Κυριακή 24 Απριλίου 2022

Οι σφαγές των Αρμενίων στα Κοτύωρα του Πόντου - Συγκλονιστική περιγραφή των τραγικών γεγονότων από τα απομνημονεύματα του Σάββα Ι. Κανταρτζή

«Κάποια μέρα του Απριλίου 1915, καθώς πήγαινα στο σχολείο, περνώντας από τον κεντρικό δρόμο της συνοικίας Υπαπαντής, ξαφνιάστηκα βλέποντας να έρχεται από την αντίθετη, την δυτική πλευρά του δρόμου, μια ατέλειωτη φάλαγγα από βαριά οπλισμένους στρατιώτες...

με βήμα επίσημης παρέλασης και με κατεύθυνση το διοικητήριο και τους στρατώνες. Οι στρατιώτες ήταν, όλοι τους διαλεγμένοι, μεγαλόσωμοι, άγριοι στην όψη, βουνήσιοι 100 στα εκατό, καλοθρεμένοι και καλοντυμένοι, όσο δεν παρατηρήθηκε σε καμμιά από τις τόσες στρατιωτικές μονάδες που είχαν περάσει από την Ορδού. (Αργότερα έγινε γνωστό ότι διαλέχτηκαν από στρατιώτες που προέρχονταν από τα ορεινά χωριά της Τοκάνης). Χωρίς να το ήθελα και να το καταλάβω στάλαξε στην καρδιά μου ο φόβος για κάποιο τρομερό κακό, που περιμένει τους χριστιανούς της περιοχής.

Για τον καταυλισμό της στρατιωτικής αυτής μονάδας δεν έγινε καμμιά προετοιμασία ή ενόχληση των χριστιανών. Τράβηξε ίσια στους στρατώνες και παράμεινε εκεί μέρες κι’ εβδομάδες, περίπου απομονωμένη από τον έξω κόσμο.

Αυτή η παράταση της μυστηριακής παραμονής στην Ορδού, χωρίς ιδιαίτερο στρατιωτικό λόγο, μιας τόσο βαριά οπλισμένης διαλεχτής στρατιωτικής μονάδας, έδινε αφορμή σε διάφορες φήμες, που τις διέγκωνε η τρομοκρατημένη φαντασία των χριστιανών. 

Όλοι υποπτεύονταν ότι, κάποια τρομερή εκδήλωση προετοιμάζεται μυστικά σε βάρος των χριστιανών.

Με τέτοιες μελαχολικές σκέψεις και κάτω από την καταθλιπτική ατμόσφαιρα του φόβου και της αγωνίας πλάγιασε ο κόσμος τη νύχτα της 15 Ιουνίου, Σάββατο μέρα, για ξυπνήσει τρομαγμένος μεσάνυχτα με πυκνούς κι’ ασταμάτητους πυροβολισμούς, που ακούγονταν από μακριά. Στην γειτονιά μας, κοντά στην αγορά, δεν υπήρχε καμμιά κίνηση κι’ όλα ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι και σε μια βαριά νεκρική βουβαμάρα. Όμως, όλοι ξύπνησαν από την κοσμοχαλασιά, που προκάλεσαν οι πυροβολισμοί, και κλεισμένοι στα σπίτια, αμίλητοι κι’ ακίνητοι και με κομμένη την αναπνοή περίμεναν τρομερά γεγονότα.

Πριν τα χαράματα, άρχισαν να περνούν μπροστά από το σπίτι μας, πάνω στον κεντρικό δρόμο για την αγορά, τους στρατώνες και τις φυλακές, μικρές ομάδες ανθρώπων χωρίς μιλιά. Έρχονταν από την δυτική πλευρά της πόλης, όπου η ελληνική συνοικία της Υπαπαντής και η Αρμενική, και πήγαιναν ανατολικά-για την αγορά και πέρα απ’ αυτή. Παρακολουθούσαμε την κίνηση, πίσω από τις κατεβασμένες κουρτίνες, αλλά μέσα στο μισοσκόταδο δεν ξεχώριζαν τα πρόσωπα. Όταν άρχισε να ροδίζει η μέρα, μαζί με τα πρόσωπα που ξεχώριζαν πια, ξεκαθάρισαν και τα πράγματα. Και το αίνιγμα, για τον προορισμό της βαριά οπλισμένης στρατιωτικής μονάδας, λύθηκε.

Οι ομάδες αποτελούνταν από 5-6 τρομοκρατημένους πολίτες, τριγυρισμένους από άγριους στρατιώτες, με τουφέκια και γυμνά μακριά σπαθιά στα χέρια. Ήταν, οι πολίτες, γνωστοί αρμένιοι, όλοι άντρες ώριμης ηλικίας. Όταν ξημέρωσε καλά, οι ομάδες αραίωσαν και με την ανατολή του ηλίου σταμάτησαν. Είχε τελειώσει το έργο της νύχτας. Είχε περικυκλωθεί, από νωρίς τη νύχτα, η αρμένικη συνοικία και, χωρίς να σημειωθεί καμμιά αντίσταση, πιάστηκαν όλοι οι ώριμης ηλικίας αρμένιοι άντρες. Και με τον παραπάνω τρόπο, ομάδες-ομάδες, μεταφέρθηκαν στις φυλακές και τους στρατώνες. Τώρα, καθώς προχώρησε η μέρα, άρχισαν να φαίνονται κατάχλωμες και ξεμαλλιασμένες αρμένικες γυναίκες και μερικά γεροντάκια, που κατέβαιναν στην αγορά και πήγαιναν στις φυλακές και τους στρατώνες να μάθουν τι απόγιναν οι άντρες και τα παιδιά τους.

Από την μνήμη μου δεν βγαίνουν ακόμα οι κραυγές πόνου και απελπισίας, που έβγαιναν από τα στήθια γνωστού γέροντα αρμένη, που είχε επισκεφτεί τις φυλακές και τους στρατώνες, εκεί κατάλαβε τι περιμένει τους δικούς του και γύριζε, περνώντας από τον δρόμο μας, στο σπίτι του χαροκαμένος. Ο τραγικός γέροντας, συνεχώς, στερεότυπα, με τα ίδια λόγια και τον ίδιο κραυγαλέο τόνο, που σπάραζε καρδιές, μοιρολογούσε τον παντρεμένο γιό του: «Βάχ! Βάχ! Γιαβρούμ Τικράν! Βάχ! Βάχ! Ογλούμ Τικράν! Βάχ! Βάχ! Γιαβρούμ Τικράν!»

Το μεσημέρι, μη αντέχοντας στον πειρασμό της παιδικής περιέργειας, τράβηξα στις φυλακές και τους στρατώνες, όπου είχαν συγκεντρωθεί και κλειστεί τα τραγικά θύματα της τρομοκρατικής νυχτερινής επιδρομής. Εκεί βρέθηκα μπροστά σε σπαραξικάρδιο θέαμα δευτέρας παρουσίας. Οι άντρες, πίσω από τα κάγκελλα, ξέροντας τις τους περιμένει, κύτταζαν έξω αλαφιασμένοι και με γουρλωμένα μάτια, κι’ έδιναν στους δικούς τους με νευρικές χειρονομίες κι’ απελπισμένες κραυγές, διάφορες παραγγελίες (τις τελευταίες θελήσεις τους). Κάτω, στην απέραντη πλατεία, εκατοντάδες γυναίκες, γέροντες και παιδιά, έκλαιγαν, αλόλαζαν και κραύγαζαν γοερά, δημιουργώντας ένα πανδαιμόνιο δαντικής κόλασης και βιβλικής τραγωδίας. Ανατρίχιασα, με τις σκηνές που αντίκρυσα, κι’ έφυγα στο σπίτι μ’ εντυπώσεις φρίκης που θα με συνόδευαν σ’ όλη μου την ζωή.

Από το πρωί της άλλης μέρας άρχισαν κι’ όλας οι αποστολές του θανάτου.

 Η συνταραχτική είδηση διαδόθηκε σαν αστραπή στην πολιτεία και προκάλεσε βαθιά συγκίνηση. Δεν άντεξα πάλι στον πειρασμό και τράβηξα στις φυλακές και τους στρατώνες, για να δω με τα μάτια μου τις σκηνές. Την ώρα που έφτασα εκεί διαβάζονταν, φωναχτά, ονόματα από ένα κατάλογο. Η πόρτα της φυλακής ήταν ανοιχτή κι’ όποιος άκουγε τ’ όνομα του κατέβαινε, βουβός και κατάχλωμος, στην πλατεία. Εκεί τους έδεναν σ’ ένα μακρύ χοντρό σχοινί το χέρι, το δεξί ή τα’ αριστερό, ανάλογα με την σειρά τους, για να βρίσκεται ο ένας απ’ αυτή κι’ ο άλλος από την άλλη πλευρά του σχοινιού.

Όταν συμπληρώθηκε το σχοινί, με 50 ως 60 άτομα, δόθηκε η διαταγή της αναχώρησης. Οι γυναίκες και τα παιδιά τους, που παρακολουθούσαν την σκηνή, ξέσπασαν με το ξεκίνημα σε λυγμούς και κραυγές απελπισίας. Μερικές απ’ αυτές ακολούθησαν την πένθιμη πομπή. Οι δεμένοι, σε μια ίσια μακριά διπλή ουρά, με το σχοινί στην μέση, άλαλοι, με την φρίκη ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους, με σκυμμένα κεφάλια και πόδια που τρίκλιζαν, άρχισαν να κατηφορίζουν προς την αγορά. Στρατιώτες με τις ξιφολόγχες, σε πυκνή σειρά κι’ από τις δύο πλευρές της ουράς, συνόδευαν την πομπή των μελλοθάνατων για την σφαγή. Η πομπή πέρασε την αγορά, βυθισμένη κι’ αυτή σε μια νεκρική σιωπή, κι’ έστριψε δεξιά για να βγει από την πολιτεία και να μπεί στον δημόσιο (βασιλικό, τον έλεγαν) δρόμο, που οδηγεί στον εσωτερικό του νομού και στις περιοχές της Ανατολικής Μικράς Ασίας (Σεβάστεια, Ερζερούμ, Βάν, Βίτλις, Μοσούλη κ.λ.π.). Την ακολούθησα, την πομπή, μαζί με τις αρμένισσες και έξω από την πολιτεία, στον δημόσιο δρόμο, ως 150-200 μέτρα. Εκεί οι τελευταίοι στρατιώτες της συνοδείας, έκλεισαν τον δρόμο και μας απαγόρευσαν να προχωρήσουμε. Μια αρμένισσα, κλαίγοντας και φωνάζοντας «πού τους πάτε», αψήφησε την απαγόρευση και συνέχισε ν’ ακολουθεί την πένθιμη πομπή. Ένας στρατιώτης έτρεξε να την εμποδίσει, αυτή επέμεινε και προχώρησε. «Καλά, της είπε, αφού επιμένεις έλα κι’ εσύ μαζί μας». Τρόμαξε, η καϋμένη, όταν άκουσε τον στρατιώτη να την καλεί να ενωθεί με την πομπή, κι’ έφυγε κατατρομαγμένη πίσω.

Με τον τρόπο αυτό, σε δύο τρεις ημέρες άδειασαν οι φυλακές κι’ οι στρατιώτες. Πού τους πήγαιναν; Κρατήθηκε αυστηρά μυστικός ο τόπος όπου τους σκότωναν και τους παράχωναν ομαδικά σε λάκκους. Κι’ ούτε αργότερα, μετά την ανακωχή, ξέφυγαν πληροφορίες για ομαδικούς τάφους αρμενίων. Δεν υπήρχε όμως καμμιά αμφιβολία ότι, 5 ή 10 χιλιόμετρα έξω από την πολιτεία, τους σκότωναν, ίσως νύχτα, με σφαγή, για να μην ακουστούν πυροβολισμοί και γίνει σαματάς, και τους παράχωναν σε λάκκους.

Ύστερα από τους άντρες έμειναν οι γυναίκες- τα χαροκαμένα γυναικόπαιδα και τα γεροντάκια. Ήταν κι’ αυτών η τύχη αποφασισμένη. 

Σε δεκαπέντε μέρες, με κυβερνητική διαταγή και με στρατιωτική συνοδεία, όλες οι οικογένειες πήραν τον δρόμο της εξορίας. Για τόπο εξορίας ανακοινώθηκε επίσημα η Μοσούλη, στην ανατολική άκρη της Μικράς Ασίας. Όπως ήταν βέβαιο, εκεί δεν έφτασε ούτε μια ψυχή. Η πείνα, ο χειμώνας, οι μακρινές πορείες ανάμεσα από ατέλειωτες άγριες οροσειρές, αλλά και ο βούρδουλας και το χαντζάρι, αποτέλειωσαν το έργο και όργιο της γενοκτονίας, που είχαν προγραμματίσει κι’ εφάρμοσαν με χτηνώδη σκληρότητα και μανία οι νεότουρκοι.

Είχαν μείνει στην πόλη καμμιά εξηνταριά υπερήλικες και μερικοί άρρωστοι, που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν για την άμεση σφαγή ή για την εξορία. Τους μάζεψαν σ’ ένα διώροφο χτίριο, στην παραλία, απέναντι στο σχολείο της ευαγγελικής κοινότητας, τάχατες για συντήρηση και περίλθαψη. Ήταν, όπως νόμιζαν, οι τυχεροί που τους γλύτωσε από την κόκκινη ή λευκή σφαγή η παραπερασμένη ηλικία τους και, προσωρινά, λίγους νέους, η αρρώστια.

Όμως, δεν άργησε ν’ ανοίξει, κι’ αυτών των «τυχερών» η τραγική μοίρα. Κάποιο δειλινό του Αυγούστου, τους άρπαξαν απροειδοποίητα και τους κουβάλησαν στην επιβατική σκάλα, όπου τους περίμενε ένα βενζινόπλοιο. Η επίσημη εξήγηση της απότομης και βιαστικής μετακίνησής τους ήταν, ότι μεταφέρονται στην Σαμψούντα, όπου η κυβέρνηση συγκεντρώνει, σε μεγάλο κεντρικό γηροκομείο, τους αρμένιους γέρους και τις γρηές από διάφορες περιφέρειες. Η συνταραχτική είδηση διαδόθηκε μονομιάς στην αγορά και τις συνοικίες και προκάλεσε βαθιά συγκίνηση. Κανένας δεν πίστεψε στο χοντροκομμένο επίσημο ψέμα.

Έτρεξα στην σκάλα, μη έχοντας την δύναμη ν’ αντισταθώ και στον καινούργιο πειρασμό της παιδικής περιέργειας, για να γίνω μάρτυρας κι’ αυτής της αρμένικης στα Κοτύωρα τραγωδίας. Επάνω στο κατάστρωμα του βενζινόπλοιου ήταν στοιβαγμένοι, σαν ζωϊκό εμπόρευμα, οι γέροι κι’ οι γρηές και μερικοί άρρωστοι νέοι την ηλικία. Ανάμεσα στους άλλους, που μοιρολατρικά πια, με κάποια απάθεια αντιμετώπιζαν και τη νέα πράξη της τραγωδίας τους ένας εικοσάχρονος βαριά πληγωμένος νέος είχε μόνο συνείδηση του τραγικού θανάτου που τον περίμενε σε λίγο. Γι’ αυτό και κυττάζοντας ολόγυρα μ’ αγωνία σαν αγρίμι πιασμένο στην φάκα, έκλαιγε γοερά ζητώντας βοήθεια και έλεος.

Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, το βενζινόπλοιο ξεκίνησε για την Σαμψούντα… Το παρακολουθούσα μαζί με μερικούς άλλους περίεργους, σαν εμένα, αρκετά λεπτά, καθώς έβαλε πλώρη για το πέλαγος, που άρχισε κι’ όλας να βυθίζεται στο σκοτάδι, και ξεμάκραινε από την παραλία μ’ ελαττωμένη ταχύτητα.

Όλη εκείνη τη νύχτα την πέρασα μ’ εφιαλτικά όνειρα στον ύπνο μου, κι’ όταν κάθε τόσο τρέμοντας ξυπνούσα, έφερνα με την φαντασία, μπροστά στα μάτια μου, τις σκηνές της τραγωδίας, που ξετυλίγονταν στο πέλαγος τα μεσάνυχτα. Έβλεπα τους άγριους στρατιώτες, μεταμφιεσμένους σε βαρκάρηδες, ν’ αρπάζουν τους γέρους, τις γρηές και τους άρρωστους, ανάμεσα σ’ αυτούς και το λαβωμένο εικοσάχρονο παλληκάρι, και να τους ρίχνουν στην θάλασσα. Κι’ άκουγα τον θρήνο, τις σπαραχτικές κραυγές και τις κατάρες των αθώων κι’ αβλαβών πλασμάτων καθώς αρπάζονταν βίαια από το κατάστρωμα και πετάγονταν, σαν ψοφίμια, στην θάλασσα. Τι σκηνές τρόμου και φρίκης, τι ανθρώπινη τραγωδία και θηριωδία μαζί, τι πολιτική κακουργία, τι καρδιά, τι ψυχή, τι συνείδηση! Και…τι είναι ο άνθρωπος!

Το πρωί, η νέα ανατριχιαστική τραγωδία, ήταν το θέμα των ψιθυριστών συζητήσεων σ’ όλη την πολιτεία. Κανείς δεν είχε αμφιβολία ότι τους χαροκαμένους τρόφιμους του γηροκομείου, τους πέταξαν στην θάλασσα και τους βρήκε θάνατος φριχτός. Όμως και πάλι δεν χωρούσε στο μυαλό τόσο άσκοπο, περιττό και τερατώδικο έγκλημα, σε βάρος ανθρώπων που βρίσκονταν κι’ όλας στο κατώφλι του άλλου κόσμου. Γι’ αυτό και, παρά την βεβαιότητα που είχαν όλοι ότι το αποτρόπαιο ανοσιούργημα έγινε, δεν έπαυε μια αόριστη ελπίδα να πλανάται για μερικούς στον ορίζοντα.

Το «τέλειο έγκλημα» που σοφίστηκαν και οργάνωσαν οι νεοτουρκικές αρχές και καμούφλαραν τεχνικά, με τον μύθο μιας συγκινητικής φιλανθρωπικής πράξης, να συγκεντρώσουν τάχατες απ’ όλες τις περιφέρειες στην Σαμψούντα σε κεντρικό γηροκομείο τους αρμένιους υπερήλικες, ξεσκεπάστηκε προτού κλείσει εικοσιτετράωρο. Και προδόθηκε, όχι απλώς με τα ίχνη που άφηκαν οι εκτελεστές του εγκλήματος. Αλλά με τα ίδια τα πτώματα των θυμάτων τους, που ξεφύτρωναν, σαν φαντάσματα, από το πέλαγος και παραστάθηκαν στην επιφάνεια της θάλασσας, ανοιχτά στο λιμάνι της πολιτείας, σε κοινή θέα για να τρομοκρατήσουν τους θύτες και τους βύθισαν στην ντροπή και το αίσχος.

Το απόγευμα, νωρίς, μια είδηση διαδόθηκε στην πολιτεία και προκάλεσε γενική συγκίνηση: ανθρώπινα πτώματα, φουσκωμένα, φάνηκαν στο πέλαγος, στην επιφάνεια της θάλασσας, και με το ελαφρύ κύμα φέρνονται στο λιμάνι για την αχτή. Όπως ήταν φυσικό, οι αρχές αναστατώθηκαν και σήμαναν γενικό συναγερμό των βαρκάρηδων και των ψαράδων. Οι ρωμηοί, από τον φόβο μήπως παρεξηγηθούν, δεν κουνήθηκαν από τις θέσεις και τις εργασίες τους για να κατέβουν ομαδικά στην θάλασσα και γίνουν μάρτυρες του μακάβριου θεάματος. Η μικρή ηλικία μου, απ’ την μια, και η ζωηρή παιδική μου περιέργεια, απ’ την άλλη, με κάλυπταν και με σκαντάλιζαν να τρέξω στην παραλία, για να δω με τα μάτια μου και τα αποκαλυπτήρια της τελευταίας και της πιο ανατριχιαστικής πράξης της αρμένικης τραγωδίας των Κοτυώρων.

Η σκηνή που αντίκρυζα από την παραλία ήταν απερίγραπα εφιαλτική. 

Πέρα στο λιμάνι, λίγο παρέκει από το σημείο όπου συνήθιζαν ν’ αράζουν τα βαπόρια για επιβάτες κι’ εμπορεύματα, φαίνονταν καθαρά τα πτώματα, τουμπανισμένα από το πολύ νερό που ρούφηξαν, να πλέουν χοροπηδηχτά πάνω, στ’ απαλό κύμα. Οι βάρκες, που ξεκίνησαν βιαστικά από την αχτή, είχαν κι’ όλας φτάσει, με κωπηλασία ξέφρενης ταχύτητας, τα πτώματα για το μακάβριο έργο που διατάχτηκαν. Έτσι περιμαζώχτηκαν βιαστικά τα πτώματα και μεταφέρθηκαν σε αμμουδερή αχτή, αρκετά χιλιόμετρα ανατολικά από την πολιτεία, όπου και παραχώθηκαν σε λάκκο.

Αργότερα έγινε γνωστό και βεβαιώθηκε, ότι προτού φανούν τα πτώματα στο λιμάνι, ένας από τους τραγικούς τρόφιμους του γηροκομείου (όνομα: Σούπουρτσετζη) κατάφερε με κολύμπι να φτάσει ζωντανός στην πλησιέστερη αχτή. Εκεί τον περιμάζεψε αμέσως η αστυνομία και, άγνωστο πώς, τον εξαφάνισε.

Με την ανατριχιαστική αυτή σκηνή, που παίχτηκε στο λιμάνι των Κοτύωρων, έληξε κι’ έκλεισε η αρμένικη τραγωδία της περιοχής μας. Το ανάλογο του έγινε μ’ ασήμαντες παραλλαγές, σ’ όλη την Τουρκία. Από 3.500 περίπυ αρμένιους της Ορδού δεν έμειναν παρά μερικές δεκάδες, που με κίνδυνο της ζωής τους έκρυψαν κι' έσωσαν οι ρωμιοί. Σ’ όλη την οθωμανική αυτοκρατορία εξοντώθηκαν με τον εγκληματικό αυτό τρόπο, ενάμισυ εκατομμύριο αρμένιοι, για να λυθεί ριζικά, με την εξαφάνιση της μαρτυρικής φυλής, το «αρμένικο ζήτημα».

Η ηγεσία των νεότουρκων, μ’ επικεφαλής τον Εμβέρ και Ταλαάτ, δεν σεβάστηκε ούτε τα νήπια.

Σε μερικές πόλεις, όπως και στην Ορδού, φιλάνθρωποι χριστιανοί και τούρκοι, κινήθηκαν και ίδρυσαν ορφανοτροφεία για εγκαταλειμμένα απ’ τους γονείς τους αρμένικα νήπια. Διαλύθηκαν αμέσως γιατί οι διαταγές ήταν ρητές και αυστηρές. Παραθέτομε, για την ιστορία, δύο τέτοιες διαταγές και μια αναφορά για την εκτέλεση των διαταγών:

21.9.1915. Δεν υπάρχει ανάγκη για ορφανοτροφείο. Δεν είναι καιρός να δώσομε τόπο στα αίσθημα και να τρέφομε τα ορφανά. Στείλατέ τα μακριά στην έρημο και γνωρίσατέ μας.

Υπουργός Εσωτερικών ΤΑΛΑΑΤ

Αριθ. 830. Συλλέξατε και φυλάξατε μόνο τα ορφανά που δεν μπορούν να ενθυμούνται τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν οι γονείς τους. Τα υπόλοιπα αποστείλατε μακριά με τα καραβάνια.

Υπουργός Εσωτερικών ΤΑΛΑΑΤ

26.9.1915. Υπήρχαν περισσότερα από 400 παιδιά στο ορφανοτροφείο. Αυτά προσετέθηκαν στο καραβάνι και στάλθηκαν στον τόπο της εξορίας.

Νομάρχης Χαλεπίου ΑΠΤΟΥΛΑΧΑΝ ΝΟΥΡΗ


Στην Ορδού, ο θείος μου Γεώργιος Κανταρτζής και ο τούρκος χτηματίας Χουσεϊν Πασόγλου (γεωργιανής καταγωγής) ίδρυσαν μικρό ορφανοτροφειό, κοντά στο σπίτι του τελευταίου, όπου μάζεψαν για περίθαλψη και συντήρηση δώδεκα ορφανά. Διαλύθηκε σε 15 μέρες.

Ένα πρωινό, κατά τα ξημερώματα, έξω από την πόρτα του σπιτιού, του ίδιου του θείου μου, βρέθηκε βρέφος ηλικίας μερικών μηνών, σπαργανωμένο με φροντίδα και τοποθετημένο μέσα σε καλάθι-σαν τον Μωυσή, όταν ήταν βρέφος και τον έκρυψαν οι γονείς του, πίσω από τα καλάμια στις όχθες του ποταμού, για να μην τον σφάξουν οι Αιγύπτιοι. Το πρωί η θεία μου, όταν άνοιξε την πόρτα, ξαφνιάστηκε αντικρύζοντας το χαριτωμένο βρέφος χαμογελαστό να την κυττάζει. Μαθεύτηκε ότι ήταν το πρώτο παιδί νεαρού φαρμακοποιού. Τον ίδιο το είχε κι’ όλας φάγει το σκοτάδι τις πρώτες μέρες της τραγωδίας. Κι’ η μητέρα έπρεπε, αυτό το πρωί, ν’ ακολουθήσει το καραβάνι των ομοεθνών της για την Μοσούλη. Το μητρικό της φίλτρο δεν την επέτρεψε να πάρει μαζί το μονάκριβο βλαστάρι της-ήξερε ότι στον δρόμο παραμονεύει ο θάνατος. Και τα ξημερώματα προτού φύγει, το εμπιστεύτηκε στην φιλανθρωπική κρίση του θείου μου και της θείας, που είχε φιλικές σχέσεις με πολλές αρμένικες οικογένειες και γνώριζε την γλώσσα τους σαν την μητρική.

Η εμπιστοσύνη της αρμένισσας μάνας δικαιώθηκε. Οι θείοι μου, αψηφώντας κάθε κίνδυνο, παράλαβαν το βρέφος, το άναθρεψαν, το μεγάλωσαν και το έφεραν στην Ελλάδα. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Κατερίνης, στρατεύτηκε, πολέμησε ηρωϊκά στ’ Αλβανικά βουνά το 1940-41, απόχτησε ιδανική οικογένεια, με τέκνα μορφωμένα και παντρεμένα, κι’ όλοι μαζί ζουν από το 1945 στην Θεσσαλονίκη ευτυχισμένοι, τιμώντας με την χριστιανική τους ζωή το οικογενειακό μας όνομα και την Ελλάδα.

Ο Εμβέρ και ο Ταλαάτ πλήρωσαν γρήγορα, με το αίμα τους, το τερατώδικο ιστορικό έγκλημα. Ο πρώτος σκοτώθηκε το 1919 στο Τουρκεστάν, σε ηλικία 38 χρονών, σε μάχη με τους μπολσεβίκους. Ο δεύτερος δολοφονήθηκε το 1921 στην Γερμανία όπου έφυγε, από αρμένιο σε ηλικία 47 χρονών.

Ύστερα από την εξαφάνιση των αρμενίων, άρχισε το πλιατσικολόγημα των περιουσιών τους- «το τερπνόν μετά του ωφελίμου»! Οργανώθηκαν συνεργεία, μ’ επικεφαλής δημόσιους υπαλλήλους και αστυνομικούς, από κλειδαράδες με αντικλείδια, για να παραβιαστούν οι πόρτες των καταστημάτων και των σπιτιών, και χαμάληδες για την μεταφορά των εμπορευμάτων και των οικιακών πραγμάτων.»



* Από τα απομνημονεύματα του Σάββα Ι. Κανταρτζή, "ΝΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΡΟΜΦΑΙΑ" Η Δαμασκός του 20ου Αιώνα.
** Για την αντιγραφή και την δημοσίευση στην "ΑΛΗΘΕΙΑ", Μιχάλης Κανταρτζής.