Ο νους μου κι’αν βολεύεται, η καρδιά μου αγριεύει.
Το σώμα επαναστατεί, δεν ξέρω τι γυρεύει,
Η λογική πάντα νικά και την ψυχή μου γαληνεύει.
Να υποτάξω θέλω τον καιρό, να αλλάξω όλους τους νόμους,
Στους ηθικούς ανάμεσα να περπατώ, παρέα να έχω παρανόμους.
Μπροστά μου ορθώνεται, ψηλό, μεσότοιχο ,δύο μέτρα,
Να το συντρίψω θέλω, να διαβώ, μα είναι σκληρό σαν πέτρα.
Θέλω να ζήσω απ’την αρχή, να κάνω πάλι λάθη,
Θέλω να αρχίσω από το μηδέν, τα ίδια μου τα πάθη.
Ότι εγώ δημιούργησα, με μιας θα το γκρεμίσω,
Συγχώρεση στον κόσμο αυτό, ποτέ δεν θα ζητήσω.
Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο ,αδύναμο, μοιραίο,
Οι αισθήσεις μου με οδηγούν να ψάξω κάτι ωραίο.
Μεσ’την απελπισία μου, ζητώ, ξανά βοήθεια,
Τις νύχτες αφουγκράζομαι, να ακούσω παραμύθια.
Κάποια από τις αισθήσεις μου, με σπρώχνει, με αγριεύει,
Σε μια στράτα αιώνια, τον νου μου παγιδεύει.
Διάλεξα ανήφορο, τον δύσκολο τον δρόμο,
Να ζήσω όλα τα κακά, να νοιώσω όλο τον τρόμο.
Οι μοίρες όταν μαζευτούν, να ορίσουν την ζωή μου,
ΜΑΚΡΥΑ ΘΑ ΦΥΓΩ,ΜΗ ΜΕ ΒΡΟΥΝ,ΘΑ ΚΡΥΨΩ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ.»
ΝΙΚΟΣ ΧΑΛΕΠΛΗΣ