Γράφει ο Καθηγητής Γιώργος Πιπερόπουλος
Εξελίσσεται ήδη η φάση των 16 που θα αναδείξει τους 8 του καθυστερημένου εξαιτίας της πανδημίας “UEFA-Euro-2020” και η αυλαία θα «πέσει» την Κυριακή 11 Ιουλίου στον τελικό που προγραμματίστηκε για το Βρετανικό Wembley Stadium αλλά αυτό αρχίζει να μην φαίνεται οριστικό...
Έτσι η σημερινή μου «άποψη», που φιλοξενείται κάθε εβδομάδα στα αγαπημένα blogs & sites, επικεντρώνεται και πάλι στα «ποδοσφαιρικά δρώμενα»…
Ομολογώ, ξεκινώντας, ότι ο τίτλος μου σήμερα είναι σκόπιμα παραπλανητικός!..
Αυτό όχι μόνο επειδή περιέχει το καθοριστικό «αλλά» (αυτά τα 4 γράμματα δρουν πάντοτε ανασταλτικά στην κάθε λογής θετική διαπίστωση), αλλά ακριβώς επειδή η πρώτη λέξη του τίτλου μου, το επίθετο «καλός», δείχνει μια ταύτιση απόψεων και κρίσεων, καθώς προϋποθέτει μια γενικότερα αποδεκτή αξιολόγηση.
Πριν προχωρήσω, λοιπόν, στην επίμαχη ψυχό-κοινωνιολογική ανάλυση των παραγόντων εκείνων που στη καταληκτική, στην συνθετική τους ολότητά συνιστούν το ανασταλτικό «αλλά», αξίζει τον κόπο να ρίξουμε μια ματιά πρώτα στο προβληματικό επίθετο… «καλός».
Οι φίλαθλοι, οι αθλητικοί συντάκτες, οι παράγοντες και μαζί οι ίδιοι οι παίκτες έχουν τις δικές τους απόψεις, τον δικό τους ορισμό, τα δικά τους πλαίσια αναφοράς που τους οδηγούν στην καταληκτική διαπίστωση ότι ένας συγκεκριμένος παίκτης είναι ή δεν είναι… «καλός».
Οι φίλαθλοι, υποκύπτοντας στη συναρπαστικότητα του αγώνα, γοητευμένοι με την εξέλιξη μιας κρίσιμης φάσης, ικανοποιημένοι από το επιθυμητό σκοράρισμα, καθώς επιδίδονται σε ουρανομήκεις ιαχές επιδοκιμασίας, δίνουν τον δικό τους ορισμό του «καλού» παίκτη με μια άτυπη μεν, ηχηρή δε, προφορική διαδικασία καθιέρωσης μέσα στο γήπεδο του ποδοσφαίρου, αλλά και του μπάσκετ, του βόλεϊ και άλλων σπορ.
Οι αθλητικοί συντάκτες τυπώνουν την επομένη του αγώνα σε έγχρωμα εξάστηλα ή τετράστηλα αυτό που η κερκίδα διατύπωσε προφορικά με τις ιαχές επιδοκιμασίας την ώρα του αγώνα και υλοποιούν την προφορική αναγνώριση με την εγκυρότητα (scripta manent, γαρ) του «έντυπου λόγου» και εδώ και πολλά χρόνια και του «διαδικτυακού λόγου» σε ηλεκτρονικά Blogs & Sites.
Οι διοικητικοί παράγοντες έχουν τη δική τους άποψη, άρρηκτα συνυφασμένη με την απόδοση του κάθε παίκτη σε σχέση ευθέως ανάλογη με το κόστος της απόκτησής του, σε ό,τι αφορά τον ορισμό του «καλού».
Και οι προπονητές, λειτουργώντας ως «εμπειρικοί ψυχολόγοι» που ζούνε κάθε μέρα από κοντά, ώρα με την ώρα, τον κάθε παίκτη της ομάδας τους, διαμορφώνουν από παρατήρηση που στηρίζεται στην πείρα τους το δικό τους πλαίσιο αναφοράς, τυποποιούν συνειδητά τον δικό τους ορισμό του «καλού παίκτη».
Καλός παίκτης, λοιπόν, αλλά ποιος;
Αυτός που σκορπίζει ρίγη συγκίνησης στην κερκίδα, αναστατώνει τους αντιπάλους, γοητεύει τους αθλητικογράφους, κερδίζει την εύνοια των παραγόντων και του προπονητή σε μερικές αγωνιστικές και στη συνέχεια απογοητεύει, δημιουργεί ερωτηματικά, φθείρει το ηθικό των συμπαικτών του και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ήττα, εξαγριώνοντας την κερκίδα;
Ή εκείνος που επιδίδεται συστηματικά στη σωστή άσκηση, προπονείται δίνοντας ολάκερο τον εαυτό του, πειθαρχεί, παίζει συλλογικό παιχνίδι, έστω και εάν έτσι στερείται την προσωπική προβολή και δόξα, συμβάλλει στο ανέβασμα του ηθικού της ομάδας του, συνεργάζεται, στοχεύει στη σταδιακή και σταθερή βελτίωσή του και σαν το παροιμιακό κρασί γίνεται καλύτερος με το πέρασμα του χρόνου;
Το ταλέντο, σαν την ομορφιά, το πάχος και το χρήμα, δεν κρύβεται, όπως σοφά το λέει και ο λαός μας. Ένα καλό ταλέντο σε λάθος περιβάλλον απολήγει σε μετριότητα την ίδια στιγμή που ένας μέτριος παίκτης στο σωστό περιβάλλον μπορεί να γίνει «μεγάλος».
Καλός παίκτης, λοιπόν, αλλά αξιοποιεί το ταλέντο του;
Η σωματική διάπλαση, οι ψυχό-διανοητικές ικανότητες (αυτό που η κοινή γνώμη γνωρίζει ως αντίληψη) και οι ψυχό-συναισθηματικές ιδιότητες (αυτό που περικλείεται από την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα) μαζί με τη συστηματική και διαχρονική εκμάθηση της τεχνικής του σπορ ή είναι ποδόσφαιρο ή μπάσκετ ή κάτι άλλο, συνιστούν το ταλέντο καθενός παίκτη και καθενός αθλητή γενικότερα.
Εφόσον τον ευνοήσει η τύχη του και τον ανακαλύψει κάποιο έμπειρο «λαγωνικό ταλέντων» κάποιας μεγάλης ομάδας, ο καλός παίκτης παίρνει το εισιτήριο για την εξέλιξη της καριέρας του. Από εκεί και μπρος σε αυτόν εναπόκειται εάν θα προχωρήσει. Για να επιβιώσει πρέπει να παλέψει, για να συναρπάσει πρέπει να αγωνισθεί, για να αναγνωρισθεί και να καθιερωθεί χρειάζεται να δοθεί, να βελτιωθεί σωματικά, ψυχικά και σε επίπεδο τεχνικό.
Αν δεν πειθαρχήσει τις υποκειμενικές του επιθυμίες όταν αυτές γίνονται και υπέρμετρες και καταναγκαστικές, αν δεν τιθασεύσει τις ανθρώπινες αδυναμίες του όταν γνωρίζει πως η ικανοποίησή τους θα του κοστίσει και αν δεν βελτιώνει συστηματικά με επιμονή και υπομονή τις ψυχό-διανοητικές και μαζί τις ψυχό-συναισθηματικές, σωματικές και τεχνικές του ικανότητες, δεξιοτεχνίες και γνώσεις, τότε, παρά τις όποιες εφήμερες δόξες, δάφνες, μεγαλεία, αναγνώριση και χρηματικά κέρδη, θα απολήξει στην ανασταλτική διαπίστωση φιλάθλων, αθλητικογράφων, παραγόντων, προπονητών και φυσικά και του… ψυχολόγου των σπορ ότι είναι καλός παίκτης… αλλά!…
Θα κλείσω την σημερινή μου «άποψη» υπενθυμίζοντας στους φίλους και φίλες αναγνώστες μια ιστορικά-κλασσική τοποθέτηση του μεγάλου επιστήμονα όλων των εποχών Άλμπερτ Αϊνστάιν που αναφέρεται στις Επιστήμες και τις Τέχνες αλλά φρονώ ότι δεν υπερβάλλω μεταφέροντας την στα ποδοσφαιρικά και άλλα γήπεδα:
«Μεγαλοφυΐα είναι το τελικό άθροισμα δύο παραγόντων», είπε κάποτε όταν ρωτήθηκε σχετικά από δημοσιογράφους ο Αϊνστάιν και ολοκλήρωσε «όπου το ένα τοις εκατό είναι η ιδιοφυΐα και το ενενήντα εννιά τοις εκατό ο ιδρώτας!…».
«Καλός παίκτης», λοιπόν, φίλες και φίλοι αναγνώστες ποδοσφαιρόφιλοι και άλλοι, χωρίς κανένα και κανενός είδους «αλλά»...