Γράφει ο Γιώργος Βαζάκας* - φιλόλογος
Θα θέλαμε ως εισαγωγή στο άρθρο μας να αναφερθούμε στο ξεκίνημα των δανείων που πήρε η δύσμοιρη πατρίδα μας. Μέχρι και τις μέρες μας ακούγεται η φράση « ε, δεν έχει και τα δάνεια της Αγγλίας» για κάποιον, που έχει κάποιο χρέος και δυσκολευεται να το αποπληρώσει.
Θα θέλαμε ως εισαγωγή στο άρθρο μας να αναφερθούμε στο ξεκίνημα των δανείων που πήρε η δύσμοιρη πατρίδα μας. Μέχρι και τις μέρες μας ακούγεται η φράση « ε, δεν έχει και τα δάνεια της Αγγλίας» για κάποιον, που έχει κάποιο χρέος και δυσκολευεται να το αποπληρώσει.
Η φράση φυσικά δεν ακούγεται τυχαία, αλλά έχει πραγματικό αντίκρισμα.
Κυριολεκτείται στο δάνειο που συνήψε ο Αλ. Μαυροκορδάτος το 1824 με την Αγγλία κι έτσι έδεσε την Ελλάδα με τα βρετανικά συμφέροντα.
Πριν συναποφασισθεί αυτό το δάνειο, ο Δημήτριος Υψηλάντης – μορφή της ελληνικής επανάστασης του 1821 για την οποία δε βρίσκεις ψεγάδι – έστειλε επιστολή στα 1823 στον Μαυροκορδάτο, με την οποία τον απέτρεπε από τη σύναψη αυτού του δανείου ως επιζήμιου για την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Η επιστολή αυτή υπάρχει στο αρχείο Μαυροκορδάτου (Ακαδημία Αθηνών). Βέβαια και ο Κολοκοτρώνης και ο αγωνιστής της επανάστασης Σπηλιάδης εναντιώθηκαν στα δάνεια του Μαυροκορδάτου. Σημειωτέον ότι στο όνομα αυτού του πρώτου ελληνικού δημόσιου χρέους παραχωρήθηκε κοντά στα τόσα άλλα το δικαίωμα στη Βρετανία να επεμβαίνει και στρατιωτικώς εναντίον της Ελλάδας, αν αυτή δεν ικανοποιούσε τους δανειστές της. Κι από τότε συνέβησαν πολλά, τέσσερις χρεοκοπίες της χώρας μας – δεν είναι του παρόντος να μιλήσουμε γι’ αυτά – όμως διανύουμε στις μέρες μας την πέμπτη χρεοκοπία στην ιστορική διαδρομή της Ελλάδας μας και θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε στο ενλόγω άρθρο μας ότι το δημόσιο χρέος της χώρας μας μπορεί να αντιμετωπισθεί με άλλο τρόπο κι όχι με αυτόν που το διαχειρίζονται οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις.
Και αυτό γιατί το ελληνικό δημόσιο χρέος με τη μορφή που πήρε αμέσως μετά το πρώτο μνημόνιο, το δεύτερο και το τρίτο είναι ένα χρέος που το νομικό και οικονομικό επιτελείο του Ε.ΠΑ.Μ. (Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο) σε ημερίδα που διοργάνωσε για το δημόσιο χρέος στις 19/3/2017 και 5/4/2017 κατέδειξε ότι είναι παράνομο. Το ίδιο έχουν επίσης διακηρύξει εξέχουσες προσωπικότητες (όπως
ο καθηγητής κ. Γ. Κασιμάτης κ. αλ.). Επομένως επειδή είναι παράνομο το δημόσιο χρέος , το στοιχείο αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αμυντικό όπλο τεραστίων διαστάσεων απέναντι στους δανειστές στα χέρια μιας κυβέρνησης που πραγματικά θα είναι διαβασμένη, θα είναι προετοιμασμένη, θα είναι αποφασισμένη να διεκδικήσει τα δίκαια της χώρας αρνούμενη αυτό το χρέος και μονομερώς να το διαγράψει.
Επί τέλους ως πότε όλες οι κυβερνήσεις μας και οι συμβουλάτορές τους από το Μάη του 2010, οπότε έσκασε η φούσκα της χρεοκοπίας της χώρας μας, θα αντιμετωπίζουν το χρέος έτσι, ώστε οι πανέλληνες να βιώνουν όλο και νέες φοροεπιδρομές, μειώσεις μισθών και συντάξεων, διαρκή λιτότητα και τελικά νέο δανεισμό; Και συγκεκριμένα γιατί δεν εξήγησαν και δεν μας εξηγούν, πόσο από υφιστάμενο δημόσιο χρέος μπορεί να συνεχίσει να εξυπηρετεί ο Έλληνας εργαζόμενος και η οικονομία; Πόσο 10%, , 30%, μήπως 5% ή 1%. Γιατί δε μας λένε; Αυτά τα χρόνια από το 2010 – 2017 δημιουργήθηκαν συνθήκες ανυπαρξίας εισοδήματος για τον Έλληνα, που δεν μπορεί ούτε και τις βασικές καταναλωτικές του δαπάνες να ικανοποιήσει. 20% υστερεί το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών από το απαραίτητο που χρειάζεται, για όσα καταναλώνει Και οι κυβερνώντες μας καλούν τα νοικοκυριά να συνεχίσουν να εξυπηρετούν μέρος του χρέους. Ε, νισάφι πια! γιατί δε βλέπουν την αντικειμενική κατάσταση του εισοδήματος των νοικοκυριών, γιατί τρέμουν την αναμέτρηση με τους δανειστές, γιατί προτιμούν την αναγνώριση του χρέους και την εξυπηρέτησή του κατά ένα μέρος και δεν τους καίγεται καρφί που με τις τακτικές τους ολόκληρος ο ελληνικός λαός βαίνει προς εξαφανισμό;
Φυσικά οι καθημερινοί μας συνάνθρωποι αγωνιωδώς ρωτούν: « Μπορεί να διαγραφεί το χρέος;», απαντούμε απερίφραστα με ένα ηχηρό ναι, γιατί το δημόσιο χρέος της χώρας μας είναι παράνομο τοκογλυφικό, καταχρηστικό, απεχθές, ειδεχθές κλπ. Συγκεκριμένα όμως, για να πεισθούμε: Ρωτά ο οποιοσδήποτε, μα δε θα πληρώσουμε, αφού τα χρωστάμε αυτά τα λεφτά. Απαντάμε, όχι δεν τα χρωστάμε και ας προσέξουμε: Αυτό το χρέος της Ελλάδας έχει διαμορφωθεί κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, που χρήζουν εξέτασης. Οι δανειστές μάς δανείζανε, ενώ ξέρανε, ότι, για να τους πληρώσουμε , δανειζόμασταν εκ νέου, παίρναμε δάνεια, για να ξεπληρώνουμε παλιότερα δάνεια. Αυτό στη διεθνή νομολογία είναι CASUS BELLI. Κανένα κράτος δε μπαίνει στην αποπληρωμή ενός χρέους, όταν δεν μπορεί να δανεισθεί. Εμείς δεν μπορούσαμε να δανεισθούμε και κακώς μας δίνανε διαρκώς δάνεια και οι δανειστές ρισκάρανε. Και να τι λέει το Διεθνές Δίκαιο σχετικώς: Εφόσον εσύ έπαιρνες ρίσκο αγοράζοντας ένα ομόλογο από ένα κράτος, που ήξερες ότι για να στο πληρώσει, θα έπρεπε να δανεισθεί και το ’παιρνες με αυξημένο επιτόκιο σε σχέση με το επιτόκιο, που υπήρχε μέσα σε άλλα ομόλογα, τα ρίσκα σου τα πήρες, μάλιστα με υψηλή απόδοση, υψηλότερη απ’ ό,τι να ’παιρνες ένα ομόλογο ενός κράτους, που δε θα ’χε τέτοια προβλήματα, όπως η Ελλάδα, αμειβόσουνα γι’ αυτό, δεν ήταν ότι το ’ παιρνες χωρίς να ξέρεις. Άρα το ρίσκο σου το πήρες, είσαι επενδυτής, πήρες το ρίσκο κι, όταν λοιπόν το κράτος δεν μπορεί να σε πληρώσει, έχασες το ρίσκο σου. Γι’ αυτό και στη διεθνή νομολογία δεν είναι το ίδιο να δανείζεσαι με σύμβαση κανονικά από κράτος και να δανείζεσαι μέσω ομολόγων, δε θεωρείται ίδια η σύμβαση, η ίδια υποχρέωση να ’πούμε.
Επομένως δεν έχασαν οι δανειστές μας μόνο το ρίσκο, αλλά επί πλέον δεχτήκανε να καταλυθεί το δικό μας πολιτικό σύστημα, να καταλυθεί η ασυλία του ελληνικού κράτους και να μεταβληθεί αυτό σε απλή εταιρία, η οποία μπαίνει σε εκποίηση με το πρώτο μνημόνιο. Με την πρώτη δανειακή σύμβαση (όρος 14 παράγραφος 5) καταλύθηκε η εθνική κυριαρχία, καταλύθηκε το Σύνταγμα στις βασικές του διατάξεις και εφθάσαμε στο σημείο τα ελληνικά κοινοβούλια να ψηφίζουν σχέδια ή προσχέδια μνημονίων και να δίνουν το δικαίωμα στον υπουργό οικονομικών και στον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας να υπογράφουν τα τελικά σχέδια , τα οποία δεν περνάνε ποτέ από το κοινοβούλιο, ενώ αντίθετα στα υπόλοιπα κοινοβούλια της Ευρωζώνης τα τελικά σχέδια των μνημονίων περνάνε για έγκριση. Στο κοινοβούλιό μας αυτό δεν έγινε, δηλαδή καταλύθηκε το Σύνταγμα.
Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν, διότι με όπλο το χρέος ή με μοχλό το χρέος δημιουργήθηκε ένα παράνομο καθεστώς δικαίου στην Ελλάδα. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να καταγγείλουμε το σύνολο του χρέους και να το διαγράψουμε. Και δεν μπορεί κανείς να κινηθεί εναντίον μας. Γιατί το πλαίσιο μέσα στο οποίο μας δανείζανε, μέσω του Ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης, ήταν, για να μας κρατήσουν μέσα σ’ ένα κλειστό Club, από το οποίο φεύγουμε, αξιοποιώντας το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Και με μια πατριωτική δημοκρατική κυβέρνηση διακηρύττεις στους δανειστές: Κύριοι αρνούμαι να σας πληρώσω, δεν μπορεί να επιβιώσει ο λαός μου. Είναι πολύ απλό, δεν είναι θέμα, αν με συμφέρει ή αν δε με συμφέρει.
Όσο για τα δάνεια από κράτη, 53 δις, από τα οποία τα περισσότερα τα έχουν δώσει οι Γερμανοί, που όμως κανείς γι’ αυτά δε λέει τούτο: ότι δεν μας τα έδωσαν παίρνοντας πόρους από τους φορολογούμενούς τους, αλλά τα δανείστηκαν με επιτόκιο 0,3% και μας τα δάνεισαν με 1,5% ή 1,7%. Αυτό όμως είναι τοκογλυφία, αν και η Συνθήκη της Λισσαβόνας μιλάει για τη λεγόμενη εταιρική σχέση, που προτρέπει σε αλληλοβοήθεια μεταξύ κρατών μελών της Ευρωζώνης.
Επομένως τουλάχιστον με τα προηγούμενα – υπάρχει κι άλλη επιχειρηματολογία επί τη βάσει διεθνών συνθηκών για το χρέος – το βασικό στοιχείο της άρνησης και της καταγγελίας του χρέους είναι το γεγονός ότι οι υπογραφές που έχουνε μπει, όπως και οι υποχρεώσεις είναι παράνομες κι όχι μόνο δεν τις αναγνωρίζουμε, αλλά κι επειδή είναι σε βάρος του συμφέροντος του ελληνικού λαού, μια πατριωτική κυβέρνηση οφείλει να ασκήσει ποινικές διώξεις εναντίον όλων, όσων υπέγραψαν για εσχάτη προδοσία και σφετερισμό.
Τέλος είναι σημαντικά αναφαίρετο να υπογραμμίσω ότι ένα κρατικό χρέος διαγράφεται μονομερώς. Δεν υπάρχει στον κόσμο καμιά περίπτωση διαγραφής χρέους, που να έγινε με διαπραγμάτευση ή «κοινή συναινέσει». Έγινε μονομερώς με πράξη εθνικής κυριαρχίας του κράτους – δανειολήπτη. Για διασαφήνιση, από το 1951 υπάρχει κώδικας για τον τρόπο που εξυπηρετούνται οι κρατικές υποχρεώσεις διεθνώς. Σ’ αυτόν τον κώδικα αναφέρεται ρητά ότι ένα χρέος μπορεί να διαγραφεί στο σύνολό του ή να μη πληρωθεί μέρος του, εάν εμπίπτει σε δυο κατηγορίες: Διακυβεύεται σπουδαίο εθνικό συμφέρον και δεν διαφοροποιεί τους εγχώριους από τους εξωχώριους δανειστές. Γι’ αυτό λέμε με τη διαγραφή του εξωτερικού χρέους θα διαγράψουμε και τα πραγματικά εσωτερικά χρέη (όχι φυσικά τα θαλασσοδάνεια). Αυτά είναι στοιχεία της διεθνούς νομολογίας και θα μπορούσαμε να πούμε χιλιάδες τέτοια πράγματα.
Εύλογα βέβαια ο καθένας εκτιμά ότι οι δανειστές θα προσφύγουν σε δικαστήρια για κυρώσεις εναντίον της χώρας μας. Αναμενόμενο. Μπορούν να προσφύγουν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Αυτό δε μας αφορά, γιατί θα ’μαστε στη διαδικασία εξόδου από την ευρωζώνη. Βέβαια μπορούν να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για αθέτηση διεθνούς υποχρέωσης της Ελλάδας. Ο καθένας μας ας απαντήσει ποια υποχρέωση απ’ όλες αυτές που έχουμε υπογράψει είναι διεθνής. Καμία. Γιατί όλες σε σχέση με το εν λόγω χρέος εντάσσονται στους κανόνες της Ευρωζώνης. Κι ακόμα κι αν κάποιος ισχυρισθεί, ανεξάρτητα με τι κόλπα, μας έδωσαν οι δανειστές τα λεφτά, πάντως η Ελλάδα τα πήρε τα λεφτά. Εμείς ξαναλέμε δεν μας έχουνε δώσει τα λεφτά , μας τα έχουνε δώσει , για να τα δώσουνε στις τράπεζές τους. Και όσοι έβαλαν τις υπογραφές τους από τους Έλληνες αξιωματούχους σ’ αυτά τα μνημόνια, κατά παράβαση του Συντάγματος πρέπει να καθίσουνε στο σκαμνί της Δικαιοσύνης κι αυτή να αποφασίσει για εσχάτη προδοσία και σφετερισμό κι έτσι θα πούμε και στη διεθνή κοινότητα ή στον όποιο δανειστή, ότι κυτάξτε να δείτε αυτοί που βάλαν τις υπογραφές τους, τούς στείλαμε για εσχάτη…
Τώρα διάφοροι ρωτάνε αν έχουμε κάποιο παράδειγμα κράτους, που διέγραψε το χρέος του και δεν του δημιουργήθηκε κανένα πρόβλημα. Έχουμε βεβαίως την Πορτογαλία το 1923. Επειδή σ’ αυτή με το χρέος καταλύθηκε το Σύνταγμά της, η Πορτογαλία αρνήθηκε ολόκληρο το χρέος της, δε σταμάτησε απλά να το πληρώνει. Δεύτερο, τη δική μας περίπτωση στα 1932. Τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος σταμάτησε μονομερώς μέχρι το 1936 να πληρώνει το χρέος, οπότε ήρθε στα πράγματα ο Ι. Μεταξάς και έκλεισε συμφωνία με τους δανειστές. Στα χρόνια μη πληρωμής του χρέους από το Βενιζέλο, δε συνέβη τίποτε. Βεβαίως φωνάζανε οι ομολογιούχοι, αλλά δεν προσέφυγαν σε δικαστήρια. Και να προσέξουμε, η Ελλάδα τότε χρωστούσε στην Κ.Τ.Ε. (την Κοινωνία των Εθνών), δηλ. στον Ο.Η.Ε. της εποχής, φανταστείτε πίεση.
Να μη παραλείψω βέβαια την πιο κοντινή στα χρόνια μας διαγραφή χρέους εκείνο της Ισλανδίας, το 2009. Ποιος άραγε από όσους δυσπιστούν για τη διαγραφή χρέους ή σκεπτικίζουν μιλά γι’ αυτό; Φοβούμαι πως ελάχιστοι. Τέλος πάντων ας ενημερώσω σχετικά: Το χρέος της Ισλανδίας ήταν δέκα φορές το ΑΕΠ της χώρας, πολύ μεγαλύτερο από το δικό μας. Πάντα μιλάμε με βάση την οικονομική επιφάνεια της χώρας. Η Ισλανδία λοιπόν σταμάτησε να το πληρώνει και το κατήγγειλε, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν παράνομο. Το κατήγγειλε στη βάση ότι λόγω του ότι η χώρα μπήκε σε παγκόσμια κρίση, έπρεπε να προστατεύσει την οικονομία της. Τα λεφτά του χρέους της τα ’παιρνε από δημόσιες τράπεζες, από κράτη. Η σύμβαση που υπέγραψε έλεγε σε περίπτωση που οι τράπεζές μου, που παίζουν τα λεφτά των Βρετανών, των Γερμανών, των Ολλανδών και των Ισλανδών χρεοκοπήσουν, θα τις πληρώσει το Ισλανδικό κράτος. Όντως χρεοκόπησαν αυτές οι τράπεζες. Το χρέος είχε φθάσει 10 – 13 φορές το ΑΕΠ της Ισλανδίας. Και είπε η Ισλανδική κυβέρνηση ύστερα από την πίεση των πολιτών της (έγιναν δυο δημοψηφίσματα). Είπε εγώ ξεχρεώνω τους δικούς μου (Ισλανδούς), δηλαδή διαφυλάσσω τις καταθέσεις τους και δεν εκπληρώνω καμιά υποχρέωση προς Ολλανδούς , Εγγλέζους και Γερμανούς.
Οι Εγγλέζοι και Γερμανοί πήγαν την Ισλανδία στο δικαστήριο των ΕΖΕΣ, που αποφάνθηκε: Ναι, βεβαίως, ακόμη και νόμιμη να ’ναι η απαίτησή σας, που είναι νόμιμη – δεν κατήγγειλε τη νομιμότητα της απαίτησής τους η Ισλανδία – όμως προέχει η δέσμευση της κυβέρνησης απέναντι στο λαό της. Δεν μπορεί να αφήσει το λαό της να καταστραφεί. Αυτό είναι πρωτεύουσας σημασίας. Και η Ισλανδία δεν έπαθε απολύτως τίποτε και έστειλε πολλούς τραπεζίτες της υπεύθυνους του προαναφερθέντος χρέους της στη φυλακή.
Ας φανταστούμε εδώ, τη δική μας περίπτωση που καταλύθηκε το Σύνταγμα και έχουμε καθεστώς κατοχής – κάνουν κουμάντο ξένοι στο κράτος μας, ανεξάρτητα αν τους ανήκει ή όχι – από την άποψη της ουσίας του δικαίου και μας έχουν επιβάλλει ένα καθεστώς δικαίου που δεν είναι ούτε καν αποικιοκρατικό. Γιατί το αποικιοκρατικό δίκαιο προβλέπει το πώς ο υπήκοος της αποικίας προστατεύεται στις τρέχουσες υποθέσεις του. Εδώ σε μας δεν υπάρχει τίποτε πια.
Μπορεί λοιπόν η χώρα μας να απαλλαγεί οριστικά και χωρίς παρενέργειες από τη θηλιά του χρέους, που της έχουν περάσει στο λαιμό οι ξένοι τοκογλύφοι- δανειστές. Το Διεθνές δίκαιο μας δίνει πολλαπλές δυνατότητες γι’ αυτό. Μπορούμε ευθύς εξαρχής να μη αναγνωρίσουμε το δημόσιο χρέος στο σύνολό του και να το καταγγείλουμε ως παράνομο, καταχρηστικό και απεχθές, όχι με επιτροπές λογιστικού ελέγχου, αλλ’ ως προϊόν και πολιτικό μέσο επιβολής καθεστώτος κατοχής της Ελλάδας και κατάλυσης δικαιωμάτων του ελληνικού λαού με πρώτο το δικαίωμα της ελεύθερης αυτοδιάθεσης. Μόνο έτσι μπορεί να διαγραφεί το χρέος, χωρίς κανείς να μπορεί να το επαναφέρει. Ταυτόχρονα φυσικά με την έξοδο της χώρας από το ευρώ και την ευρωζώνη.
*Ο Γιώργος Βαζάκας είναι μέλος του Ε.ΠΑ.Μ
και ήταν υποψήφιος βουλευτής με το Ε.ΠΑ.Μ. στις εκλογές του 2015
Και αυτό γιατί το ελληνικό δημόσιο χρέος με τη μορφή που πήρε αμέσως μετά το πρώτο μνημόνιο, το δεύτερο και το τρίτο είναι ένα χρέος που το νομικό και οικονομικό επιτελείο του Ε.ΠΑ.Μ. (Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο) σε ημερίδα που διοργάνωσε για το δημόσιο χρέος στις 19/3/2017 και 5/4/2017 κατέδειξε ότι είναι παράνομο. Το ίδιο έχουν επίσης διακηρύξει εξέχουσες προσωπικότητες (όπως
ο καθηγητής κ. Γ. Κασιμάτης κ. αλ.). Επομένως επειδή είναι παράνομο το δημόσιο χρέος , το στοιχείο αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αμυντικό όπλο τεραστίων διαστάσεων απέναντι στους δανειστές στα χέρια μιας κυβέρνησης που πραγματικά θα είναι διαβασμένη, θα είναι προετοιμασμένη, θα είναι αποφασισμένη να διεκδικήσει τα δίκαια της χώρας αρνούμενη αυτό το χρέος και μονομερώς να το διαγράψει.
Επί τέλους ως πότε όλες οι κυβερνήσεις μας και οι συμβουλάτορές τους από το Μάη του 2010, οπότε έσκασε η φούσκα της χρεοκοπίας της χώρας μας, θα αντιμετωπίζουν το χρέος έτσι, ώστε οι πανέλληνες να βιώνουν όλο και νέες φοροεπιδρομές, μειώσεις μισθών και συντάξεων, διαρκή λιτότητα και τελικά νέο δανεισμό; Και συγκεκριμένα γιατί δεν εξήγησαν και δεν μας εξηγούν, πόσο από υφιστάμενο δημόσιο χρέος μπορεί να συνεχίσει να εξυπηρετεί ο Έλληνας εργαζόμενος και η οικονομία; Πόσο 10%, , 30%, μήπως 5% ή 1%. Γιατί δε μας λένε; Αυτά τα χρόνια από το 2010 – 2017 δημιουργήθηκαν συνθήκες ανυπαρξίας εισοδήματος για τον Έλληνα, που δεν μπορεί ούτε και τις βασικές καταναλωτικές του δαπάνες να ικανοποιήσει. 20% υστερεί το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών από το απαραίτητο που χρειάζεται, για όσα καταναλώνει Και οι κυβερνώντες μας καλούν τα νοικοκυριά να συνεχίσουν να εξυπηρετούν μέρος του χρέους. Ε, νισάφι πια! γιατί δε βλέπουν την αντικειμενική κατάσταση του εισοδήματος των νοικοκυριών, γιατί τρέμουν την αναμέτρηση με τους δανειστές, γιατί προτιμούν την αναγνώριση του χρέους και την εξυπηρέτησή του κατά ένα μέρος και δεν τους καίγεται καρφί που με τις τακτικές τους ολόκληρος ο ελληνικός λαός βαίνει προς εξαφανισμό;
Φυσικά οι καθημερινοί μας συνάνθρωποι αγωνιωδώς ρωτούν: « Μπορεί να διαγραφεί το χρέος;», απαντούμε απερίφραστα με ένα ηχηρό ναι, γιατί το δημόσιο χρέος της χώρας μας είναι παράνομο τοκογλυφικό, καταχρηστικό, απεχθές, ειδεχθές κλπ. Συγκεκριμένα όμως, για να πεισθούμε: Ρωτά ο οποιοσδήποτε, μα δε θα πληρώσουμε, αφού τα χρωστάμε αυτά τα λεφτά. Απαντάμε, όχι δεν τα χρωστάμε και ας προσέξουμε: Αυτό το χρέος της Ελλάδας έχει διαμορφωθεί κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, που χρήζουν εξέτασης. Οι δανειστές μάς δανείζανε, ενώ ξέρανε, ότι, για να τους πληρώσουμε , δανειζόμασταν εκ νέου, παίρναμε δάνεια, για να ξεπληρώνουμε παλιότερα δάνεια. Αυτό στη διεθνή νομολογία είναι CASUS BELLI. Κανένα κράτος δε μπαίνει στην αποπληρωμή ενός χρέους, όταν δεν μπορεί να δανεισθεί. Εμείς δεν μπορούσαμε να δανεισθούμε και κακώς μας δίνανε διαρκώς δάνεια και οι δανειστές ρισκάρανε. Και να τι λέει το Διεθνές Δίκαιο σχετικώς: Εφόσον εσύ έπαιρνες ρίσκο αγοράζοντας ένα ομόλογο από ένα κράτος, που ήξερες ότι για να στο πληρώσει, θα έπρεπε να δανεισθεί και το ’παιρνες με αυξημένο επιτόκιο σε σχέση με το επιτόκιο, που υπήρχε μέσα σε άλλα ομόλογα, τα ρίσκα σου τα πήρες, μάλιστα με υψηλή απόδοση, υψηλότερη απ’ ό,τι να ’παιρνες ένα ομόλογο ενός κράτους, που δε θα ’χε τέτοια προβλήματα, όπως η Ελλάδα, αμειβόσουνα γι’ αυτό, δεν ήταν ότι το ’ παιρνες χωρίς να ξέρεις. Άρα το ρίσκο σου το πήρες, είσαι επενδυτής, πήρες το ρίσκο κι, όταν λοιπόν το κράτος δεν μπορεί να σε πληρώσει, έχασες το ρίσκο σου. Γι’ αυτό και στη διεθνή νομολογία δεν είναι το ίδιο να δανείζεσαι με σύμβαση κανονικά από κράτος και να δανείζεσαι μέσω ομολόγων, δε θεωρείται ίδια η σύμβαση, η ίδια υποχρέωση να ’πούμε.
Επομένως δεν έχασαν οι δανειστές μας μόνο το ρίσκο, αλλά επί πλέον δεχτήκανε να καταλυθεί το δικό μας πολιτικό σύστημα, να καταλυθεί η ασυλία του ελληνικού κράτους και να μεταβληθεί αυτό σε απλή εταιρία, η οποία μπαίνει σε εκποίηση με το πρώτο μνημόνιο. Με την πρώτη δανειακή σύμβαση (όρος 14 παράγραφος 5) καταλύθηκε η εθνική κυριαρχία, καταλύθηκε το Σύνταγμα στις βασικές του διατάξεις και εφθάσαμε στο σημείο τα ελληνικά κοινοβούλια να ψηφίζουν σχέδια ή προσχέδια μνημονίων και να δίνουν το δικαίωμα στον υπουργό οικονομικών και στον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας να υπογράφουν τα τελικά σχέδια , τα οποία δεν περνάνε ποτέ από το κοινοβούλιο, ενώ αντίθετα στα υπόλοιπα κοινοβούλια της Ευρωζώνης τα τελικά σχέδια των μνημονίων περνάνε για έγκριση. Στο κοινοβούλιό μας αυτό δεν έγινε, δηλαδή καταλύθηκε το Σύνταγμα.
Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν, διότι με όπλο το χρέος ή με μοχλό το χρέος δημιουργήθηκε ένα παράνομο καθεστώς δικαίου στην Ελλάδα. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να καταγγείλουμε το σύνολο του χρέους και να το διαγράψουμε. Και δεν μπορεί κανείς να κινηθεί εναντίον μας. Γιατί το πλαίσιο μέσα στο οποίο μας δανείζανε, μέσω του Ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης, ήταν, για να μας κρατήσουν μέσα σ’ ένα κλειστό Club, από το οποίο φεύγουμε, αξιοποιώντας το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Και με μια πατριωτική δημοκρατική κυβέρνηση διακηρύττεις στους δανειστές: Κύριοι αρνούμαι να σας πληρώσω, δεν μπορεί να επιβιώσει ο λαός μου. Είναι πολύ απλό, δεν είναι θέμα, αν με συμφέρει ή αν δε με συμφέρει.
Όσο για τα δάνεια από κράτη, 53 δις, από τα οποία τα περισσότερα τα έχουν δώσει οι Γερμανοί, που όμως κανείς γι’ αυτά δε λέει τούτο: ότι δεν μας τα έδωσαν παίρνοντας πόρους από τους φορολογούμενούς τους, αλλά τα δανείστηκαν με επιτόκιο 0,3% και μας τα δάνεισαν με 1,5% ή 1,7%. Αυτό όμως είναι τοκογλυφία, αν και η Συνθήκη της Λισσαβόνας μιλάει για τη λεγόμενη εταιρική σχέση, που προτρέπει σε αλληλοβοήθεια μεταξύ κρατών μελών της Ευρωζώνης.
Επομένως τουλάχιστον με τα προηγούμενα – υπάρχει κι άλλη επιχειρηματολογία επί τη βάσει διεθνών συνθηκών για το χρέος – το βασικό στοιχείο της άρνησης και της καταγγελίας του χρέους είναι το γεγονός ότι οι υπογραφές που έχουνε μπει, όπως και οι υποχρεώσεις είναι παράνομες κι όχι μόνο δεν τις αναγνωρίζουμε, αλλά κι επειδή είναι σε βάρος του συμφέροντος του ελληνικού λαού, μια πατριωτική κυβέρνηση οφείλει να ασκήσει ποινικές διώξεις εναντίον όλων, όσων υπέγραψαν για εσχάτη προδοσία και σφετερισμό.
Τέλος είναι σημαντικά αναφαίρετο να υπογραμμίσω ότι ένα κρατικό χρέος διαγράφεται μονομερώς. Δεν υπάρχει στον κόσμο καμιά περίπτωση διαγραφής χρέους, που να έγινε με διαπραγμάτευση ή «κοινή συναινέσει». Έγινε μονομερώς με πράξη εθνικής κυριαρχίας του κράτους – δανειολήπτη. Για διασαφήνιση, από το 1951 υπάρχει κώδικας για τον τρόπο που εξυπηρετούνται οι κρατικές υποχρεώσεις διεθνώς. Σ’ αυτόν τον κώδικα αναφέρεται ρητά ότι ένα χρέος μπορεί να διαγραφεί στο σύνολό του ή να μη πληρωθεί μέρος του, εάν εμπίπτει σε δυο κατηγορίες: Διακυβεύεται σπουδαίο εθνικό συμφέρον και δεν διαφοροποιεί τους εγχώριους από τους εξωχώριους δανειστές. Γι’ αυτό λέμε με τη διαγραφή του εξωτερικού χρέους θα διαγράψουμε και τα πραγματικά εσωτερικά χρέη (όχι φυσικά τα θαλασσοδάνεια). Αυτά είναι στοιχεία της διεθνούς νομολογίας και θα μπορούσαμε να πούμε χιλιάδες τέτοια πράγματα.
Εύλογα βέβαια ο καθένας εκτιμά ότι οι δανειστές θα προσφύγουν σε δικαστήρια για κυρώσεις εναντίον της χώρας μας. Αναμενόμενο. Μπορούν να προσφύγουν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Αυτό δε μας αφορά, γιατί θα ’μαστε στη διαδικασία εξόδου από την ευρωζώνη. Βέβαια μπορούν να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για αθέτηση διεθνούς υποχρέωσης της Ελλάδας. Ο καθένας μας ας απαντήσει ποια υποχρέωση απ’ όλες αυτές που έχουμε υπογράψει είναι διεθνής. Καμία. Γιατί όλες σε σχέση με το εν λόγω χρέος εντάσσονται στους κανόνες της Ευρωζώνης. Κι ακόμα κι αν κάποιος ισχυρισθεί, ανεξάρτητα με τι κόλπα, μας έδωσαν οι δανειστές τα λεφτά, πάντως η Ελλάδα τα πήρε τα λεφτά. Εμείς ξαναλέμε δεν μας έχουνε δώσει τα λεφτά , μας τα έχουνε δώσει , για να τα δώσουνε στις τράπεζές τους. Και όσοι έβαλαν τις υπογραφές τους από τους Έλληνες αξιωματούχους σ’ αυτά τα μνημόνια, κατά παράβαση του Συντάγματος πρέπει να καθίσουνε στο σκαμνί της Δικαιοσύνης κι αυτή να αποφασίσει για εσχάτη προδοσία και σφετερισμό κι έτσι θα πούμε και στη διεθνή κοινότητα ή στον όποιο δανειστή, ότι κυτάξτε να δείτε αυτοί που βάλαν τις υπογραφές τους, τούς στείλαμε για εσχάτη…
Τώρα διάφοροι ρωτάνε αν έχουμε κάποιο παράδειγμα κράτους, που διέγραψε το χρέος του και δεν του δημιουργήθηκε κανένα πρόβλημα. Έχουμε βεβαίως την Πορτογαλία το 1923. Επειδή σ’ αυτή με το χρέος καταλύθηκε το Σύνταγμά της, η Πορτογαλία αρνήθηκε ολόκληρο το χρέος της, δε σταμάτησε απλά να το πληρώνει. Δεύτερο, τη δική μας περίπτωση στα 1932. Τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος σταμάτησε μονομερώς μέχρι το 1936 να πληρώνει το χρέος, οπότε ήρθε στα πράγματα ο Ι. Μεταξάς και έκλεισε συμφωνία με τους δανειστές. Στα χρόνια μη πληρωμής του χρέους από το Βενιζέλο, δε συνέβη τίποτε. Βεβαίως φωνάζανε οι ομολογιούχοι, αλλά δεν προσέφυγαν σε δικαστήρια. Και να προσέξουμε, η Ελλάδα τότε χρωστούσε στην Κ.Τ.Ε. (την Κοινωνία των Εθνών), δηλ. στον Ο.Η.Ε. της εποχής, φανταστείτε πίεση.
Να μη παραλείψω βέβαια την πιο κοντινή στα χρόνια μας διαγραφή χρέους εκείνο της Ισλανδίας, το 2009. Ποιος άραγε από όσους δυσπιστούν για τη διαγραφή χρέους ή σκεπτικίζουν μιλά γι’ αυτό; Φοβούμαι πως ελάχιστοι. Τέλος πάντων ας ενημερώσω σχετικά: Το χρέος της Ισλανδίας ήταν δέκα φορές το ΑΕΠ της χώρας, πολύ μεγαλύτερο από το δικό μας. Πάντα μιλάμε με βάση την οικονομική επιφάνεια της χώρας. Η Ισλανδία λοιπόν σταμάτησε να το πληρώνει και το κατήγγειλε, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν παράνομο. Το κατήγγειλε στη βάση ότι λόγω του ότι η χώρα μπήκε σε παγκόσμια κρίση, έπρεπε να προστατεύσει την οικονομία της. Τα λεφτά του χρέους της τα ’παιρνε από δημόσιες τράπεζες, από κράτη. Η σύμβαση που υπέγραψε έλεγε σε περίπτωση που οι τράπεζές μου, που παίζουν τα λεφτά των Βρετανών, των Γερμανών, των Ολλανδών και των Ισλανδών χρεοκοπήσουν, θα τις πληρώσει το Ισλανδικό κράτος. Όντως χρεοκόπησαν αυτές οι τράπεζες. Το χρέος είχε φθάσει 10 – 13 φορές το ΑΕΠ της Ισλανδίας. Και είπε η Ισλανδική κυβέρνηση ύστερα από την πίεση των πολιτών της (έγιναν δυο δημοψηφίσματα). Είπε εγώ ξεχρεώνω τους δικούς μου (Ισλανδούς), δηλαδή διαφυλάσσω τις καταθέσεις τους και δεν εκπληρώνω καμιά υποχρέωση προς Ολλανδούς , Εγγλέζους και Γερμανούς.
Οι Εγγλέζοι και Γερμανοί πήγαν την Ισλανδία στο δικαστήριο των ΕΖΕΣ, που αποφάνθηκε: Ναι, βεβαίως, ακόμη και νόμιμη να ’ναι η απαίτησή σας, που είναι νόμιμη – δεν κατήγγειλε τη νομιμότητα της απαίτησής τους η Ισλανδία – όμως προέχει η δέσμευση της κυβέρνησης απέναντι στο λαό της. Δεν μπορεί να αφήσει το λαό της να καταστραφεί. Αυτό είναι πρωτεύουσας σημασίας. Και η Ισλανδία δεν έπαθε απολύτως τίποτε και έστειλε πολλούς τραπεζίτες της υπεύθυνους του προαναφερθέντος χρέους της στη φυλακή.
Ας φανταστούμε εδώ, τη δική μας περίπτωση που καταλύθηκε το Σύνταγμα και έχουμε καθεστώς κατοχής – κάνουν κουμάντο ξένοι στο κράτος μας, ανεξάρτητα αν τους ανήκει ή όχι – από την άποψη της ουσίας του δικαίου και μας έχουν επιβάλλει ένα καθεστώς δικαίου που δεν είναι ούτε καν αποικιοκρατικό. Γιατί το αποικιοκρατικό δίκαιο προβλέπει το πώς ο υπήκοος της αποικίας προστατεύεται στις τρέχουσες υποθέσεις του. Εδώ σε μας δεν υπάρχει τίποτε πια.
Μπορεί λοιπόν η χώρα μας να απαλλαγεί οριστικά και χωρίς παρενέργειες από τη θηλιά του χρέους, που της έχουν περάσει στο λαιμό οι ξένοι τοκογλύφοι- δανειστές. Το Διεθνές δίκαιο μας δίνει πολλαπλές δυνατότητες γι’ αυτό. Μπορούμε ευθύς εξαρχής να μη αναγνωρίσουμε το δημόσιο χρέος στο σύνολό του και να το καταγγείλουμε ως παράνομο, καταχρηστικό και απεχθές, όχι με επιτροπές λογιστικού ελέγχου, αλλ’ ως προϊόν και πολιτικό μέσο επιβολής καθεστώτος κατοχής της Ελλάδας και κατάλυσης δικαιωμάτων του ελληνικού λαού με πρώτο το δικαίωμα της ελεύθερης αυτοδιάθεσης. Μόνο έτσι μπορεί να διαγραφεί το χρέος, χωρίς κανείς να μπορεί να το επαναφέρει. Ταυτόχρονα φυσικά με την έξοδο της χώρας από το ευρώ και την ευρωζώνη.
*Ο Γιώργος Βαζάκας είναι μέλος του Ε.ΠΑ.Μ
και ήταν υποψήφιος βουλευτής με το Ε.ΠΑ.Μ. στις εκλογές του 2015