Δ΄ Μέρος 1940 - 1974
Η απόφαση του ελληνικού λαού να υπερασπιστεί την πατρίδα του και τα δίκαιά της ποτέ δεν εξαρτήθηκε από το ποιος βασιλεύει, πρωθυπουργεύει, ή κυβερνά δικτατορικά.
Βασιλιάδες, πρωθυπουργοί, πρόεδροι της δημοκρατίας ή δικτάτορες ουδέποτε ταυτίστηκαν στο συλλογικό υποσυνείδητο με την Ελλάδα. Ήρθαν, πέρασαν, θα έρθουν κι άλλοι, άλλους τους επέλεξε ο ελληνικός λαός, άλλοι του επιβλήθηκαν, άλλοι τον εξαπάτησαν, άλλους τους ανέχτηκε. Η Ελλάδα όμως ανήκει στους Έλληνες, μπορεί κατά καιρούς να τη διαφεντεύουν άλλοι, αλλά ΔΕΝ τους ανήκει.
Έτσι και στην περίπτωση του 1940, όταν ο φασιστικός άξονας αποφάσισε να επιτεθεί στην Ελλάδα, για να την καθυποτάξει, ο ελληνικός λαός για ακόμη μια φορά έκανε το χρέος του. Και μάλιστα σε μια στιγμή που όλες οι κραταιές χώρες της Ευρώπης έχουν νικηθεί και ταπεινωθεί, αυτός όχι μόνο αμύνθηκε, αλλά και νίκησε. Έδωσε κουράγιο και ελπίδα και διακήρυξε στα πέρατα της οικουμένης, ότι η ελευθερία, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση δεν ανταλλάσσεται με τίποτε. Και αυτή τη στάση τη διατήρησε συνεχώς ζωντανή σ’ όλη τη διάρκεια της τριπλής κατοχής (Γερμανική, Ιταλική, Βουλγάρικη) με την Εθνική Αντίσταση.
Μετά την οδυνηρή εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και ενώ η χώρα βγαίνει απ’ αυτόν κυριολεκτικά διαλυμένη έχοντας πληρώσει βαρύτατο τίμημα, με 1200 περίπου χωριά καμένα από τους Γερμανούς και με τις βασικές υποδομές καταστραμμένες, μπαίνει στη δίνη του χειρότερου απ’ όλους τους πολέμους, του εμφυλίου. Ενός πολέμου, που μεθοδεύτηκε από τις «προστάτιδες δυνάμεις» της εποχής και τους ντόπιους τοποτηρητές τους και με μια μοναδική στόχευση: « Μην τυχόν και ο ελληνικός λαός πάρει τις τύχες στα χέρια του». Ο εμφύλιος στη λήξη του βρίσκει νικήτρια τη συντηρητική παράταξη, η οποία μαζί με το στέμμα – Βασιλιά εγκαθιδρύουν ένα καθεστώς διώξεων και εκτοπισμών εναντίον κάθε πολίτη « ύποπτου» για τα δημοκρατικά ή τα φιλοαριστερά φρονήματά του.
Σ’ αυτή τη χρονική στιγμή για να μην υπάρξει κίνδυνος ανατροπών, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις άλλες ρημαγμένες από τον πόλεμο ευρωπαϊκές χώρες, όπου ήδη υπάρχει μια αναζωπύρωση των αριστερών και δημοκρατικών κινημάτων, οι ΗΠΑ, μέσα από το σχέδιο Μάρσαλ δίνουν και στη χώρα μας για ανασυγκρότησή της, μια τεράστια για την εποχή οικονομική βοήθεια, ενώ με τη δωρεάν στην αρχή παροχή πλεονάζοντος και άχρηστου πια γι’ αυτές στρατιωτικού υλικού εξαγοράζουν και τη στρατιωτικοπολιτική συμμαχία της Ελλάδας με την είσοδό της στο ΝΑΤΟ (1952) και αποκτούν έναν πρώτης τάξεως πελάτη για τα οπλικά τους συστήματα. Και παρά το ότι τα χρήματα, που έφθασαν με το σχέδιο Μάρσαλ κατασπαταλήθηκαν από του «ημέτερους» και σε έργα, που στοίχισαν πολλαπλάσια της αξίας τους, σε βαθμό τόσο εμφανή που προκάλεσαν την αντίδραση των ίδιων των Αμερικανών, γεγονός είναι ότι στη δεκαπενταετία 1950 – 1965 γίνανε σημαντικά έργα υποδομής: (υδροηλεκτρικά φράγματα, σιδηρόδρομοι, δρόμοι, λιμάνια, αεροδρόμια), αναπτύχθηκε η βιομηχανία, ενώ το κράτος δημιούργησε δημόσιους φορείς στον έλεγχο των οποίων πέρασαν στρατηγικοί τομείς της κοινωνίας και της οικονομικής ανάπτυξής της όπως η ηλεκτροδότηση, οι τηλεπικοινωνίες, οι συγκοινωνίες.
Από την άλλη όμως η ανεργία κυμαίνεται σταθερά πάνω από το 20% , η μετανάστευση προβάλλει ως η κεντρική λύση, ενώ η ύπαιθρος ερημώνει. Όσοι δε μεταναστεύουν, σπεύδουν στην Αθήνα και στα υπόλοιπα αστικά κέντρα, για να βρουν την οποιαδήποτε δουλειά, έστω παρασιτική, αρκεί να επιβιώσουν και να βρεθούν δίπλα στη λάμψη, που προκαλεί η ροή του άφθονου ξένου χρήματος, μοχλός μια καινούργιας ματαιόδοξης τάξης πού ανατέλλει. Αρχίζει η ανοικοδόμηση της Αθήνας με το σύστημα της «αντιπαροχής», μετατρέποντάς την στην πιο άσκημη και εχθρική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Τα νεοκλασικά της γκρεμίζονται, για να δώσουν άρον – άρον τη θέση τους σε απρόσωπες και άχρωμες πολυκατοικίες, ξένες με την αττική γη και το ανθρώπινο μέτρο της Αθήνας, το οποίο και το καταπνίγουν. Για πάνω από πέντε δεκαετίες η Χώρα μας βασίζεται σ’ αυτή τη μονοδιάστατη εκδοχή – εμμονή ανάπτυξης, που διατήρησε και τόνωσε την περιχαράκωση του ιδιωτικού και την αδιαφορία για το δημόσιο χώρο και πράγματα.
Στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο οι διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια της νεολαίας για την υπεράσπιση των δικαίων της Κύπρου είναι συνεχή και αυξανόμενα. Τα λαϊκά αιτήματα ξανάρχονται στο προσκήνιο και η αριστερά με την ΕΔΑ ανασυγκροτείται και στις εκλογές του 1958 αναδεικνύεται σε αξιωματική αντιπολίτευση με ποσοστό 24,4% των ψήφων και 78 βουλευτές. Το μετεμφυλιακό παρακράτος ανησυχεί και βάζει σε λειτουργία το σχέδιο «Περικλής», με στόχο να αναχαιτίσει την αυξανόμενη επιρροή της ΕΔΑ. Αντίστοιχα σχέδια εκείνη την εποχή έχουν εκπονηθεί για όλες τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, που έφθαναν και στην εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας. Τα μέλη λοιπόν, οι οπαδοί ακόμη και οι βουλευτές της ΕΔΑ υπόκεινται σε διώξεις και βιαιοπραγίες από εμφανείς και αφανείς μηχανισμούς τους κράτους στελεχωμένους με χωροφύλακες , αστυνομικούς, στρατιωτικούς αλλά και πολίτες, οι οποίες βιαιοπραγίες φθάνουν μέχρι και σε νεκρούς.
Οι εκλογές του 1961 καταγράφονται στην ιστορία ως «εκλογές βίας και νοθείας». Η σχεδιασμένη και συγκροτημένη επίθεση κατά της αριστεράς φθάνει μέχρι τη δολοφονία του βουλευτή της Γρηγόρη Λαμπράκη, το Μάιο του 1963 στη Θεσσαλονίκη από παρακρατικούς, για να καταλήξουμε στο περίφημο ερώτημα, που διατύπωσε ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Κωνσταντίνος Καραμανλής, που έμεινε στην ιστορία: « Ποιος κυβερνά αυτή τη Χώρα;» Ο Καραμανλής στα τέλη του 1963 θα αποχωρήσει από την πολιτική ζωή της χώρας και θα παραδώσει την πολιτική αρχηγία της ΕΡΕ, στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου επί κεφαλής της Ένωσης Κέντρου ασκεί πολιτική διμέτωπου αγώνα και κατά της Δεξιάς και κατά της αριστεράς. Κι ενώ συνεργάστηκε με την αριστερά στις εκλογές του 1956 με μοναδικό σκοπό την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, στη συνέχεια, μετά τη νίκη του στις εκλογές του 1963 αλλά χωρίς να πετύχει αυτοδυναμία στη βουλή προτίμησε να παραιτηθεί και να προκηρύξει νέες εκλογές το Φεβρουάριο του 1964, παρά να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με την ΕΔΑ.
Η Ένωση Κέντρου με τον Γεώργιο Παπανδρέου κερδίζει τις εκλογές το 1964 με μεγάλη πλειοψηφία στη βουλή. Για άλλη μια φορά όμως η παρέμβαση του παλατιού στα πολιτικά πράγματα είναι καταλυτική. Ο νεαρός βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Β΄ αρνείται στον Γ. Παπανδρέου να διορίσει πρόσωπο της επιλογής του στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, αλλά και να αντικαταστήσει τον αρχηγό του ΓΕΣ, ακόμη και όταν ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου προτείνει για τη θέση του υπουργού τον εαυτό του. Προτού προλάβει ο πρωθυπουργός να υποβάλλει εγγράφως την παραίτησή του, ο βασιλιάς έχει διορίσει την πρώτη κυβέρνηση αποστατών από το ίδιο το κόμμα της Ένωσης Κέντρου. Θα ακολουθήσει πολιτική αστάθεια και κυβερνήσεις που στηρίζονται τόσο από την ΕΡΕ όσο και από αποστάτες της Ένωσης Κέντρου.
Έτσι λοιπόν πορεύεται η χώρα μέχρι τη δικτατορία του 1967, όταν μια ομάδα Ελλήνων αξιωματικών γαλουχημένη μέσα σ’ ένα κλίμα, που ανεχόταν οριακά τη συνταγματική ωριμότητα, εμποτισμένη με τα ίδια στρεβλά ιδεώδη του πολιτικού κόσμου που πρόκρινε την απατηλή διάσταση δυο υποκειμένων με διαφορετική τάχα συμφέροντα Λαού και Έθνους, εμβολιασμένη με την ατιμωρησία, στην υπηρεσία, εν αγνοία της κάποιες φορές, του διεθνούς πολιτικοοικονομικού status της εποχής και υπό την απειλή πάλι του κομμουνιστικού κινδύνου εγκαθιδρύει στρατιωτική δικτατορία. Εν μέσω δικτατορίας δίπλα στις παλιές μια καινούργια οικονομική τάξη αναδύεται, που συνεργάζεται και δανειοδοτείται από το καθεστώς, μέσα σ’ ένα τοπίο που επικρατεί ο φόβος, οι διώξεις, οι εξορίες, αλλά και ο ατομισμός, σημάδι κόπωσης όταν ο λαός αποκαρδιώνεται.
Κατερίνη 29/4/2021
* Ο Γιώργος Βαζάκας είναι μέλος του Ε.ΠΑ.Μ. (Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο)
Vazakas1954gmail.com
** Θα συνεχίσουμε με την περίοδο 1974 – 2010