Σημαντικό για τις μέρες μας ως γνωστό χρονικό ορόσημο για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας είναι το 2010...
τότε που η χώρα δεσμεύτηκε με τα περιώνυμα μνημόνια, με σκοπό την οικονομική της εξυγίανση και σωτηρία. Θα επιχειρήσουμε να παρoυσιάσουμε τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας πλατιά ενημερωμένοι από τις απόψεις του οικονομολόγου – αναλυτή Δ. Καζάκη και προέδρου του ΕΠΑΜ (Ενιαίου Παλλαϊκού μετώπου).
Λοιπόν, τότε το 2010 , η πρόφαση, για να μας βάλουν οι Ευρωπαίοι στα μνημόνια ,ήταν ότι το χρέος της Ελλάδας αποτελούσε το 128 % του ελληνικού ΑΕΠ και ότι αυτό δεν ήταν βιώσιμο, πιο δόκιμος όρος είναι δεν ήταν εξυπηρετήσιμο. Σήμερα ύστερα από τόσα χρόνια μνημονίων το χρέος έφτασε πάνω από 212% του ΑΕΠ και διακηρύσσεται το παράδοξο, ότι το χρέος είναι βιώσιμο. Οι μόνες χώρες ,που μας ξεπερνάνε στο χρέος είναι το Σουδάν, η Μοζαμβίκη και η Μογγολία. Η χώρα μας είναι εντελώς χρεοκοπημένη. Κάθε χρόνο χρειάζεται να δανειζόμαστε 330 ευρώ, για 100 ευρώ ΑΕΠ και να πληρώνουμε 160 ευρώ. Λοιπόν σοβαρές οικονομικές φωνές λένε αυτή η οικονομία θα δεχθεί τρομακτικό πλήγμα στον επερχόμενο χρόνο, δυστυχώς η κατάστασή της δεν είναι διαχειρίσιμη
Οι αλλοτινές οικονομικές κακοδαιμονίες της χώρας αλλά κυρίως οι επιπτώσεις από τα μνημόνια έχουν οδηγήσει την οικονομία μας σε τέτοιο σημείο , ώστε να μη μπορούμε να παράξουμε εισόδημα από μόνοι μας, γιατί δεν έχουμε παραγωγή πλέον, δεν έχουμε δομές παραγωγής εισοδήματος. Είμαστε μια μεταπρατική οικονομία του χρήματος πια, ούτε καν εμπορομεσιτική, όπως ήταν κάποτε η οικονομία μας. Και έτσι είμαστε πλέον στην κατάσταση, που είναι οι χώρες , που προαναφέραμε..
Και εύλογα μπορεί να ρωτήσει κάποιος αυτές οι χώρες , που μας ξεπερνάνε στη χρέωση και χρεοκοπία, όπως είναι π.χ. το Σουδάν, πόσες υποδομές διαθέτουν και τι συντάξεις πληρώνουν στο Σουδάν; Γιατί θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η ελληνική οικονομία θα πληρώνει καλύτερες συντάξεις με τέτοιο επίπεδο χρεοκοπίας και χρέους; Νομίζουμε είναι κατανοητό. Σ’ αυτή την κατάσταση βρισκόμαστε.
Γι’ αυτό το πρώτο και βασικό ζήτημα, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση και να δούμε, πώς θα μπορούμε να πορευτούμε διαφορετικά, είναι να ξεμπερδέψουμε με το χρέος. Το πρώτο και κύριο είναι να σταματήσει το κράτος αυτή τη στιγμή να ανακυκλώνει ένα δημόσιο χρέος πάντα στο δανεισμό της χώρας, στο νέο δανεισμό της χώρας πάνω από ένα τρισεκατομμύριο ευρώ ετησίως. Το 2021 έκλεισε με έναν δανεισμό, νέον δανεισμό, ύψους 1,1 τρισεκατομμύρια ευρώ, δηλ. όσο δανείστηκε η Ιταλία, άλλο τόσο δανειστήκαμε κι εμείς. Λοιπόν αυτό πρέπει να τελειώσει. Πώς γίνεται αυτή η αναχρηματοδότηση, για να καταλάβει ο καθένας μας για τι πράγμα μιλάμε, το 1,1 τρις περίπου είναι η λεηλασία των ταμειακών διαθεσίμων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδιωτικού δικαίου, δηλ. ασφαλιστικά ταμεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια κλπ.
Τους κλέβουν τα λεφτά τους, χρησιμοποιούν τα ταμειακά αποθέματα με τις περίφημες συμφωνίες επαναφοράς, τα Repos. Αυτό σημαίνει ότι δηλ., όσο το κράτος δανείζεται από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ιδιωτικού δικαίου, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε κοινωνική πολιτική, ούτε πολιτική υγείας, ούτε τίποτε απ’ όλα αυτά, ούτε συντάξεις, γιατί λεηλατείται το ασφαλιστικό ταμείο.
Βέβαια το υπόλοιπο χρηματοδοτείται, με τον τρόπο που είπαμε προηγουμένως μέσω των εγχώριων τραπεζών και της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), το οποίο θα πρέπει να σταματήσει , άρα πρέπει να πάψουμε να χρειαζόμαστε την αναχρηματοδότηση του χρέους. Αυτό σημαίνει καταγγελία του χρέους και παύση πληρωμών προς τους δανειστές. Κι αυτό είναι το πρώτο βήμα. Δεν μπορούμε να συζητήσουμε τίποτε άλλο, αν δεν προχωρήσουμε προς τα εκεί.
Το δεύτερο βήμα είναι να προστατεύσεις επαγγέλματα και οικονομία. Τι σημαίνει προστασία; Σημαίνει αυτή τη στιγμή ο ότι βασικός φορέας , η βαριά βιομηχανία, όπως μεγαλόστομα λέγεται για τον τουρισμό, δεν είναι αυτός, αλλά είναι οι μεταφορές και κυρίως οι οδικές μεταφορές στην Ελλάδα. Αν δείτε το ισοζύγιο, θα προσέξετε ότι έχουν τη μεγαλύτερη θετική συνεισφορά στο ισοζύγιο οι μεταφορές. Επομένως για να μπορέσω να διευκολύνω τις μεταφορές μου, πώς το λένε βραχυπρόθεσμα – εντάξει ο στόχος είναι να έχω παραγωγική βάση, αυξημένη παραγωγή στην Ελλάδα, είτε πρωτογενή είτε δευτερογενή - αλλά μέχρι τότε θα πρέπει να προστατεύσω αυτόν τον τομέα και να τον ενισχύσω.
Πώς τον προστατεύω; Πρώτον χαμηλώνω, ρίχνω πάρα πολύ τον ΦΠΑ και την φορολογική επιβάρυνση στα καύσιμα στους επαγγελματίες αυτοκινητιστές, είναι αυτονόητο αυτό που κάνω. Δεύτερο εφαρμόζω κανόνες υγιούς ανταγωνισμού με τους ξένους αυτοκινητιστές. Δηλαδή δεν μπορεί να έρχεται ο Βούλγαρος εργονταλικιέρης και να μην του κοστίζει τίποτα, να παίρνει ένα φορτηγό, το οποίο είναι σε άθλια κατάσταση ή κάτι παρόμοιο, απεναντίας οφείλει να κοστολογείται, με το που θα μπαίνει μέσα, θα πληρώνει την άδεια εισόδου, προκαταβολικά ασφάλιστρα κι όλα αυτά τα πράγματα, τα οποία θα ενισχύουν την οικονομία των μεταφορών, που έχουμε εδώ. Λοιπόν ταυτόχρονα θα τον προστατεύσουμε σε σχέση με τον μονοπωλιακό ανταγωνισμό, που ασκεί η COSKO , η όποια τέλος πάντων COSCO.
Και το τρίτο να ενισχύσω τον ατομικό παραγωγό, έτσι ώστε να αρχίσει να αυξάνεται η εγχώρια παραγωγή, η οποία είναι πιο φθηνή πλέον από τα εισαγόμενα σε πολλά προϊόντα. Για παράδειγμα στη περίπτωση του μικρού αγρότη, το αίτιο που δεν μπορούσε να καλλιεργήσει ή να διαθέσει το προϊόν του ήταν γιατί αυτό που του φέρναν απ’ έξω ήταν πολύ πιο φτηνό. Τώρα πλέον σε πάρα πολλά είδη δεν ισχύει αυτό. Αυτό που έρχεται απ’ έξω κι έρχεται κυρίως για το ράφι των σούπερ - μάρκετ είναι πολύ πιο ακριβό από αυτό, που παράγει ο δικός μας ο αγρότης. Άρα τι πρέπει να κάνω; Ο κτηνοτρόφος και ο γεωργός πρέπει να ενισχυθεί πάση θυσία. Κι αυτός ο προστατευτισμός θα ενδυναμώσει την ελληνική παραγωγή.
Ακόμη κι αν αυτές οι πολιτικές θα μας πει κάποιος, σημαίνουν ρήξη με τις οδηγίες της Ε.Ε.; Απαντούμε. Θα κάνουμε ό,τι λέει η συνθήκη της Λισαβόνας. Η εν λόγω συνθήκη λέει ότι πρέπει να εφαρμόζεις την κοινή πολιτική στο βαθμό που δεν έχεις έκτακτες συνθήκες, που η χώρα σου δεν βιώνει δυσκολίες, που θα πρέπει να πάρει συγκεκριμένες αποφάσεις. Λέμε λοιπόν, πρέπει να πάρουμε αυτά τα μέτρα αξιοποιώντας εκείνες τις διατάξεις και το πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου, που μας επιτρέπουν να κινηθούμε σε έκτακτες συνθήκες, αφού αποδείξουμε ότι είμαστε σε έκτακτες συνθήκες. Εδώ και 12 χρόνια μας λένε ότι βρισκόμαστε από κρίση σε κρίση. Και βέβαια την κρίση αυτή την πληρώνει ο κοσμάκης και στο συνταξιοδοτικό, στα εργασιακά, στα δημοσιονομικά, στα πάντα.
Λοιπόν να τα αξιοποιήσουμε αυτά και μετά όταν αρχίσει και ανακάμπτει η χώρα ,να ανακάμπτει το εισόδημα του λαού, το εργατικό εισόδημα, συνολικότερα το εθνικό εισόδημα της χώρας, τότε ναι, να συζητήσουμε, αν θα πρέπει να συνεχίσουμε ή όχι υπό τους περιορισμούς ή όχι. Φυσικά θα δημιουργηθούν τριβές, αλλά λόγω όσων πλήττουν τη χώρα, γνωστά διεθνώς, μπορούμε να βρούμε τρόπους. Και θα πω ένα παράδειγμα απλό που ίσως να το καταλάβουμε. Ένα από τα μεγαλύτερα θέματα, που έχουν συζητηθεί πάρα πολλά χρόνια είναι η κοινή αγροτική πολιτική (ΚΑΠ) και οι ενισχύσεις. Και ρωτάω το εξής, εάν δώσουμε τώρα το πλαίσιο στον αγρότη και ιδιαίτερα στο μικρομεσαίο αγρότη που παίρνει, η συντριπτική πλειοψηφία το 80% των αγροτών , που παίρνουν μόλις το 20% των επιδοτήσεων, αυτή είναι η πραγματικότητα.
Εμείς λέμε, αν αυτό γίνει εθνική πολιτική στήριξη του αγρότη και δει ο αγρότης, ότι πραγματικά με αυτό τον τρόπο μπορεί να αυξήσει την παραγωγή του και μάλιστα με όρους ποιότητας της βέλτιστης ποιότητας και έχει διάθεση στην αγορά και βγάζει και εισόδημα, ποιος θα κάτσει να ασχοληθεί με κοινοτικά προγράμματα κι επιδοτήσεις. Μόνο οι τυχοδιώκτες και τα «λαμόγια». Ε , να τελειώνουμε μ’ αυτούς.
Βέβαια εύλογα θα πει κανείς τι κάνουμε με τη ρευστότητα. Για τη ρευστότητα έτσι ή αλλιώς υπάρχει το πρόγραμμα τύπου E.L.A. (Emergency Liquidity Assistance) και αυτό χρησιμοποιήθηκε από το 2011 – το 2008 στην Ελλάδα, όταν η Τράπεζα της Ελλάδας δημιουργούσε ευρώ, έκοβε ευρώ, για να το καταλαβαίνουμε πιο απλά, από μόνη της χωρίς την έγκριση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Ας θυμηθούμε τότε , ότι αυτού του είδους η χρηματοδότηση γινόταν έτσι, διότι η ΕΚΤ δεν αναγνώριζε, δε θεωρούσε, ότι τα περισσότερα στοιχεία των τραπεζών είχαν απαραίτητες εγγυήσεις, δεν είχαν επαρκείς εγγυήσεις, για να τους δώσει η ΕΚΤ χρηματοδότηση.
Εκεί παρενέβη λοιπόν η Τράπεζα της Ελλάδας και είπε το εξής: Αξιοποιώ το άρθρο 14, παράγραφος 4 του ευρωσυστήματος και κόβω η ίδια ευρώ κι έτσι χρηματοδότησε τις υπόλοιπες τράπεζες. Εμείς λέμε το εξής απλό πράγμα, όποιος διάβασε το συγκεκριμένο άρθρο 14, 4 του καταστατικού του ευρωσυστήματος αυτό λέει ότι δίπλα, πέρα από τις πράξεις κοινής νομισματικής πολιτικής, η κάθε κεντρική τράπεζα έχει τη δυνατότητα να κάνει και τις δικές της πράξεις νομισματικής πολιτικής. Πουθενά δεν λέει, ότι οι πράξεις αυτές θα πρέπει να γίνονται μόνο υπέρ του τραπεζικού συστήματος . Θα μπορούσε να είχε κάνει πράξη νομισματικής πολιτικής, δηλ. να παράξει χρήμα , για να το πούμε έτσι και να το δώσει π.χ. στους συνταξιούχους. Δεν λέει πουθενά ότι το δίνει μόνο για τις τράπεζες. Και επί πλέον λέει, ότι μόνο όταν το κάνεις αυτό έχεις ευθύνη εσύ, οι εθνικές αρχές έχουν ευθύνη, είναι υπόχρεες.
Έτσι γίνεται και μετά πηγαίνει στο Δ.Σ. της ΕΚΤ και ζητάς έγκριση. Και αν δεν στη δώσουν; Εδώ είναι το «κουμπί», δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη αντιποίνων ή οτιδήποτε σχετικό, αν δεν σου δώσουνε την έγκριση από πάνω. Το καταστατικό δεν λέει ότι σε περίπτωση, που η Ελλάδα, ας πούμε, δεν πάρει την έγκριση, θα πρέπει να γυρίσει πίσω τα λεφτά ή θα πρέπει να της επιβληθεί κάτι, κάποια άλλη ποινή, τίποτε απολύτως. Γιατί αυτό το καταστατικό προβλέπει αυτή τη διάταξη; Γιατί πολύ απλά οι Γερμανοί το κάναν για την πάρτη τους. Γιατί βεβαίως καταλαβαίνανε, ότι εντάξει δεν μπορεί να ’σαι σε αίθριο καιρό με την οικονομική και τη νομισματική ένωση, οπότε, είπαν, κάτσε να ’χουμε μια πίσω πόρτα, να δούμε , τι μπορούμε να κάνουμε. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε.
Το θέμα είναι, που θα πάνε τα λεφτά. Για παράδειγμα τη χρονιά που μας έκλεισε τις τράπεζες ο Τσίπρας και μας πήγε στο δημοψήφισμα οι αλληλόχρεοι λογαριασμοί, που είχε ανοίξει η κεντρική Τράπεζα και τροφοδοτούσε με ευρώ τις εγχώριες τράπεζες είχανε φτάσει τα 400 δις. Και κλείσαν τις τράπεζες, για να εκβιαστεί ο συνταξιούχος κι ο εργαζόμενος κλπ, ώστε να ψηφίσουν ναι στα μνημόνια. Και εμείς ρωτάμε, γιατί αυτά τα 400 δις – δεν λέμε ολόκληρο αυτό το ποσό – αλλά ένα ποσό σημαντικό να αποφασίσουν, ποιο θα ’ναι, αντί να δοθεί στις τράπεζες, δηλ. στον πίθο των Δαναΐδων, να μην το δώσουμε σε συνταξιούχους και επενδυτές δημοσίων υποδομών και σε εργαζομένους; Κι έτσι μ’ αυτά λύνεται το πρόβλημα της ρευστότητας. Και βέβαια ανακτάς τη νομισματική σου κυριαρχία, για να μπορέσεις να συζητήσεις για το εθνικό – κρατικό νόμισμα.
Και θα πούμε και τούτο, επειδή υπάρχουν φίλοι, που τα ψάχνουν τα πράγματα αυτά και καλά κάνουν, όποιος τα αμφισβητεί είναι πολύ απλό, μπαίνει στο site της Τράπεζας της Ελλάδας, χτυπάει ELA, δηλαδή Μηχανισμός Έκτακτης Ρευστότητας και θα δει πώς περιγράφει η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδας τον ELA, όπου επικαλείται το άρθρο 14 παράγραφος 4, που αναφέραμε. Και το λέμε αυτό, γιατί όλο το δημοσιογραφικό κατεστημένο στη Ελλάδα ήθελε να μας πείσει όλα αυτά τα χρόνια μαζί με το πολιτικό κατεστημένο φυσικά, ότι τα λεφτά αυτά μας τα στέλνουν παλέτες από την ΕΚΤ, ότι είναι λεφτά δηλαδή της ΕΚΤ, ενώ τα ευρώ τα αυτά τα παράγαμε οι ίδιοι. Ο κ. Βαρουφάκης (πρώην υπ. οικονομικών), μας έλεγε, ότι οι παλέτες με τα ευρώ, που ήταν στην Τράπεζα της Ελλάδας, δεν ήταν δικά μας λεφτά κι επομένως δε θα μπορούσαμε να τα χρησιμοποιήσουμε για τη ρευστότητα της οικονομίας μας, διότι λέει θα τα κλέβαμε, ότι είναι άλλων τα λεφτά.
Η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδας σου λέει, ότι αυτά τα λεφτά τα δημιουργώ εγώ, τα δίνω στις τράπεζες, γιατί θεωρεί ο κ. Στουρνάρας και οι προηγούμενοί του, ότι τράπεζες είναι να σωθούν και όλοι οι υπόλοιποι να πάνε να πνιγούν. Εμείς λέμε απλά αλλάζεις την πολιτική ιεραρχίας, την πολιτική ιεράρχησης. Δεν δίνουμε προτεραιότητα να σωθούν οι τράπεζες. Πρέπει να σωθεί το νοικοκυριό, η μικρομεσαία επιχείρηση, η παραγωγή και το δημοσιονομικό της χώρας.
Kαλόπιστα όμως κάποιος θα ρωτούσε : Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, από δεκαετίες ιμπεριαλιστικά εξαρτημένη, με μια μεταπρατική οικονομική τάξη, με μια διεφθαρμένη άρχουσα τάξη, με μια διεφθαρμένη παρασιτική οικονομική ελίτ και με ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, άραγε θα αρκούσαν τα προαναφερθέντα, για να έχουμε μια εθνική αναπτυξιακή πολιτική; Κι εμείς απαντάμε : Καταρχάς ανεξάρτητα με το πώς καταλαβαίνει κανείς την άρχουσα τάξη της χώρας ή την επιχειρηματική τάξη της χώρας – να το πούμε με την ευρεία έννοια του όρου ή με την ιστορικοπολιτική έννοια του όρου – για να μπορέσει να ανακάμψει σαν εθνική οικονομία κι όχι σαν προσάρτημα των διεθνών αγορών ή των παγκόσμιων αγορών, θα πρέπει να υπάρξει σ’ αυτή αυξημένο εισόδημα.
Που θα πρέπει; Πρώτα και κύρια σ’ εκείνα τα πιο καταπονημένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Δε γίνεται διαφορετικά, αν δεν υπάρξει εισόδημα, δεν μπορείς να παρέμβεις παραγωγικά στην οικονομία. Δηλαδή δεν μπορείς να δώσεις τη δυνατότητα στην παραγωγική ιδιωτική πρωτοβουλία, δηλαδή τη δυνατότητα να αναπτυχθεί μια επιχειρηματική τάξη στη χώρα, που δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά του μεταπρατισμού, που υπήρχε και υπάρχει ιστορικά. Για να δώσεις αυτή την ευκαιρία να αναδειχθεί αυτή η ιδιωτική πρωτοβουλία, θα πρέπει να υπάρξει εισόδημα στους συνταξιούχους και κυρίως στους εργαζόμενους. Και επειδή στην αρχή ο ιδιώτης ο όποιος και να ’ναι αυτός , δεν μπορεί να στηρίξει ιδιαίτερα ο μικρομεσαίος, που τον θέλεις κοντά σου και που στη πραγματικότητα αυτός είναι ο φορέας της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Οι μεγαλύτεροι είναι κρατικοδίαιτοι. Όλοι οι μεγαλοεπιχειρηματίες είναι όλοι κρατικοδίαιτοι. Προχωράνε με την κάλυψη και την εγγύηση του κράτους. Χρόνια τώρα βλέπουμε αυτή την ιστορία.
Επομένως τι πρέπει να κάνουμε; πρέπει να δώσουμε αυτό το εισόδημα ως κράτος στον εργαζόμενο, ώστε να μπορεί μετά να κατοχυρωθεί το εισόδημά του σαν αμοιβές – να το πούμε έτσι – και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο – κρατικό τομέα και να προχωρήσει έτσι η οικονομία. Το δίνουμε εμείς το εισόδημα σαν ώθηση, για να δώσουμε ώθηση στην οικονομία στην αρχή και ταυτόχρονα κατοχυρώνουμε, αυτό που έκανε για παράδειγμα η Ελβετία. Η Ελβετία δεν είναι καμιά επαναστατική χώρα, αλλά όταν είδε να επιδεινώνεται η οικονομία της λίγο πριν και μέσα στην πρόσφατη πανδημία , τι έκανε; Θεσμοθέτησε τον υψηλότερο κατώτατο μισθό σ’ ολόκληρο τον κόσμο, έτσι που φθάνει , αν θυμόμαστε καλά στα 3,5 χιλιάδες ευρώ μηνιαίο μισθό. Κατοχύρωσε δηλαδή αυτό τον μισθό και για τον πλήρους αλλά και τον μερικής απασχόλησης εργαζόμενο.
Έτσι κι εδώ στην Ελλάδα που πάρα πολύς κόσμος δουλεύει σε μερική απασχόληση, μπορούμε να θεσμοθετήσουμε γι’ αυτόν, ότι δε θα υπάρχει τέτοιος εργαζόμενος, που θα αμείβεται κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως αυτό υπολογίζεται σήμερα από την ΕΣΤΑΤ ή όπως μπορεί να υπολογιστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια. Δεν κοιτάξαμε ακριβώς τα τελευταία νούμερα αλλά για έναν εργαζόμενο, και ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό είναι περίπου στα 1500 με 1600 ευρώ το μήνα.
Δε γίνεται διαφορετικά. Αυτή τη στιγμή ο μέσος μισθωτός στην Ελλάδα είναι ζήτημα, αν παίρνει 800 περίπου ευρώ το μήνα. Η συντριπτική πλειοψηφία κυρίως των νέων ανθρώπων, που μπαίνουν στην αγορά εργασίας, αμείβεται με 500 – 600 ευρώ. Αν κρατήσουμε αυτές τις μισθωτές απολαβές σ’ αυτό το επίπεδο, πώς μπορούμε να συντηρήσουμε έναν συνταξιούχο, που παίρνει 1000 και 1500 ; Δε γίνεται. Είναι θέμα απλής αριθμητικής. Πρέπει να αυξήσουμε το εισόδημα, για να μπορεί να πάρει κι ο συνταξιούχος ή και να παίρνει όχι μια φορά, αλλά να παίρνει ως δικαίωμα πλέον τη σύνταξη, που του αναλογεί, αυτή που έχει κατοχυρώσει με τα χρόνια δουλειάς, που έχει κάνει. Δηλαδή τη σύνταξη όχι των 300 ή των 500 ή των 600 ευρώ , αλλά εκείνη που θα ’πρεπε να παίρνει κανονικά. Λοιπόν για να μπορεί να την πάρει, για να μπορέσουμε να φτάσουμε τη μέση σύνταξη, εκεί που λογικά ήταν στα προ μνημονίων χρόνια περίπου στα 1500 με 1600 ευρώ, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν αδικίες, δηλαδή λίγοι που παίρνανε πάρα πολλά και πάρα πολλοί που παίρνανε λίγα.
Πρέπει να φτάσουμε το μέσο εισόδημα του μισθωτού, πρέπει να το φτάσουμε στα 2300 ευρώ. Το καταλαβαίνουμε αυτό, για να μπορεί το ασφαλιστικό σύστημα, τα ασφαλιστικά ταμεία να αναχρηματοδοτούν τις συντάξεις χωρίς κανένα πρόβλημα, χωρίς «να μπαίνουμε μέσα», χωρίς να δανείζεται το κράτος, για να τους δίνει, χωρίς να δανείζονται τα ίδια τα ασφαλιστικά ταμεία, κλπ. Αυτό βεβαίως δε θα γίνει με μια μέρα, - χαίρεται τι κάνετε , το φτιάξαμε – αλλά θα γίνει μέσα από την αύξηση, μέσα από την πρώτη στιγμή, από το να δώσεις για παράδειγμα στους μισθωτούς εργαζόμενους, αυτούς που είναι κάτω από τον μέσο όρο δηλωθέντος εισοδήματος, με βάση τις δηλώσεις, να τους δώσεις εκείνο το εισόδημα που προβλέπεται από την ΕΛΣΤΑΤ, που τους κρατάει πάνω απ’ το κατώφλι της φτώχειας. Σ’ αυτό το σημείο τι θα γίνει τότε; Βεβαίως θα περάσεις μια σειρά νομοθετικές ρυθμίσεις , για να τους κατοχυρώσεις το αναφερθέν δικαίωμα. Όχι στο ’δωσα και θα χαθεί αύριο, ή δε στο δίνω σαν επίδομα, στο δίνω σαν δικαίωμα. Λοιπόν αυτή η επιλογή τι θα κάνει; Θα σπρώξει την οικονομία μπροστά, θα δημιουργήσει τζίρο, Ώστε μετά ο εργοδότης να μπορεί να τον πληρώνει τον εργαζόμενο, να τον πληρώνει και μάλιστα με προοπτική αυξανόμενων προσδοκιών. Θέλουμε μια οικονομία ακριβής εργασίας, όχι φτηνής εργασίας. Αλλιώς δεν μπορεί να έχουμε παραγωγή, δεν μπορούμε να ’χουμε ανάπτυξη.
Τώρα θα αναφερθούμε σε μια μεγάλη πληγή για την οικονομία, που είναι το ιδιωτικό χρέος. Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Δανειοληπτών κ. Κτητικός όπως και ο πρόεδρος των δανειοληπτών Θεσσαλονίκης ο κ. Περβανάς τονίζουν, ότι υπάρχει στη χώρα μας ένα μεγάλο εκτός από το εξωτερικό, ένα μεγάλο εσωτερικό χρέος, που δυστυχώς λειτουργεί σα τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια επανεκκίνησης της της οικονομίας. Το χρέος αυτό είναι μη εξυπηρετήσιμο και τηρουμένων των αναλογιών συγκρίνεται με το χρέος στη αρχαία Αθήνα του Σολωνα. Η κατάσταση του ιδιωτικού χρέους επιδεινώθηκε με τα μνημόνια μετά το 2010. Οφείλουμε να πούμε ενδεικτικά ότι στο παρελθόν π.χ η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου – παππού του σημερινού – αλλά και άλλες ακόμα και η χούντα διέγραψαν χρέη με πολιτική επιλογή και απόφαση.
Γι’ αυτό το φλέγον θέμα αυτή είναι η θέση του Ε.ΠΑ.Μ. Καταρχάς αποδείχτηκε στην παγκόσμια οικονομία η ενίσχυση του εισοδήματος, στις πολιτικές, που ακολούθησαν κυβερνήσεις, παράδειγμα σαν τις αμερικανικές, του Τραμπ εννοούμε και του Μπάιντεν, ο Τραμπ πρώτος και ο Μπάιντεν μετά. Αυτοί και οι δύο έδωσαν τα περίφημα chek στα αμερικάνικα νοικοκυριά. Μάλιστα ο Μπάιντεν, για να δείξει ότι είναι καλύτερος απ’ τον Τραμπ αύξησε το κατά κεφαλήν, που έδωσε στις οικογένειες και το έφτασε στα 2000 δολάρια για τους ενήλικες και 1500 δολάρια για τους ανήλικους. Αντιλαμβανόμαστε δηλαδή ότι 7000 δολάρια πήρε μια τετραμελής οικογένεια από την αμερικάνικη κυβέρνησή.
Αυτό είναι ένα εισόδημα πολύ σοβαρό, για ανάλογη ενίσχυση λέγαμε κι εμείς προηγουμένως κι αυτή θέλουμε να κάνουμε και πρέπει να δώσει η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή στα νοικοκυριά, βεβαίως όχι και σε όλα.. Θα δώσει σ’ αυτούς που πάσχουν και είναι σίγουρο, ότι δε θα βγάλουν στο εξωτερικό, αλλά θα τα κάνουν τζίρο στην αγορά.
Βέβαια με τις αποφάσεις που αναφέραμε των αμερικανικών κυβερνήσεων τι έγινε ; Το εκτιμήσαμε κι εμείς ως Ε.ΠΑ.Μ. ότι ήταν μια καλή πολιτική κίνηση, αλλά από τη στιγμή που δεν έβαζε χέρι στο ιδιωτικό χρέος , στην πραγματικότητα το ότι έδωσε εισόδημα στα νοικοκυριά, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επιδότηση της υπερχρέωσης, δηλαδή του ιδιωτικού χρέους. Και αυτό συνέβη σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, που δόθηκαν στη δημοσιότητα στις ΗΠΑ. Εκτινάχθηκε το ιδιωτικό χρέος στις ΗΠΑ σε ιστορικά πρωτοφανή επίπεδα.
Το αποτέλεσμα; Αφενός το εισόδημα εξανεμίστηκε , αυτό που δόθηκε σε τρεις φάσεις, μια φορά από τον Τραμπ και δυο φορές από τον Μπάιντεν. Εξανεμίστηκε δεν μπόρεσε να φτάσει ούτε καν στο νοικοκυριό, με αποτέλεσμα να μην έχει αντίκρισμα σοβαρό στην οικονομία, στην άνοδο της οικονομίας. Κι αφετέρου επειδή ακριβώς δεν υπήρξε αυτή η αντανάκλαση, είχαμε την εκτίναξη του χρέους.
Άρα τι πρέπει να κάνουμε εδώ; Από τη στιγμή που θέλουμε να δώσουμε εισόδημα στον κόσμο , το πρώτο πράγμα που κάνουμε μαζί με το εισόδημα είναι να παγώσουμε τα χρέη μέχρι «νεοτέρας». Δηλαδή όλα τα ιδιωτικά χρέη, όλες τις ιδιωτικές υποχρεώσεις, είτε πρόκειται για επιχειρήσεις , είτε πρόκειται για νοικοκυριά παγώνουν μέχρι «νεοτέρας». Και τι εννοούμε παγώνουν; Αυτό σημαίνει, ότι δε θα πληρώνει κανένας, δε θα είναι υπόχρεος στο να πληρώσει, στο να εξυπηρετήσει δηλ. το χρέος, μέχρι να ξεκαθαρίσουμε το ποιος πραγματικά χρωστάει ή σωστότερα ποιος απ ’ τους δανειολήπτες έχει δανειστεί δόλια.(δόλια κριτήρια και δόλιο τρόπο). Και σ’ αυτούς οι υποχρεώσεις θα γίνουν άμεσα απαιτητές, ενώ στους υπόλοιπους θα διαγραφεί μόνιμα το χρέος. Δεν μπορεί να συνεχίζεται αυτή η ιστορία και μάλιστα σε συνθήκες συρρίκνωσης της οικονομίας και του εισοδήματος Θα πρέπει πάση θυσία να δώσεις εισόδημα.
Και ταυτόχρονα όταν δίνεις το εισόδημα στα νοικοκυριά, αυτό το εισόδημα να ’χει αντανάκλαση στην οικονομία. Διαφορετικά το μόνο που θα κάνουμε, είναι να επιδοτούμε τις τράπεζες. Αυτό είναι θεμελιώδες. Δεν μπορείς να πας σε ξεκαθάρισμα της οικονομίας, αν δεν ξεφορτωθείς από τα πρώτα εικοσιτετράωρα την υπόθεση της υπερχρέωσης. Και θα το πούμε έτσι παραστατικά: Μια μικρομεσαία επιχείρηση θα μπορέσει να ανταπεξέλθει σ’ αυτό που είπαμε δηλαδή το να δώσει καλές αμοιβές και καλές προοπτικές στους εργαζόμενους, που απασχολεί με ανελαστικές εργασιακές σχέσεις, όταν είναι φορτωμένη με χρέη; Δε γίνεται αυτό.
Και κλείνουμε την ανάλυσή μα ς για τη οικονομία, δίνοντας επιγραμματικά πως βλέπουμε την αναμόρφωσή της:
1) Κατάργηση του χρέους και παύση πληρωμών προς τους δανειστές
2) Προστασία επαγγελματιών και ενίσχυση παραγωγής
3) Εξασφάλιση άμεσης ρευστότητας για τις δημόσιες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού E.L.A.
4) Ενίσχυση συνταξιούχων, ανέργων και εργαζομένων χαμηλού εισοδήματος
5) Πάγωμα όλων των ιδιωτικών χρεών με προοπτική τη διαγραφή τους.