...παροιμία
«Τρία πράγματα εχάλασαν την Ρωμανίαν όλην: ο φθόνος η φιλαργυρία και η κενή ελπίδα», σημειώνει άγνωστος ποιητής μετά την Άλωση της Πόλης.
Μπορεί όμως τότε ο λαός να θρηνεί και να στενάζει για το μαγάρισμα της Βασιλεύoυσας Πόλεως από τους προγόνους του Ερντογάν, αλλά «ει και εάλω η Πόλις , το έθνος ουδαμώς, εξερριζώθη» κατά τον Νεκτάριο Ιεροσολύμων. Ανθεί και φέρει κι άλλο η Πονεμένη Ρωμηοσύνη, γιατί «έλαμπε η πίστις του Χριστού και το μυστήριον της ευσεβείας». (Κύριλλος Λούκαρις).
Το Γένος είχε πνευματικά αντισώματα, τα καντήλια έκαιγαν, στα πετραχήλια του ταπεινού ιερέα, οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι Ρωμηοί, έβρισκαν παραμυθία και ανάπαυση. Χάθηκε η πολιτεία , η αυτοκρατορία, το έθνος συντρίβεται κάτω από τα σιδερένια πέλματα βάρβαρων κατακτητών, όμως στην θέση του προβάλλει το Γένος. Ο Ελληνισμός κάτω από την ασφυκτική πίεση της αμείλικτης πραγματικότητας, συσπειρώνεται στο Γένος.
Το Γένος!... Όποιος διαβάζει κείμενα της Τουρκοκρατίας και του ’21 συναντά συνεχώς την κατανυκτική αυτή λέξη. Την καταγράφουν οι σκλάβοι Ρωμηοί με δέος και χαρά, με πόνο και πάθος. Η λέξη περικλείει μεγαλείο και μαρτύριο, θρίαμβο και κατατρεγμό. Κρύβει στα φυλλώματά της, όχι μόνο το παρόν, αλλά και το ένδοξο παρελθόν και την ελπίδα. Είναι λέξη αναστάσιμη. Υποδηλώνει και τον ηρωικώς μαχόμενο τελευταίο αυτοκράτορα, αλλά και τον μαρμαρωμένο βασιλιά.
Το Γένος, εν μέσω ερειπίων, σπεύδει και παρηγορεί το Ρόδον το Αμάραντο της Ορθοδοξίας, την Θεοτόκο, βέβαιο για το Ποθούμενο. «Σώπασε Κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις/πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι». Είναι το χερουβικό του Γένους που θεριεύει στα πικρά κα μαυροφόρα χρόνια της αιχμαλωσίας, την αποσταμένη ελπίδα. Μέσα από τα χαλάσματα άνθησε τότε η Ρωμανία.
Τώρα και πάλι φθόνος και φιλαργυρία και κενές ελπίδες. Αυτά τα τρία «χαλούν» και πάλι...πώς να γράψουμε, όπως ο άγνωστος ποιητής, την Ρωμανία. Είμαστε σήμερα Ρωμανία; χώρα των Ρωμηών; Ναι, υπάρχουν πολλές ομοιότητες της τωρινής εποχής με την προ της αλώσεως της Πόλης κατάσταση.
Και τότε ο φθόνος. (Ο Θεός μας χαρίζει αφθόνως, άφθονα τα αγαθά του. Κι εμείς φθονούμε, φθίνουμε, λιώνουμε). Θα γράψει το 1350 ο λόγιος Δημ. Κυδώνης: «Στην χώρα μας αυτοί που την κυβερνούν, έχουν την δύναμη των σεισμών και λοιμών και όλοι εύχονται να ιδούν το κακό του γείτονα. Ειρήνη υπάρχει μόνο με τους εχθρούς και συνεχής πόλεμος εναντίον των ομοεθνών και ο καθένας εδώ είναι θρασύς και έτοιμος να αρπάξει τα όπλα εναντίον των συγγενών του». (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία, Ι, εκδ. Β’, σελ. 53). Είναι αλήθεια ότι οι άθλιες οικονομικές συνθήκες δοκιμάζουν πολύ σκληρά και τις ανθρώπινες σχέσεις. Δεν υπάρχει αγάπη , αδελφών ομόνοια «ουδαμού σπλάγχνον χριστιανικόν, ουδαμού δάκρυον συμπαθές» θρηνολογεί ο Ιωσήφ Βρυέννιος. (Βακαλόπουλος, σελ.164). Κόντεψε να φτάσει στον αφανισμό και στον όλεθρο το έθνος από τα πρώτα βήματα της Επανάστασης του 21’ εξαιτίας του φθόνου των καπεταναίων. Τότε έγραψε ο Οδ. Ανδρούτσος στον Κολοκοτρώνη βλέποντας να ερίζουν οι Πελοποννήσιοι για πρωτοκαθεδρίες: «Σας στέλνω τον Δράμαλη με 30.000 ασκέρι να μονοιάσετε». (Ας το θυμόμαστε και σήμερα. Μόνο που δεν υπάρχουν πια Κολοκοτρωναίοι).
Το χειρότερο είναι «η κενή ελπίδα». Πριν από την Άλωση ελπίζαμε σε βοήθεια από τους Φράγκους. Στην ψευτοσύνοδο της Φερράρας- Φλωρεντίας (1438-1439) παραδώσαμε τα άγια τοις κυσί. Ευρέθη ο στύλος της Ορθοδοξίας άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η τιμή της Εκκλησίας και του Γένους σώθηκε. Υπέγραψαν «οι δείλαιοι εθελοακουσίως» την υποταγή στον πάπα ελπίζοντας βοήθεια κατά των Τούρκων. Τίποτε δεν έγινε. Οι δυτικοί δεν επιθυμούσαν αναμέτρηση με τους Τούρκους, γιατί δεν αντιμετωπίζουν οι ίδιοι άμεση απειλή. Μισούν τους ασεβείς και σχισματικούς «Γραικούς» και βέβαια επιθυμούν καλές σχέσεις με τους Τούρκους μωαμεθανούς, γιατί οι οικονομικές σχέσεις και διεισδύσεις στο χώρο της Μ. Ασίας και της ανατολικής Μεσογείου αποτελούν πηγή πλούτου. «Μη βαυκαλίζεσθε» γράφει ο Βρυέννιος «με μάταιες ελπίδες ότι συμμαχικά στρατεύματα θα έρθουν από την Δύση να μας σώσουν. Αλλά και αν εκστρατεύσουν δεν θα το κάνουν για να μας υπερασπιστούν, όπως λένε, αλλά για να καταστρέψουν τις πόλεις μας και το Γένος μας, για να εξαφανίσουν ακόμα και το όνομά μας». (Κ. Σιμόπουλου, Ξενοκρατία, σελ. 289). Πόσες «κενές ελπίδες», «άδεια καρύδια κι ασκιά γιοματ’αγέρα» (Μακρυγιάννης/ δεν πιστέψαμε τα τελευταία χρόνια;
«Ρίζα πάντων των κακών εστιν η φιλαργυρία» θα γράψει ο απ. Παύλος (Α΄, Τιμ. 6,10). Λίγο πριν από την Άλωση καλεί και παρακαλεί ο Ιωσήφ Βρυέννιος τους πλούσιους να ανοίξουν τα θησαυροφυλάκιά τους και να βοηθήσουν στην επισκευή των τειχών της Πόλης. «Δέκα μονάχα από σας θα μπορούσατε να έχετε ξανακαινουργώσει τα τείχη που έχουν ερειπωθεί». « Οι πλούσιοι», γράφει ο καθ. Βακαλόπουλος , «την εποχή εκείνη, ενώ κατέρρεαν τα τελευταία υπολείμματα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ξένοι τελείως προς το πνεύμα του Χριστιανισμού ήταν σκληρότεροι απέναντι στους φτωχούς και ταπεινούς της ζωής».(Απ. Βακαλόπουλος, ο χαρακτήρας των Ελλήνων, σελ.80). «Οι άρχοντες συμμετέχουν στις παρανομίες, οι διαχειριζόμενοι τα κοινά είναι κλέφτες...» συνεχίζει ο αείμνηστος καθηγητής στο σπουδαίο βιβλίο του. Για να σημειώσει αυτό που προλογικά γράψαμε «Οι χρόνοι της Τουρκοκρατίας, χρόνοι διωγμών των Ελλήνων, των χριστιανών, διαχέουν σ’ αυτούς έντονη θρησκευτική πνοή στην καθημερινή τους ζωή και κάνουν αυστηρότερα τα ήθη». Η Εκκλησία γίνεται το καταφύγιο των ψυχών, ώστε να λέγει ο πατριάρχης Ιερεμίας Β’ (1572-1594): «ει και δουλεία το Γένος ημών υπέπεσεν αλλ’ευσεβεία ανένευσεν». (=αναβιώνω, ανασηκώνομαι). Δύο μόνο θα πω για το σήμερα γεγονότα, που εξεικονίζουν την κατάπτωση αρχόντων και λαού. Οι φοβερές καταγγελίες του καθηγητή κ. Κριμιζή για τις πλεκτάνες του νεοϊδρυθέντος οργανισμού για το διάστημα και η αποκάλυψη της σπείρας των φαρμάκων του καρκίνου. Δείγμα της τωρινής απελπιστικής κατάστασης είναι το εξής: Κάποτε το δίλημμα ήταν «να κλέψω ή να μην κλέψω» Τώρα... προόδευσε. Το ερώτημα του καθάρματος είναι «θα με πιάσουν ή δεν θα με πιάσουν».
Ξεβαφτιστήκαμε και ξεμυρωθήκαμε για να γίνουμε Ευρωπαίοι και… να οι προκοπές μας!! Μας πετούσαν όπως τα σκυλιά ένα ξεροκόκκαλο οι ποικιλώνυμοι κομματάρχες-πρωθυπουργοί και εμείς σπεύδαμε, τυφλωμένοι, σ’ αυτό, τρέφαμε κενές ελπίδες, αφήνοντας τιμημένα πρωτοτόκια. «Ανήκομεν εις την Δύσιν» (Καραμανλής), «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» (Ανδρέας), «εκσυγχρονισμός» (Σημίτης), «επανίδρυση του κράτους» (νέος Καραμανλής), «θα σχίσω τα Μνημόνια» (Αλέξης) και τόσες άλλες κενές τιποτολογίες. Και στο τέλος «μηδέν στο πηλίκιο» από τον ανεπρόκοπο, του «λεφτά υπάρχουν», ΓΑΠ.
Κάποτε πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά, κολοκοτρωναίικα. Έλεγε ο Γέρος του Μοριά γύρω στο 1810: «Ό,τι κάμουμε θα το κάμουμε μονάχοι και δεν έχομε καμιά ελπίδα από τους ξένους». Θα συμπληρώναμε κι από τους ημέτερους τοποτηρητές τους, μνημονιακούς λακέδες.
Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς