Οι πιο πολλοί επαγγελματίες τα πουλάνε γύρω στα 65-70 ευρώ το κυβικό. Στις "καλές" μέρες που αγοράζαμε το ξύλο με τον τόνο και όχι με το κυβικό, κόστιζε περίπου στα 90 ευρώ ο τόνος και είχε φτάσει κάποια στιγμή στα 100-110 ευρώ.
Να θυμίσουμε ότι στην αλλαγή μέτρησης που είχε γίνει από τον τόνο στο κυβικό μέτρο, ο καταναλωτής ήταν αυτός που βγήκε χαμένος, αφού τελικά πληρώνει περισσότερα χρήματα και παραλαμβάνει λιγότερα ξύλα. Το ερώτημα εδώ είναι το πώς οι επαγγελματίες υπολογίζουν το κυβικό μέτρο; Με χύμα ή στοιβαγμένο το ξύλο; Είναι παρών στην μέτρηση ο καταναλωτής; Όχι. Και τελικά μπορεί ο καταναλωτής να υπολογίσει τι καταλήγει στο τζάκι του ή στον ξυλολέβητα-ξυλόσομπα του; Δύσκολα! Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο στην αγορά καυσόξυλου είναι ότι όταν οι καταναλωτές το χρησιμοποιούσαν σε τζάκια απλά για να φτιάξουν μία "όμορφη" ατμόσφαιρα, η τιμή του ήταν ιδιαίτερα προσιτή. Από την στιγμή όμως που όλο και περισσότεροι χρησιμοποιούν καυσόξυλα για να ζεσταθούν, η τιμή τους έχει εκτοξευθεί στα ουράνια!
Φυσικό αέριο, ρεύμα, βενζίνη, ξύλα, όλα στα ύψη! Όλοι οι επαγγελματίες λένε ότι δεν βγαίνουν. Εμάς μας ρωτάει κανείς αν βγαίνουμε; Πήραμε καμία αύξηση και δεν το ξέρουμε; Και γιατί όταν αυξάνουν τις τιμές οι επαγγελματίες, τις πάνε στον Θεό; Γιατί π.χ. αντί για 5 ευρώ αύξηση στο κυβικό να μην είναι 1 ευρώ η αύξηση; Μόνο ένα κυβικό ξύλα πουλάνε; Όχι. Εκατοντάδες, χιλιάδες είναι τα κυβικά που δίνουν. Άρα το κέρδος τους είναι αντίστοιχο! Και βγάζουν όχι απλά τις αυξήσεις στα λειτουργικά τους έξοδα, βγάζουν και μεγάλο κέρδος! Ο κακομοίρης ο καταναλωτής που πληρώνει παντού τι να πει;
Παρόμοια η κατάσταση και στα υπόλοιπα αγαθά. Σε είδη φούρνου π.χ. ένα τσουρεκάκι που έκανε 1 ευρώ, πήγε στα 1,20. Δηλαδή αύξηση 0.20 λεπτά του ευρώ. 1 τσουρεκάκι πουλάει μόνο ένας φούρνος; Όχι, πουλάει πολλά. Μόνο τσουρεκάκια πουλάει ένας φούρνος; Όχι, πουλάει ψωμί και παράγωγα του και οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς και όλα με αυξημένες τιμές. Τότε γιατί να πάρει το τσουρεκάκι αύξηση 0,20 λεπτά και όχι 0,5 λεπτά του ευρώ;
Ο καθένας κάνει ότι θέλει, αυξάνει όσο θέλει και χαμένος είναι πάντα ο πολίτης, ο καταναλωτής και κυρίως αυτός που τα βγάζει πέρα με δυσκολία.