«Γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ Ἑλλάδα
στοὺς καιροὺς τοὺς ὕστατους
θέλει ἕνα Καιάδα
γκρεμοτσακίστε τους»
(Ν. Γκάτσος)
. «Ἔτσι γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες. Περάσανε ἀπὸ τὴν πλάτη μας ἄγριες ἀνεμοζάλες κάθε λογῆς, ἀγριάνθρωποι σκληροί, φονιάδες μὲ σπαθιὰ μὲ κοντάρια καὶ μὲ ἅρματα κάθε λογῆς, Πέρσες, Ἀλαμάνοι, Φράγκοι, Ἀραπάδες, Τοῦρκοι κι ἄλλοι. Μᾶς σφάζανε, μᾶς κομματιάζανε, μᾶς κρεμάζανε, μᾶς σουβλίζανε, μὰ δὲν πεθάναμε, γιατί μᾶς ἀτσάλωνε ὁ ἀγώνας, δίναμε φωτιὰ στὴ φωτιά…». (Φ. Κόντογλου, «Μυστικὰ Ἄνθη», σελ. 12, ἔκδ. «Ἀστὴρ»)
. «Ἔτσι γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες. Περάσανε ἀπὸ τὴν πλάτη μας ἄγριες ἀνεμοζάλες κάθε λογῆς, ἀγριάνθρωποι σκληροί, φονιάδες μὲ σπαθιὰ μὲ κοντάρια καὶ μὲ ἅρματα κάθε λογῆς, Πέρσες, Ἀλαμάνοι, Φράγκοι, Ἀραπάδες, Τοῦρκοι κι ἄλλοι. Μᾶς σφάζανε, μᾶς κομματιάζανε, μᾶς κρεμάζανε, μᾶς σουβλίζανε, μὰ δὲν πεθάναμε, γιατί μᾶς ἀτσάλωνε ὁ ἀγώνας, δίναμε φωτιὰ στὴ φωτιά…». (Φ. Κόντογλου, «Μυστικὰ Ἄνθη», σελ. 12, ἔκδ. «Ἀστὴρ»)
. Πρέπει, ἐμεῖς οἱ Ρωμηοί, νὰ ξαναβροῦμε τὸν ἑαυτό μας, τὰ καίρια καὶ τὰ οὐσιώδη του βίου. Εἴμαστε «καταδικασμένοι» ὡς ἔθνος ἱστορικὸ νὰ στραφοῦμε πίσω «ὅλα τὰ ἔθνη, γιὰ νὰ προοδεύσουν, πρέπει νὰ βαδίσουν ἐμπρός, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω», γράφει ὁ σοφὸς ἀθηναιογράφος Δημ. Καμπούρογλου. Νὰ ἀνακαλύψουμε καὶ πάλι «τὸ ἄριστον ἐκεῖνο, Ἑλληνικὸς/ ἰδιότητα δὲν ἒχ’ ἡ ἀνθρωπότης τιμιωτέραν» (Καβάφης).
. «Νὰ σωθεῖ τὸ κράτος», ψελλίζουν τὰ τυμπανιαία ψοφίμια τῆς πολιτικῆς καὶ ἐννοοῦν τὴν διαιώνιση τῆς ἐλεεινῆς βιοτῆς τους, τὴν ἐξαπάτηση ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ, τὸν ἐκφυλισμό του. Ἂς μὴν ἀποροῦμε γιὰ τὸ κατάντημά μας. Εἶναι ἱστορικὸ ἀξίωμα. Πρὶν φτάσεις στὴν ὑλικὴ κατάρρευση, προηγεῖται μία πνευματικὴ ἥττα. Ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης συνοψίζει σὲ μία φράση τὴν ἥττα. «Χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστη εἰς τὴν θρησκεία τους ἔθνη δὲν ὑπάρχουν». Τρία πράγματα ἐχάλασαν τὴν Ρωμανία κατὰ τὸν πατριδοφύλακα ἀγωνιστή: ἡ ἀπιστία, ἡ ἀφιλοπατρία (ὁ πόνος γιὰ τὴν πατρίδα) καὶ ἡ ἔλλειψη ἀρετῆς (καὶ ἐξυπονοεῖ προφανῶς τὴν ἀνηθικότητα). Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ μυστικὸ ὑφάδι, ὁ μίτος ποὺ θὰ μᾶς ἐπανενώσει μὲ τοὺς κεκοιμημένους μας, τὰ εὐκλεῆ λείψανα τοῦ Γένους ποὺ ἐβαρέθηκαν στὸ μνῆμα ἐκαρτερώντας. Καὶ ὀφείλουμε, ὅσοι γράφουμε, ψευτογράφουμε πέντε ἀράδες νὰ ἀνασύρουμε ἀπὸ τὶς πνευματικές μας σιταποθῆκες κείμενα πίστης, φιλοπατρίας καὶ ἀρετῆς, γιὰ νὰ ἀναθαρρήσουμε, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, σὲ τούτους τοὺς καιροὺς τοὺς ὕστατους. «Ὁ φόβος κερδίζει ὁλοένα ἔδαφος μέσα τους σὰν γάγγραινα», μονολογεῖ μὲ θλίψη ὁ Σεφέρης γιὰ τὰ χρόνια τὰ κατοχικά. Καὶ δὲν μιλῶ γιὰ χαζοαισιοδοξίες καὶ παρηγοριὲς τῆς μιάς πεντάρας. Οἱ Φράγκοι τοκογλύφοι καὶ τὰ ἐντόπια ἄταφα πτώματα, δὲν θὰ μᾶς σώσουν, ἔστω καὶ οἰκονομικὰ («παλιοφράγκοι ποὺ πέφτετε/ σὰν ὄρνια στὰ ψοφίμια/ ἐσεῖς πάντοτε κυνηγοὶ/ καὶ πάντα ἐμεῖς ἀγρίμια»). Τὰ δυτικὰ «ὄρνια» θὰ μᾶς «σώσουν», ἂν ὑποκύψουμε στοὺς ἐκβιασμοὺς τῆς Τουρκίας καὶ παραδώσουμε τὸ Αἰγαῖο καὶ ὅταν προδώσουμε τὴν ἱστορία τῆς Μακεδονίας. Τότε θὰ βρεθοῦν τὰ δισεκαταμμύρια ἐν μιᾷ νυκτί.
. Θέλω νὰ πῶ κάτι, δίκην ἐξομολογήσεως, γιὰ νὰ καταλάβουμε πόσο σημαντικὸ εἶναι νὰ ἀγωνίζεσαι, ἐν μέσῳ ἀνείπωτης λύπης, ἐν μέσῳ φόβου καὶ τρόμου, νὰ ἀρθρώσεις μία λέξη, στηριγμοῦ, ἕναν καλὸ λόγο, ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου. Χάρις καὶ στὶς τηλεοπτικὲς ἐκκενώσεις, σὲ κάθε γωνιὰ τῆς πατρίδας, ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον, ὅλοι μας τονθορύζουμε (σημαίνει ψιθυρίζω μετὰ γογγυσμοῦ ) περὶ τῶν μέτρων, τῶν συνεπειῶν, γιὰ τὸ μέλλον, τὰ ἀποφώλια τέρατα τῆς ἀνεργίας, τὴν ἀναξιοπρέπεια καὶ τὴν ὀδύνη τῆς φτώχειας. Τὸ μαράζι μπῆκε στὰ σπίτια, κατατρώει τὰ σωθικὰ τῶν οἰκογενειῶν. Τὰ παιδιὰ εἶναι μπροστά, βιώνουν (βλέπουν, ἀκοῦν, αἰσθάνονται) τραγωδίες. Μία «παράπλευρη ἀπώλεια», ὅπως θὰ ὑποστήριζαν τὰ σαπρόφυτα τῆς Νέας Τάξης, εἶναι τὰ παιδιά. Τὰ παιδιὰ σιγὰ-σιγὰ δὲν παίζουν, τὰ παιδιά, τὰ Ἑλληνάκια, θὰ χάσουν, θὰ μᾶς στερήσουν ἕνα ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα πράγματα ποὺ μᾶς ὑπενθυμίζουν τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου, τὴν μεγαλοπρεπῆ ἁπλότητα τοῦ παραδείσου: τὸ γέλιο τους. (Θὰ γράψει ὁ Ντοστογιέφσκι. «Οἱ τρεῖς θησαυροὶ ποὺ μᾶς μένουν ἀπὸ τὸν χαμένο παράδεισο:
-τὰ γέλια τῶν παιδιῶν
-τὰ χρώματα τῶν λουλουδιῶν
-τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν).
. Κανόνας ἀναντίρρητος τῆς τέχνης τοῦ δασκάλου εἶναι ὅτι αὐτὸς διδάσκει μὲ τὴν ζωή του. Αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, αὐτὸ εἰσπράττουν καὶ ἀφομοιώνουν οἱ μαθητές. «Ἀρχέτυπον βίου, νόμος ἔμψυχος, κανὼν καὶ ὅρος εὐζωίας. Τὸν γὰρ διδάσκοντα τοιοῦτον εἶναι χρή», ὁ δάσκαλος εἶναι πρότυπο καὶ διαπαιδαγωγεῖ μὲ τὸ παράδειγμά του, γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος («Εἰς Α´ Τιμ. Ὁμιλ ΙΓ´, 1 , ΕΠΕ 23, 330). Ἂς ἀναλογιστοῦμε τὶς τρομερὲς ἀναθυμιάσεις, τὴν καταθλιπτικὴ ἀτμόσφαιρα, ποὺ εἰσπνέουν τὰ παιδιά, ἀπὸ δῶ καὶ πέρα, ἐφεξῆς σὲ σπίτι καὶ σχολεῖο. Ἤδη κάτι συμβαίνει μὲς στὶς τάξεις μας. (Μιλάω γιὰ παιδιὰ τῆς Στ΄Δημοτικοῦ). Πλανᾶται ὁ φόβος. Τὰ καημένα τὰ σακατεύουμε μὲ τὴν μαυρίλα καὶ τὶς περιρρέουσες φοβέρες ποὺ νυχθημερὸν ἐξαπολύει ἡ ὑβριδιοκαθεστωτικὴ μαγαρισιὰ καὶ ἀνικανότητα. Ὀφείλουμε ὅμως, ὅσοι ζωντανοί, νὰ βάλλουμε ὑποστυλώματα, νὰ ἁπλώσουμε, νὰ τείνουμε «χεῖρα βοηθείας καὶ συμπαθείας» στὰ θύματα, στὰ πραγματικὰ ἀθῶα θύματα τῆς κρίσης. Εἶναι ὥρα νὰ φανοῦμε Κυρηναῖοι, νὰ βαστάξουμε, ἐν ἱλαρότητι καρδίας, τὰ βάρη τῶν ἐμπερίστατων οἰκογενειῶν.
. Καί, γιατί ὄχι, ὅσοι πιστοί, ἂς ἐπαναλάβουμε τοὺς στίχους ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ὡραιότατο ποίημα τοῦ βασιλέως Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λασκάρεως, ποὺ προφανῶς εὑρισκόμενος ἐν μέσῳ θλίψεων καὶ συμφορῶν τοῦ βίου προσφεύγει, ὁ τάλας, ποῦ ἀλλοῦ, στὴν Θεοτόκο, τὴν χαρὰ τῶν θλιβομένων. Τώρα ποὺ μᾶς ἐκύκλωσαν αἱ ζάλαι τοῦ βίου, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, ἂς σηκώσουμε τὰ ἀγύριστα κεφάλια μας, τὸ βλέμμα μας στὸν οὐρανό. Ἐκεῖ θὰ βροῦμε σκέπη, προστασία καὶ γαλήνη. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, οἱ Ρωμηοί, ὅταν κινδυνεύουμε δὲν παρακαλᾶμε τὰ ὄρνια τῆς Δύσης καὶ τῆς Ἀνατολῆς – «τὸ πιὸ φρικτὸ ναυάγιο θὰ ἦταν νὰ σωθοῦμε» θὰ ἔλεγε σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὁ ποιητὴς – ἀλλὰ ψάλλουμε παρακλητικοὺς κανόνες καί χαιρετισμούς, φωνάζουμε τὴν Παναγία, την Θεομάνα μας, μὲ τὸν τρόπο τοῦ Κολοκοτρώνη.
. «Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, Μπεηζαντές, Μπούρας πᾶνε στὸ Λεοντάρι ἔμεινα μόνος μου μὲ τὸ ἄλογό μου εἰς τὸ Χρυσοβίτσι, γυρίζει ὁ Φλέσσας καὶ λέγει ἑνὸς παιδιοῦ: “Μεῖνε μαζί του μὴν τὸν φάνε τίποτες λύκοι”. Ἔκατσα ἕως ποὺ ἐσκαπέτισαν μὲ τὰ μπαϊράκια τους, ἀπὲ ἐκατέβηκα κάτου· ἦτον μία ἐκκλησία εἰς τὸν δρόμον (ἡ Παναγία στὸ Χρυσοβίτσι) καὶ τὸ καθισιό μου ἦτον ὅπου ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς: “Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτην τὴν φορὰ τοὺς Ἕλληνες διὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν”. Καὶ ἐπῆρα ἕναν δρόμο κατὰ τὴν Πιάνα. Εἰς τὸν δρόμον ἀπάντησα τὸν ξαδελφόν μου Ἀντώνιον, τοῦ Ἀναστάση Κολοκοτρώνη, μὲ ἑφτὰ ἀνηψίδιά μου, ἐγινήκαμεν ἐννιά, καὶ τὸ ἄλογό μου δέκα ἐγὼ ἤμουν καὶ χωρὶς τουφέκι». («Διήγησις συμβάντων τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς»). «Τοῦ λοιποῦ μὴ φοβοῦ», θὰ μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας Παϊσιος.
Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος Κιλκίς.