Οι καλικάντζαροι ήταν συνήθως μικρόσωμοι, άσχημοι, αδύνατοι, με αχτένιστα μαλλιά και κόκκινα μάτια, με πόδια τράγου και ουρά, όπου ζουν όλο το χρόνο κάτω από τη γη και προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που τη κρατάει. Κι ενώ είναι σχεδόν έτοιμοι να το κόψουν, βγαίνουν στην επιφάνεια της γης, κοντά στο τέλος της εργασίας τους, (από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη, πέσει και τους πλακώσει) την πρώτη μέρα του Σαραντάμερου (14 Νοεμβρίου) με σκοπό να πειράξουν τους ανθρώπους. Να τους κολάσουν. Γυρνούν μόνο τις νύχτες. Μπαίνουν στα σπίτια από τους καπνοδόχους και παίρνουν ό,τι θέλουν. Όμως όταν άκουγαν το πρώτο λάλημα του πετεινού, ειδοποιούσαν ο ένας τον άλλο «πρώτος λάλησε» ύστερα «δεύτερος λάλησε», ενώ με το τρίτο λάλημα όλοι μαζί επέστρεφαν στα έγκατα της γης, στον Άδη. Οι καλικάτζαροι έφευγαν από τη γη, όταν αγιάζονταν τα νερά, την ημέρα των Θεοφανείων. Όταν όμως επιστρέφουν στα έγκατα της γης, βρίσκουν το δέντρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα.
Οι Λεπτοκαρίτες πίστευαν πως τα Χριστούγεννα «έφευγαν» τα “σαραντάμερα” και «έρχονταν» τα “δωδεκάημερα” (δηλ. πρόκειται πάλι για καλικάντζαρους που ενοχλούσαν τους ανθρώπους). Τα “δωδεκάμερα” ήταν «δαιμονικά» που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους ανθρώπους ως την ημέρα των Φώτων, γι’ αυτό και λεγόταν “δωδεκάμερα”, (δηλ. δώδεκα μέρες, όσες ήταν και οι ημέρες από τα Χριστούγεννα ως και τα Φώτα). Μόλις περνούσαν και τα Φώτα, πίστευαν πως όλα τα «δαιμονικά» έφευγαν από το χωριό. Όμως, επίσης πίστευαν, πως θα παρέμενε από «κανένας ξεχασμένος» “ γέρος - δαίμονας”, ο οποίος θα τριγυρνούσε στην παλαιά Λεπτοκαρυά και μετά την ημέρα των Φώτων.
Πολλές πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του καθηγητή Γεωργίου Χατζή «Λεπτοκαρυά», καθώς και από το προσωπικό μου αρχείο.
ΤΖΙΟΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Φιλόλογος - αρχαιολόγος