Τρεις Ζώνες Κατοχής
Μετά την είσοδο των Γερμανικών στρατευμάτων στη χώρα άρχισε η μεγάλη νύκτα της σκλαβιάς.
Αρχικά, με αναγγελία του ίδιου του Μ. Μουσολίνι στις 10 Ιουνίου 1941 γινόταν γνωστό ότι μετά από συμφωνία και της Γερμανικής Κυβέρνησης η κατάληψη της Ελλάδος και η στρατιωτική της διοίκηση θα ανήκε στην Ιταλία διότι μεταξύ άλλων «..η Ελλάς αποτελεί μέρος του μεσογειακού ζωτικού χώρου της Ιταλίας». Στις 24 Ιουνίου έγινε η εγκατάσταση των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών κατοχής. Την πολιτική Διοίκηση ανέλαβε ο Πελεγκρίνο Κίτζι, στέλεχος του Φασιστικού Κόμματος ενώ ως Στρατιωτικός Διοικητικής τοποθετήθηκε ο Στρατηγός Τσελόζο, Διοικητής της 11ης Ιταλικής Στρατιάς.
Η κατάσταση αυτή άλλαξε σε λίγες εβδομάδες καθώς μετά από παρέμβαση του ανώτατου Γερμανού Στρατιωτικού Διοικητή στην Ελλάδα αναδιαμορφώθηκε η κατοχική παρουσία των Γερμανών και των Ιταλών. Με την νέα διάρθρωση η Γερμανοί αναλάμβαναν την πρωτοκαθεδρία, πολιτική και στρατιωτική, σε όλη την Ελλάδα την οποία και γενικά διατήρησαν και μετά την υποδιαίρεση της Ελλάδος, για λόγους επιφανειακά πρακτικούς-στρατιωτικούς αλλά κατά βάθος πολιτικούς, σε τρεις ζώνες κατοχής. Η Ιταλία είναι γνωστό ότι δεν έκρυβε τις βλέψεις της στην Ήπειρο και στα νησιά του Ιονίου Πελάγoυς. Τη «διοίκηση» της Ανατολικής Μακεδονίας και του μεγαλύτερου μέρους της Θράκης, εκτός ενός τμήματος του ν. Έβρου, ανέθεσαν οι Γερμανοί στη σύμμαχό τους από παλιά Βουλγαρία, διατηρώντας έτσι τις εθνικιστικές ορέξεις των Βουλγάρων, ζωντανές. Μετά από αυτά, και παρά τον χωρισμό του Ελλαδικού χώρου σε τρεις ζώνες, οι Γερμανοί όρισαν τον Άλτεμπουργκ ως γενικό Αρμοστή, ως ανωτάτη πολιτική Αρχή κατοχής στη χώρα και ως Στρατιωτική Αρχή τον εκάστοτε Διοικητή της 12ης Γερμανικής Στρατιάς. (ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, 2011(1973)., Τόμ. 1, σελ.121).
Οι τρεις ζώνες στις οποίες διαιρέθηκε η Ελλάδα ήταν:
1. Η Γερμανική Ζώνη που περιελάμβανε: Την Κρήτη εκτός της Σητείας, την Αττική με τα νησιά Αργο-Σαρωνικού, Κυκλάδες, Β. Σποράδες, τα νησιά του Αιγαίου, ζώνη του ν. Εβρου (τα 2/3 του νομού Έβρου), ολόκληρη την Κεντρική και Δυτική Μακεδονίας εκτός τμημάτων στους νομούς Καστοριάς, Κοζάνης, Πιερίας και Σερρών.
2. Στην Ιταλική Ζώνη υπάγονταν: Τα Ιόνια Νησιά, η Πελοπόννησος, η Ήπειρος, η Θεσσαλία (εκτός των Β. Σποράδων), η Στερεά Ελλάδα (εκτός Αττικής) και το σύνολο σχεδόν του νομού Πιερίας – πλην μίας μικρής λωρίδας βόρεια του Αλιάκμονα, το 1/5 του ν. Καστοριάς, το 1/3 του νομού Κοζάνης και το 1/5 του ν. Σερρών.
3. Στην Βουλγαρική Ζώνη υπάγονταν: Οι νομοί Ξάνθης, Ροδόπης και το 1/3 του ν. Έβρου αλλά και οι νομοί Δράμας, Καβάλας και τα 4/5 του ν. Σερρών της Ανατολικής Μακεδονίας.
Με βάση αυτή την υποδιαίρεση στη Γερμανική Ζώνη ανήκε έκταση περίπου 45.000 τετρ. χλμ. και 3.3 εκατ. κάτοικοι, στην Ιταλική Ζώνη 75.000 τετρ. χλμ και 3.25 εκατ. κάτοικοι και, τέλος, στη Βουλγαρική Ζώνη 13.400 τετρ. χλμ. και 765.000 κάτοικοι.
Το παράδοξο της Βουλγαρικής Κατοχής.
Η Ιταλία και η Γερμανία ήταν δύο χώρες που κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδος μετά την άρνησή της να επιτρέψει την «ειρηνική» είσοδο των στρατευμάτων τους στην χώρα. Καταλαμβάνοντας την χώρα, μετά από πόλεμο, οι Γερμανο-Ιταλοί κατακτητές ήταν υποχρεωμένοι, να λειτουργούν με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Το οποίο ούτως ή άλλως δεν εφάρμοζαν αλλά δεν έπαυαν να τους κατηγορούν οι Σύμμαχοι ότι θα είναι υπόλογοι στην Διεθνή κοινότητα ως παραβάτες του.
Στην περίπτωση της Βουλγαρίας δεν ίσχυε ουσιαστικά το Διεθνές Δίκαιο του Πολέμου αφού σ΄ αυτήν παραχωρήθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές ένα τμήμα του καταληφθέντος από εκείνους Ελληνικού χώρου. Η Βουλγαρία μπήκε στην Ελλάδα και κατέλαβε το χώρο αυτό χωρίς ποτέ να κηρύξει πόλεμο ή να υπάρξουν εχθροπραξίες και χωρίς να απευθύνει αμέσως πριν οιαδήποτε προειδοποίηση ή τελεσίγραφο ή αφού είχε διατυπώσει κάποιες απαιτήσεις. Βεβαίως είναι γνωστές από παλαιά οι εδαφικές βλέψεις των Βουλγάρων στην περιοχή ανατολικά του Στρυμόνα και δύο φορές στη σύγχρονη ιστορία και ιδιαίτερα τα χρόνια της υποχώρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Βούλγαροι αν και «σύμμαχοι» των Ελλήνων προσπάθησαν και την περίοδο 1912-13 και 1916-18 διά των όπλων να αποκτήσουν πρόσβαση- έξοδο στη Μεσόγειο και να δημιουργήσουν με τον εκβουλγαρισμό – αλλοίωση του δημογραφικού, διοικητικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές αλλαγές με τη βία κλπ – τετελεσμένες καταστάσεις. Tην τρίτη φορά, σιωπηρά, οι Βούλγαροι μπήκαν στην Ελλάδα, ακολουθώντας απλώς τους Γερμανούς και εγκαταστάθηκαν εκεί που τους υπέδειξαν οι Γερμανοί στην Ανατολική Μακεδονία επί της οποίας των ενδιαφέρον των Βουλγάρων τους ήταν γνωστό. Στην περιοχή που εγκαταστάθηκαν δεν προσπάθησαν, με κάποια «διατάγματα», διαταγές κλπ., να κηρύξουν απλώς τις κατεχόμενες περιοχές ως «βουλγαρικό έδαφος» όπως έκαναν οι Ιταλοί, αλλά προσπάθησαν να αλλοιώσουν τη δημογραφική σύνθεση του πληθυσμού μεταφέροντας και εγκαθιστώντας Βουλγάρους εποίκους, εγκαθιστώντας βουλγαρικές διοικητικές αρχές – διορίζοντας Νομάρχες και Δημάρχους, Βουλγάρους χωροφύλακες κλπ. -, αξιώνοντας τη χρήση της βουλγάρικης γλώσσας στα σχολεία, στις επιγραφές, στις οδούς, στα τοπωνύμια, στους τάφους .. αντικατέστησαν με Βουλγάρους του Έλληνες ιερείς επιβάλλοντας σε βάρος των Ελλήνων ένα πλήθος εξευτελισμών, βιαιοπραγιών και δολοφονιών. (Έκθεση Καθηγητών Παν/μίου, 1945).
Σιωπηρή, χωρίς ούτε έναν πυροβολισμό, έγινε η εγκατάσταση των Βουλγάρων από τους Γερμανούς στην Ανατολική Βόρειο Ελλάδα. Σιωπηρή, σύντονη, ταχεία, μεθοδική και ανελέητη ήταν η προσπάθεια ενσωμάτωσης της περιοχής στην Βουλγαρία. Στόχος, η δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων για χρήση μετά το πέρας του πολέμου. Την πολιτική του εκβουλγαρισμού την άρχισαν αμέσως μετά την εγκατάστασή τους από τους Γερμανούς, χωρίς καμιά καθυστέρηση, ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού του 1941.
Η ευρισκόμενη στην εξορία Ελληνική Κυβέρνηση αντέδρασε έστω και με μικρή καθυστέρηση στην παράδοξη αυτή περίπτωση, εισβολής και κατοχής, δηλαδή, τμήματος μιας χώρας από μία άλλη χώρα χωρίς κήρυξη πολέμου κλπ. Έτσι, στις 2 Ιουλίου 1941, ο Έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο ενημέρωνε τον Υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας Άντονυ Ήντεν ότι μετά την κατάληψη εδαφών «..φου Ελληνικού Βασιλείου υπό του βουλγαρικού στρατού, πράξεις αγριότητας και βίας εκτελούνται εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού των εν λόγω περιοχών», η Ελλάδα θεωρούσε ότι ίσχυε «..εμπόλεμος κατάστασις μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας, από της ημερομηνίας καθ΄ήν η Βουλγαρία κατέλαβεν ελληνικά εδάφη…». Ας σημειωθεί ότι αυτή ήταν η τρίτη φορά που η Βουλγαρία κατελάμβανε εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα, αποκτώντας έξοδο στις «θερμές θάλασσες», αλλά η πρώτη φορά χωρίς πόλεμο..
(Συνεχίζεται)
Αρχικά, με αναγγελία του ίδιου του Μ. Μουσολίνι στις 10 Ιουνίου 1941 γινόταν γνωστό ότι μετά από συμφωνία και της Γερμανικής Κυβέρνησης η κατάληψη της Ελλάδος και η στρατιωτική της διοίκηση θα ανήκε στην Ιταλία διότι μεταξύ άλλων «..η Ελλάς αποτελεί μέρος του μεσογειακού ζωτικού χώρου της Ιταλίας». Στις 24 Ιουνίου έγινε η εγκατάσταση των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών κατοχής. Την πολιτική Διοίκηση ανέλαβε ο Πελεγκρίνο Κίτζι, στέλεχος του Φασιστικού Κόμματος ενώ ως Στρατιωτικός Διοικητικής τοποθετήθηκε ο Στρατηγός Τσελόζο, Διοικητής της 11ης Ιταλικής Στρατιάς.
Η κατάσταση αυτή άλλαξε σε λίγες εβδομάδες καθώς μετά από παρέμβαση του ανώτατου Γερμανού Στρατιωτικού Διοικητή στην Ελλάδα αναδιαμορφώθηκε η κατοχική παρουσία των Γερμανών και των Ιταλών. Με την νέα διάρθρωση η Γερμανοί αναλάμβαναν την πρωτοκαθεδρία, πολιτική και στρατιωτική, σε όλη την Ελλάδα την οποία και γενικά διατήρησαν και μετά την υποδιαίρεση της Ελλάδος, για λόγους επιφανειακά πρακτικούς-στρατιωτικούς αλλά κατά βάθος πολιτικούς, σε τρεις ζώνες κατοχής. Η Ιταλία είναι γνωστό ότι δεν έκρυβε τις βλέψεις της στην Ήπειρο και στα νησιά του Ιονίου Πελάγoυς. Τη «διοίκηση» της Ανατολικής Μακεδονίας και του μεγαλύτερου μέρους της Θράκης, εκτός ενός τμήματος του ν. Έβρου, ανέθεσαν οι Γερμανοί στη σύμμαχό τους από παλιά Βουλγαρία, διατηρώντας έτσι τις εθνικιστικές ορέξεις των Βουλγάρων, ζωντανές. Μετά από αυτά, και παρά τον χωρισμό του Ελλαδικού χώρου σε τρεις ζώνες, οι Γερμανοί όρισαν τον Άλτεμπουργκ ως γενικό Αρμοστή, ως ανωτάτη πολιτική Αρχή κατοχής στη χώρα και ως Στρατιωτική Αρχή τον εκάστοτε Διοικητή της 12ης Γερμανικής Στρατιάς. (ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, 2011(1973)., Τόμ. 1, σελ.121).
Οι τρεις ζώνες στις οποίες διαιρέθηκε η Ελλάδα ήταν:
1. Η Γερμανική Ζώνη που περιελάμβανε: Την Κρήτη εκτός της Σητείας, την Αττική με τα νησιά Αργο-Σαρωνικού, Κυκλάδες, Β. Σποράδες, τα νησιά του Αιγαίου, ζώνη του ν. Εβρου (τα 2/3 του νομού Έβρου), ολόκληρη την Κεντρική και Δυτική Μακεδονίας εκτός τμημάτων στους νομούς Καστοριάς, Κοζάνης, Πιερίας και Σερρών.
2. Στην Ιταλική Ζώνη υπάγονταν: Τα Ιόνια Νησιά, η Πελοπόννησος, η Ήπειρος, η Θεσσαλία (εκτός των Β. Σποράδων), η Στερεά Ελλάδα (εκτός Αττικής) και το σύνολο σχεδόν του νομού Πιερίας – πλην μίας μικρής λωρίδας βόρεια του Αλιάκμονα, το 1/5 του ν. Καστοριάς, το 1/3 του νομού Κοζάνης και το 1/5 του ν. Σερρών.
3. Στην Βουλγαρική Ζώνη υπάγονταν: Οι νομοί Ξάνθης, Ροδόπης και το 1/3 του ν. Έβρου αλλά και οι νομοί Δράμας, Καβάλας και τα 4/5 του ν. Σερρών της Ανατολικής Μακεδονίας.
Με βάση αυτή την υποδιαίρεση στη Γερμανική Ζώνη ανήκε έκταση περίπου 45.000 τετρ. χλμ. και 3.3 εκατ. κάτοικοι, στην Ιταλική Ζώνη 75.000 τετρ. χλμ και 3.25 εκατ. κάτοικοι και, τέλος, στη Βουλγαρική Ζώνη 13.400 τετρ. χλμ. και 765.000 κάτοικοι.
Το παράδοξο της Βουλγαρικής Κατοχής.
Η Ιταλία και η Γερμανία ήταν δύο χώρες που κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδος μετά την άρνησή της να επιτρέψει την «ειρηνική» είσοδο των στρατευμάτων τους στην χώρα. Καταλαμβάνοντας την χώρα, μετά από πόλεμο, οι Γερμανο-Ιταλοί κατακτητές ήταν υποχρεωμένοι, να λειτουργούν με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Το οποίο ούτως ή άλλως δεν εφάρμοζαν αλλά δεν έπαυαν να τους κατηγορούν οι Σύμμαχοι ότι θα είναι υπόλογοι στην Διεθνή κοινότητα ως παραβάτες του.
Στην περίπτωση της Βουλγαρίας δεν ίσχυε ουσιαστικά το Διεθνές Δίκαιο του Πολέμου αφού σ΄ αυτήν παραχωρήθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές ένα τμήμα του καταληφθέντος από εκείνους Ελληνικού χώρου. Η Βουλγαρία μπήκε στην Ελλάδα και κατέλαβε το χώρο αυτό χωρίς ποτέ να κηρύξει πόλεμο ή να υπάρξουν εχθροπραξίες και χωρίς να απευθύνει αμέσως πριν οιαδήποτε προειδοποίηση ή τελεσίγραφο ή αφού είχε διατυπώσει κάποιες απαιτήσεις. Βεβαίως είναι γνωστές από παλαιά οι εδαφικές βλέψεις των Βουλγάρων στην περιοχή ανατολικά του Στρυμόνα και δύο φορές στη σύγχρονη ιστορία και ιδιαίτερα τα χρόνια της υποχώρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Βούλγαροι αν και «σύμμαχοι» των Ελλήνων προσπάθησαν και την περίοδο 1912-13 και 1916-18 διά των όπλων να αποκτήσουν πρόσβαση- έξοδο στη Μεσόγειο και να δημιουργήσουν με τον εκβουλγαρισμό – αλλοίωση του δημογραφικού, διοικητικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές αλλαγές με τη βία κλπ – τετελεσμένες καταστάσεις. Tην τρίτη φορά, σιωπηρά, οι Βούλγαροι μπήκαν στην Ελλάδα, ακολουθώντας απλώς τους Γερμανούς και εγκαταστάθηκαν εκεί που τους υπέδειξαν οι Γερμανοί στην Ανατολική Μακεδονία επί της οποίας των ενδιαφέρον των Βουλγάρων τους ήταν γνωστό. Στην περιοχή που εγκαταστάθηκαν δεν προσπάθησαν, με κάποια «διατάγματα», διαταγές κλπ., να κηρύξουν απλώς τις κατεχόμενες περιοχές ως «βουλγαρικό έδαφος» όπως έκαναν οι Ιταλοί, αλλά προσπάθησαν να αλλοιώσουν τη δημογραφική σύνθεση του πληθυσμού μεταφέροντας και εγκαθιστώντας Βουλγάρους εποίκους, εγκαθιστώντας βουλγαρικές διοικητικές αρχές – διορίζοντας Νομάρχες και Δημάρχους, Βουλγάρους χωροφύλακες κλπ. -, αξιώνοντας τη χρήση της βουλγάρικης γλώσσας στα σχολεία, στις επιγραφές, στις οδούς, στα τοπωνύμια, στους τάφους .. αντικατέστησαν με Βουλγάρους του Έλληνες ιερείς επιβάλλοντας σε βάρος των Ελλήνων ένα πλήθος εξευτελισμών, βιαιοπραγιών και δολοφονιών. (Έκθεση Καθηγητών Παν/μίου, 1945).
Σιωπηρή, χωρίς ούτε έναν πυροβολισμό, έγινε η εγκατάσταση των Βουλγάρων από τους Γερμανούς στην Ανατολική Βόρειο Ελλάδα. Σιωπηρή, σύντονη, ταχεία, μεθοδική και ανελέητη ήταν η προσπάθεια ενσωμάτωσης της περιοχής στην Βουλγαρία. Στόχος, η δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων για χρήση μετά το πέρας του πολέμου. Την πολιτική του εκβουλγαρισμού την άρχισαν αμέσως μετά την εγκατάστασή τους από τους Γερμανούς, χωρίς καμιά καθυστέρηση, ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού του 1941.
Η ευρισκόμενη στην εξορία Ελληνική Κυβέρνηση αντέδρασε έστω και με μικρή καθυστέρηση στην παράδοξη αυτή περίπτωση, εισβολής και κατοχής, δηλαδή, τμήματος μιας χώρας από μία άλλη χώρα χωρίς κήρυξη πολέμου κλπ. Έτσι, στις 2 Ιουλίου 1941, ο Έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο ενημέρωνε τον Υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας Άντονυ Ήντεν ότι μετά την κατάληψη εδαφών «..φου Ελληνικού Βασιλείου υπό του βουλγαρικού στρατού, πράξεις αγριότητας και βίας εκτελούνται εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού των εν λόγω περιοχών», η Ελλάδα θεωρούσε ότι ίσχυε «..εμπόλεμος κατάστασις μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας, από της ημερομηνίας καθ΄ήν η Βουλγαρία κατέλαβεν ελληνικά εδάφη…». Ας σημειωθεί ότι αυτή ήταν η τρίτη φορά που η Βουλγαρία κατελάμβανε εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα, αποκτώντας έξοδο στις «θερμές θάλασσες», αλλά η πρώτη φορά χωρίς πόλεμο..
(Συνεχίζεται)