απαλλαγεί από τον γραφειοκρατικό, τιμωρητικό και εισπρακτικό χαρακτήρα του, εις βάρος των πολιτών που έχουν επιλέξει να συμβιώνουν με σκύλους και άλλα κατοικίδια ζώα.
Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος και ο κόσμος των κυνηγών αντιτάχθηκαν από την πρώτη στιγμή στην υποχρεωτική και καθολική στείρωση που προέβλεπε το νομοσχέδιο στην αρχική μορφή του, προτείνοντας μία σειρά αλλαγών και διευθετήσεων, από τις οποίες, όμως, ελάχιστες έγιναν αποδεκτές.
Αν και το νομοσχέδιο βελτιώθηκε ως προς το σημείο της «καθολικής και υποχρεωτικής στείρωσης» όλων των σκύλων, ο εναλλακτικός και δαπανηρός τρόπος που προκρίνεται με την αποστολή DNA, αποτελεί έναν ακόμα «ανορθολογισμό».
– Σε μία περίοδο βαθιάς και παρατεινόμενης οικονομικής ύφεσης, η πολιτεία επιβαρύνει με μεγαλύτερες δαπάνες και δυσανάλογα κόστη όσους έχουν επιλέξει να ζουν με έναν ή περισσότερους σκύλους.
Ιδιαίτερα για χιλιάδες κυνηγούς που σήμερα συντηρούν δύο – τρεις ή και περισσότερους αρσενικούς και θηλυκούς σκύλους, η υποχρεωτικότητα αποστολής γενετικού υλικού ισοδυναμεί με την οικονομική αφαίμαξη των ήδη μειωμένων εισοδημάτων τους.
Στους καιρούς που διανύουμε, ο τρόπος που επιλέγει το νομοσχέδιο είναι οικονομικά δυσβάσταχτος για τον κόσμο των κυνηγών, τόσο στην επαρχία όσο και στα αστικά κέντρα.
Επί της ουσίας, επιβάλλεται εις βάρος των κυνηγών και όλων των άλλων πολιτών ένα επιπλέον οικονομικό «χαράτσι», χωρίς καν να έχει επανέλθει σε συνθήκες κανονικότητας ο επαγγελματικός και εργασιακός τους βίος, που τόσο έχει πληγεί κατά την περίοδο της πανδημίας.
Εκπροσωπώντας τους 200.000 κυνηγούς της χώρας, η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος ζητάει να εξαιρεθούν αυτής της υποχρέωσης οι κυνηγετικοί σκύλοι, οι οποίοι και αποτελούν «σκύλους εργασίας», όπως ακριβώς και οι σκύλοι εργασίας του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας.
– Σε κάθε περίπτωση, μάλιστα, θεωρούμε εξαιρετικά περιοριστική την πρόβλεψη του νομοσχεδίου για μία μόνο γέννα στο σύνολο της ζωής ενός σκύλου, όταν οι κάτοχοι τους είναι απλοί ιδιώτες και όχι επαγγελματίες ή ερασιτέχνες εκτροφείς.
Η αύξηση αυτού του «δικαιώματος» σε δύο γέννες στο σύνολο της ζωής ενός ζώου, είναι πολύ πιο ρεαλιστική και θα ικανοποιήσει χιλιάδες πολίτες, χωρίς να υπονομεύει την ευζωία των δεσποζόμενων σκύλων.
Ιδιαίτερα όσον αφορά στους κυνηγετικούς σκύλους, που ορθώς αναγνωρίζονται στο νομοσχέδιο ως «σκύλοι εργασίας», η δυνατότητα για δύο γέννες στο σύνολο του βίου τους είναι επιβεβλημένη, γιατί αλλιώς υπονομεύεται η άσκηση της κυνηγετικής δραστηριότητας από την πλευρά των κατόχων τους.
Ας μην λησμονεί ο νομοθέτης ότι χιλιάδες κυνηγοί της επαρχίας και των αστικών κέντρων δεν έχουν την εισοδηματική δυνατότητα απόκτησης νέων κυνηγετικών σκύλων, παρά μόνο μέσω της αναπαραγωγής των δικών τους ζώων.
– Απαράδεκτη, αντισυνταγματική και εμμέσως «ρατσιστική» θεωρούμε την πρόβλεψη για …επιπλέον ποινή (!) αφαίρεσης της άδειας θήρας, στην περίπτωση παράβασης διατάξεων του νόμου από κυνηγούς.
Στο πλαίσιο της ισονομίας των πολιτών, ένας νόμος για τα δεσποζόμενα και αδέσποτα ζώα συντροφιάς, δεν δικαιούται να κάνει ουδεμία διάκριση ανάμεσα σε κυνηγούς και λοιπούς κατόχους ζώων…
Η συγκεκριμένη διάταξη θα πρέπει να απαλειφθεί έγκαιρα και με πρωτοβουλία του ιδίου του νομοθέτη. Αν αυτό δεν γίνει, η Κ.Σ.Ε. δηλώνει ότι θα ασκήσει όλα τα ένδικα μέσα για να απαλείψει αυτήν τη διάκριση που αντιμετωπίζει άνισα τους Έλληνες κυνηγούς, σε σχέση με όλους τους άλλους κατόχους κατοικίδιων ζώων.
– Αν και οι κυνηγοί αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα κατόχων σκύλων στη χώρα μας, θεσμική εκπροσώπησή τους δεν υπάρχει σε καμία από τις ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ που προβλέπει το νομοσχέδιο, κάτι που αντιθέτως γίνεται σε υπερθετικό βαθμό με ολιγομελείς άλλες οργανώσεις.
Η Κ.Σ.Ε. ζητάει την εκπροσώπησή της, τουλάχιστον στην Επιτροπή της παρ. 8 του άρθρου 10, που εγκρίνει, παρακολουθεί και ελέγχει τους ιδιώτες οι οποίοι θα ήθελαν να αναπαράξουν το ζώο συντροφιάς τους, όπως και σε κάθε άλλη Επιτροπή επιφορτισμένη με τη διαχείριση των ζώων στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
– Σε κάθε περίπτωση, επίσης, είναι φανερό ότι οι υποχρεώσεις, η πολύπλοκη διαδικασία και οι εξαντλητικές τυπικότητες που προβλέπει το σχέδιο νόμου, καθιστούν ανεφάρμοστη την εφαρμογή του στα χρονικά πλαίσια που προβλέπονται στο άρθρο 9 παρ. 1α.
Θεωρούμε ότι τόσο η υποχρέωση των ιδιοκτητών για στείρωση ή αποστολή DNA, όσο και η έναρξη των προστίμων που απορρέουν από τον νόμο, θα πρέπει να παραταθούν για ένα επιπλέον έτος και στις δύο περιπτώσεις αντίστοιχα.
Οι εκπρόσωποι της Κ.Σ.Ε. θα καταθέσουν αναλυτικά τις θέσεις και τις προτάσεις της, τόσο κατά τη διαδικασία «ακρόασης» που θα ξεκινήσει την ερχόμενη εβδομάδα στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, όσο και στους εισηγητές όλων των κομμάτων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Γ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ
Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΦΩΤ. ΤΡΑΚΑΚΗΣ