Οι αγωγιάτες ήταν οι επαγγελματίες που έκαναν μεταφορές με φορτηγό ζώο. Λεγόντουσαν και “κιρατζήδες”, μετέφεραν τα εμπορεύματα ή διακινούσαν τους ταξιδιώτες με άλογα και συχνότερα με μουλάρια. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα, ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1940, ενώ σε μερικές περιοχές της Πιερίας μέχρι και τη δεκαετία του 1950.
Οι αγωγιάτες προέρχονταν συνήθως από το στρώμα των ακτημόνων αγροτών. Ήταν οργανωμένοι σε πολυμελή σωματεία στα χωριά και στις κωμοπόλεις. Μεγάλος αριθμός αγωγιατών εργάζονταν στα εργοστάσια και στα ελαιοτριβεία. Οι αγωγιάτες είναι οι “πρόδρομοι” των αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, αλλά και κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας. Όμως η κύρια ενασχόλησή τους ήταν η μεταφορά των δημητριακών προϊόντων.
Βαρελάς
Ο βαρελάς ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που το βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το “ματσακόνι” για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δύο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες του βαρελά στα παλαιότερα χρόνια ήταν πάντα γεμάτες με βαρέλια.
Γανωματής (Καλαντζής)
Οι γανωματήδες ήταν πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως ταψιά, καζάνια, κουτάλια και πιρούνια. Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως σε στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωματήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο. Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη, με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο (καλάϊ = κασσίτερος).
Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν τη δουλειά τους επί τόπου, ενώ παλιότερα η πληρωμή τους ήταν σε είδος (αυγά, καλαμπόκι, σιτάρι). Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με οινόπνευμα και το τρίβανε με “κουρασάνι” = (τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το “νησιαντήρι” = (χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο καλάϊ σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα. Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.
Πραματευτής
Ο πραματευτής (τα παλαιότερα χρόνια) έφερνε στα χωριά της Πιερίας, φορτωμένος ή με το ζώο, ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς, όπως υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κλωστές, εσώρουχα, κουμπιά, λάστιχο, κουβαρίστρες, τσατσάρες, χτένια, βαφές και πολλά άλλα ακόμα. Η πληρωμή γίνονταν συνήθως σε είδος. Ο πραματευτής ήταν πλανόδιος έμπορος, που γυρνούσε στα χωριά και στις γειτονιές.
Οι έμποροι αυτοί μετέφεραν το εμπόρευμά τους στους ώμους ή πάνω στο υποζύγιο που τους συνόδευε. Έτσι έχουμε τους χαλβατζήδες που έφτιαχναν το χαλβά, καθώς και τους σαλεπιτζήδες που έβραζαν και πουλούσαν το ζεστό σαλέπι. Επίσης υπάρχουν και οι πλανόδιοι υφασματέμποροι ή αλλιώς “μπασματζήδες” που εφοδίαζαν τα χωριά της αγροτικής περιφέρειας, οι “μπαχτσαβάνηδες” που καλλιεργούσαν και πουλούσαν τα οπωροκηπευτικά, καθώς και άλλοι πλανόδιοι έμποροι, που μετέφεραν τα προϊόντα τους με το γαϊδουράκι, που έφερε το φορτίο του μέσα σε ειδικά κοφίνια.
Ζευγάς
Οι ζευγάδες ήταν αυτοί που αναλάμβαναν το όργωμα, τη σπορά και τη συγκομιδή των χωραφιών. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια ή μουλάρια, τα “ζευγαρόβοδα”. Μερικές φορές, οι ίδιοι εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν κι έσπερναν και τα χωράφια άλλων κατοίκων και αμείβονταν επιπλέον, επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη “συρμαγιά” δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι. Σήμερα ο ζευγάς έχει εξαφανιστεί, αφού το όργωμα γίνεται πλέον μόνο με μηχανικά μέσα.
Καλαθοποιός
Ο καλαθάς δραστηριοποιούταν συνήθως σε περιοχές που αφθονούσαν οι λυγαριές, οι μυρτιές, οι σφάκες (πικροδάφνες) και τα καλάμια. Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί αποσπούσαν μακριές βίτσες με το τσερτσέτο (ειδικό μαχαίρι) και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια καλάθια, κοφίνια, ψαροκόφινα, ενώ μόνο με τις βίτσες έπλεκαν τα στουπιά για το τυρί, καθώς και τους κόφτες για τη μεταφορά των σταφυλιών.
Καρεκλάς
Ο καρεκλάς ήταν δύσκολο επάγγελμα, όπου με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά, δημιουργούσε διάφορες καρέκλες, που ήταν συνήθως τριών ειδών. Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, οι κοντούλες που δεν είχαν πλάτη και οι ραχατιλίδικες στις οποίες το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο, ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.
Καφε-παντοπώλης
Κτίστης
Ο κτίστης ήταν στα χωριά πολύ διαδεδομένο επάγγελμα, επειδή τότε όλα τα σπίτια χτίζονταν με πέτρες απελέκητες και πελεκημένες. Οι κτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια, εκκλησίες και δημόσιες κρήνες. Στους κτίστες υπάγονταν και οι “πελεκάνοι” που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και προχωρημένη τεχνική.
Λούστρος
Τα παλαιότερα χρόνια στις δεκαετίες στα μέσα του 20ου αιώνα, στα χωριά αλλά και στις κωμοπόλεις της Πιερίας, ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, με αποτέλεσμα τα παπούτσια να σκονίζονται και να λασπώνονται εύκολα. Τότε εκείνη την εποχή, γνώρισε μεγάλη άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός με ένα κασελάκι μπροστά του (αληθινό κομψοτέχνημα) και γύρω του κρέμονταν οι βούρτσες και τα βερνίκια. Ο λούστρος κάθονταν σε ένα χαμηλό σκαμνάκι, συνήθως στην πλατεία του χωριού και περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει τους πελάτες, χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι.
Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε το βάψιμο των παπουτσιών, ενώ στο τέλος ο πελάτης άφηνε πάντα ένα νόμισμα μέσα σε ένα πιατάκι που υπήρχε δίπλα στο κασελάκι και αυτό αποτελούσε και την αμοιβή του λούστρου για τη δουλειά που του παρείχε.
Μπακάλης
Ο μπακάλης ήταν πάντα πνιγμένος στα σακιά με τα φασόλια, τις φακές και τα ρύζια, αλλά και στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες, τα ζυμαρικά και όλα τα προϊόντα που ήταν απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς. Τα περισσότερα πράγματα ήταν χύμα και αγοράζονταν βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τα τρόφιμα χύμα. Συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό. Σήμερα με τους όρους που διαμορφώθηκαν από την σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ τα μπακάλικα χάθηκαν, εκτός από εκείνα τα λίγα που λειτουργούν ακόμα σε μερικά απομακρυσμένα χωριά.
Εμποροράφτης
Σε λίγα κεφαλοχώρια της Πιερίας, υπήρχαν τα καταστήματα υφασμάτων, που συνήθως ήταν και ραφτάδικα. Εμπορικά που πουλούσαν όλα τα είδη που είχαν ζήτηση εδώ, όπως μεταξωτά, βαμβακερά και βελούδινα. Το επάγγελμα του ράφτη είναι πολύ παλιό. Ένας τεχνίτης έπρεπε να δουλέψει τριάντα μεροκάματα για να ράψει ένα ολόμαλλο κουστούμι. Επειδή το ράψιμο στοίχιζε πολύ συνήθως έραβαν ένα κουστούμι όταν παντρεύονταν. Παλιά χρησιμοποιούσε ραπτομηχανή του χεριού, που γάζωνε με το χέρι, ενώ αργότερα γάζωνε με μηχανή του ποδιού, που δούλευε κουνώντας το πόδι του.
Επάνω στη ραπτομηχανή υπήρχαν τα μασούρια με τις κλωστές διαφόρων χρωμάτων. Στον πάγκο του είχε διάφορα εργαλεία για τη δουλειά του, όπως ψαλίδια, δαχτυλήθρες, βελόνες, κλωστές. Το σιδέρωμα γινόταν με σίδερο που έπαιρνε μέσα κάρβουνο. Όταν έπρεπε να μειωθεί η θερμοκρασία έκλειναν κάποιες "πορτίτσες" ώστε το κάρβουνο να μην παίρνει αέρα. Ο καλός ράφτης είχε πολλούς πελάτες και έπαιρνε πολλές παραγγελίες, γι' αυτό είχε πάντα δουλειά. Η δουλειά του όμως ήταν πολύ δύσκολη, κουραστική και επικίνδυνη.
Μυλωνάς
Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη στα χωριά της Πιερίας, όπου τότε φρόντιζαν για την παρασκευή του σταρένιου ή καλαμποκίσιου αλευριού. Μετέφεραν τα τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι. Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το και τον περιέστρεφε.
Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς έπαιρνε ως αλεστικό δικαίωμα ένα “σινίκι” συνήθως ήταν έξι οκάδες για την άλεση εκατό οκάδων σιτηρών, ενώ σπάνια έπαιρνε χρήματα.
Ντελάλης
Η λέξη ντελάλης, είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει “αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα”. Οι ντελάληδες διαλαλούσαν στους κατοίκους των χωριών τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. Όμως η ευρεία διάδοση των εφημερίδων, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης υποκατέστησε σταδιακά τους ντελάληδες σε όλα τα χωριά του νησιού.
Τενεκετζής
Ο τενεκετζής έφτιαχνε και επιδιόρθωνε σκεύη που χρειαζόταν κάθε νοικοκυριό και ήταν από τα πιο επικερδή επαγγέλματα. Στο κατάστημά του μπορούσες να βρεις κουβάδες για να βγάζουν νερό από το πηγάδι, γκιούμια για το γάλα, σόμπες, μπουριά, ποτιστήρια, νιπτήρες, λεκάνες, καζάνια για το βράσιμο των ρούχων, χωνιά και γενικότερα αντικείμενα που χρειαζόντουσαν κυρίως τα νοικοκυριά.
Ο τενεκετζής επεξεργαζόταν ανοξείδωτη λαμαρίνα. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ήταν διάφορα ψαλίδια, σφυριά, μέτρο, ματσόλα (ξύλινο σφυρί) και κολλητήρι. Το εργαστήρι του ήταν στον ίδιο χώρο που πουλούσε τα σκεύη του. Τα είχε όλα αραδιασμένα μπροστά στο μαγαζί του και πίσω από ένα πάγκο βρισκόταν ο ίδιος όπου δούλευε. Εκεί βρισκόντουσαν και όλα τα εργαλεία του μαζί με το αμόνι, τη φουφού, όπου έλιωνε το καλάι (κασσίτερος) και μεγάλα κομμάτια λαμαρίνας.
Ο μάστορας δούλευε ασταμάτητα, δεν είχε ωράριο. Όταν τέλειωνε την παραγωγή, ασχολιόταν με τις επιδιορθώσεις, και αν το είχε μέσα του έφτιαχνε διάφορα σχέδια πάνω σε αντικείμενα που κατασκεύαζε. Αν είχε χρόνο περνούσε από τις γειτονιές και τα χωριά, φορτωμένος με το αμόνι, την γκαζιέρα για να λιώνει το καλάι και τα άλλα σύνεργα και επισκεύαζε όσα μεταλλικά σκεύη είχαν τρυπήσει ή σπάσει.
Πεταλωτής
Στην Πιερία τα παλαιότερα χρόνια, κάθε σπίτι είχε και από ένα ζώο για τις δουλειές του, όπως γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα, που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο. Μετά με το “σατράτσι” (που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού) έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω, έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει.
Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω – γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του. Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία.
ΤΖΙΟΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Φιλόλογος - αρχαιολόγος