Όταν μικρός άκουγα τα τραγούδια «Ο τρελός, 1977» του Άκη Πάνου και «Ανοίχτε τα τρελάδικα, 1983» του Τάκη Σούκα, σιγοτραγουδώντας τα είχα την αίσθηση ότι εκτρέπομαι από την κανονικότητα, ότι κάποιος θα με ακούσει και θα τιμωρηθώ, ότι οι τραγουδιστές είναι παρανοϊκοί.
Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι οι στιχουργοί διαχρονικά δικαιώνονταν απόλυτα στη συνείδηση μου. Όταν συνειδητοποίησα ότι η λογική, η συνέπεια, η τάξη και η ειλικρίνεια δεν έχουν θέση στην κοινωνία των παρανοϊκών γήινων θηρίων, συμπάθησα ακόμη περισσότερο την Ελένη Βιτάλη και τον Μανώλη Μητσιά.
«Βρε ασ’ τον τρελό στην τρέλα του
ασ’ τονε στο όνειρο του
Τον κόσμο αυτόν σιχάθηκε
κι έφτιαξε έναν δικό του».
Σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου πασχίζεις να είσαι συνεπής, να τηρείς τους κανόνες, να βαδίζεις με λογική και σύνεση. Καταλαβαίνεις ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Δικαιώνεται αυτός για τον οποίο ο γάιδαρος πετά, ο «ζαμάν φου, je m’ en fous στα γαλλικά», αυτός δηλαδή που δεν του καίγεται καρφάκι, που τα γράφει στα παλιά του τα παπούτσια και δεν λογαριάζει τίποτα. Αυτός κινείται πάντα στο νόμο του παραλογισμού και επιβιώνει στην ζωή. Έτσι του έμαθε η πολιτεία να «αγωνίζεται».
«Ανοίχτε τα τρελάδικα να βγει ο κόσμος έξω
Να δούμε αν είναι πιο τρελοί οι μέσα απ’ τους απέξω»
Έχω μιλήσει με αυτούς που χαρακτηρίζουμε τρελούς, με ανθρώπους που έχουν νοσηλευτεί σε θεραπευτικά ιδρύματα και δεν έπαθα τίποτα. Αρχικά ίσως φοβήθηκα, δίστασα, προφυλάχτηκα. Αντιλήφτηκα όμως ότι οι άνθρωποι αυτοί νόσησαν γιατί δεν άντεξαν την τρέλα των λογικών. Οι «ενάρετοι» και οι «σωστοί» τους έστειλαν στα θεραπευτήρια. Πνίγηκαν από την λογική τους, από το δίκιο και την ισονομία.
Σήμερα η τρέλα των λογικών και η λογική των τρελών βασιλεύει περίτρανα σε έναν κόσμο όπου το ψέμα έγινε αλήθεια, το κακό πήρε τη θέση του καλού και το άδικο δικαιώθηκε πανηγυρικά. Χιλιάδες παραδείγματα της καθημερινότητας πιστοποιούν την σχιζοφρένεια που έχει αφετηρία τις αποφάσεις «μεγάλων» ανδρών της υφηλίου και κατάληξη το χαμό αθώων ψυχών.
Κλείνω το φτωχό αυτό κείμενο με ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα ενός «τρελού» συγγραφέα, με τον τίτλο «Ένας διαφορετικό κόσμος».
«Είχαμε καμιά δεκαριά ασθενείς που τους αφήναμε ελεύθερους, για μια-δυο ώρες το πρωί, μέχρι να πεταχτούν στο καφενείο, εδώ πάνω, στο διπλανό χωριό. Μια μέρα καθώς επέστρεφε ένας, Μπάμπη τον λέγανε, συνάντησε ένα φορτηγό ακινητοποιημένο, δεξιά του δρόμου. Ο οδηγός έβριζε θεούς και δαίμονες.
«Τι έγινε ρε αφεντικό», του λέει.
«Τι να γίνει μείναμε. Καθώς κατέβαινα αντιλήφθηκα ότι κάτι δεν πάει καλά στον δεξί τροχό, μπροστά. Καλά που σταμάτησα. Είχαν φύγει τα μπουλόνια από την ρόδα. Έμειναν μόνο δύο. Δεν ξέρω τι να κάνω εδώ στην ερημιά».
Ο Μπάμπης περιεργάστηκε το όχημα και μέσα σε δευτερόλεπτα βρήκε τη λύση.
«Το φορτηγό σου έχει οκτώ τροχούς. Θα πάρουμε ένα μπουλόνι από τον καθένα για να κάνουμε τη δουλειά μας στον τροχό που έχει πρόβλημα. Θα πας στο προορισμό σου και μετά αντικαθιστάς αυτά που λείπουν».
Έτσι κι έγινε. Η βλάβη αποκαταστάθηκε με την πολύτιμη συνδρομή και ευφυΐα του Μπάμπη.
«Ευχαριστώ πολύ φίλε. Από πού είσαι; Που μένεις;»
«Είμαι τρόφιμος εδώ απέναντι, στο τρελάδικο. Καλά δρομολόγια. Γεια χαρά».
Γιάννης Τσαπουρνιώτης