημέρα Κυριακή, κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας με τον ενδεικτικό, για τον χαρακτήρα της, υπότιτλο: «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ». Η εφημερίδα ήταν, από την ημέρα της έκδοσης της και παράμεινε για πάντα, τετρασέλιδη, σε σχήμα κανονικής επαρχιακής εφημερίδας, 50Χ70, όπως η «ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ», όμως με πέντε πλατύτερες στήλες, αντί της συνηθισμένες εξ κάποτε και εφτά, πολύ στενές.
Το πρώτο φύλλο είχε δίστηλο κύριο άρθρο, προγραμματικό, με τίτλο «Ο ΡΟΛΟΣ ΜΑΣ», καθιέρωσε μόνιμες και για πάντα, δύο στήλες σημειώματα στην 3η σελίδα, με σχόλια τοπικού, πολιτικού και γενικού ενδιαφέροντος, κάτω από τον γενικό τίτλο «Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΑΣ», και μία πρωτότυπη μόνιμη στήλη στην 4η σελίδα για την επιθεώρηση του ελληνικού τύπου, με σύντομες περιλήψεις από τις εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Επίσης δημοσίευε το πρώτο μέρος και για πολλές συνέχειες, της εισήγησης του συμπολίτη πόντιου Γιάνη Λευϊτη, γεωπόνου του Εποικισμού, που είχε κάνει στο 5ο Πανελλήνιο Καπνοπαραγωγικό Συνέδριο Θεσσαλονίκης με θέμα «Η παραγωγή του Ελληνικού Καπνού». Φυσικά, το πρώτο φύλλο, περιλάβαινε και όλα τα τοπικά νέα της εβδομάδας, κοινωνικά, ποδοσφαιρικά, ληξιαρχικά, ανταποκρίσεις από χωριά και διάφορες ανακοινώσεις.
Η εντύπωση από την εμφάνιση και το περιεχόμενο της εφημερίδας ήταν εξαιρετική, γι' αυτό και έγιναν ανάρπαστα τα φύλλα, που κυκλοφόρησαν και έφτασαν 2000 μαζί με όσα στάλθηκαν σε συνδρομητές στα χωριά της επαρχίας, στο εσωτερικό της χώρας και σε μερικούς συμπατριώτες στην Αμερική. Η κυκλοφορία διατηρήθηκε κι' αργότερα στο ύψος αυτό.