«Το φάντασμα μου, στην σιωπή,
περιπλανιέται, νύχτα-μέρα,
άλλοτε, πετάει ψηλά,
άλλοτε, τοίχους, διαπερνά,
χάνεται, στον αέρα.
Στις λεωφόρους, περπατά,
περιπλανιέται, νύχτα-μέρα,
άλλοτε, πετάει ψηλά,
άλλοτε, τοίχους, διαπερνά,
χάνεται, στον αέρα.
Στις λεωφόρους, περπατά,
άνθρωποι, δίπλα, προσπερνάνε,
στα μάτια, όλους, τους κοιτά,
νιώθει, αλήθεια, πως πονάνε.
Μισθοί, συντάξεις, αόρατοι,
Δεν φτάνουν, για ένα μήνα,
Χάθηκαν, τα χαμόγελα,
Ζωή, σε μια βιτρίνα.
Στα Σούπερ-Μάρκετ, οι τιμές,
Τραβούν, την ανηφόρα,
Και τα ευρώ, στην τσέπη μας,
Πήραν, την κατηφόρα.
Το φάντασμα μου, ξύπνησε και άλλο, δεν αντέχει,
Ψάχνει να βρει ,υπεύθυνους, για να του πουν,ΤΙ ΤΡΕΧΕΙ.»
* Φωτογραφία από Chil Vera από το Pixabay
στα μάτια, όλους, τους κοιτά,
νιώθει, αλήθεια, πως πονάνε.
Μισθοί, συντάξεις, αόρατοι,
Δεν φτάνουν, για ένα μήνα,
Χάθηκαν, τα χαμόγελα,
Ζωή, σε μια βιτρίνα.
Στα Σούπερ-Μάρκετ, οι τιμές,
Τραβούν, την ανηφόρα,
Και τα ευρώ, στην τσέπη μας,
Πήραν, την κατηφόρα.
Το φάντασμα μου, ξύπνησε και άλλο, δεν αντέχει,
Ψάχνει να βρει ,υπεύθυνους, για να του πουν,ΤΙ ΤΡΕΧΕΙ.»