Ένα τραγικό γεγονός φούντωσε για άλλη μια φορά τα πάθη και δίχασε την -πάντα έτοιμη να διχαστεί- κοινή γνώμη.
Ο φόνος του βορειοηπειρώτη Κωνσταντίνου Κατσίφα από τα πυρά της Αλβανικής αστυνομίας. Και τι δεν ακούστηκε, αμέσως μόλις έγινε γνωστό το συμβάν και προτού ακόμα έρθει στο φως η παραμικρή λεπτομέρεια για τις συνθήκες και τον τρόπο με τον οποίο σκοτώθηκε.
Τα δυο στρατόπεδα -όχι «σαν», αλλά πραγματικά- έτοιμα από καιρό, όμως καθόλου «θαρραλέα», σχηματίστηκαν εν ριπή οφθαλμού, κραυγάζοντας: «εθνικιστής!», «φασίστας!», «χρυσαυγίτης!» από τη μια μεριά και «ήρωας!», «παλικάρι!», «θάνατος στους Αλβανούς!» από την άλλη. Οι δυο αυτοί πόλοι που εδώ και πολύ καιρό έχουν καταφέρει να κυριαρχούν σε οποιαδήποτε συζήτηση για οποιοδήποτε εθνικό μας θέμα. Τα δυο -φαινομενικά- αντίθετα στρατόπεδα, που όμως συνεργάζονται τόσο αρμονικά για τη συσκότιση της αλήθειας και την αλλοίωση κάθε εθνικής μας υπόθεσης, κάθε πατριωτικού προτάγματος.
Από τη μια μεριά λοιπόν, οι γνωστοί μας «αριστερούληδες», της συνωμοταξίας των «αντίφα». Η ετυμηγορία βγήκε αμέσως: «ήταν χρυσαυγίτης!». Χαρακτηρισμός που είναι τουλάχιστον αστείος, αν σκεφτεί κανείς το τρόπο δράσης του εν λόγω μορφώματος. Στα σοβαρά, τώρα, έχετε δει ποτέ χρυσαυγίτη να βγαίνει ΜΟΝΟΣ του και να υπερασπίζεται τα -όποια- πιστεύω του μέχρις εσχάτων, και μάλιστα με κίνδυνο της ζωής του; Όσο κι αν ψάξουμε, δεν θα βρούμε ούτε έναν. Όλη τους η «παλικαροσύνη» εξαντλείται στο να μαζεύονται τουλάχιστον καμιά δεκαριά μαζί, για να πλακώσουν στο ξύλο κανέναν δύσμοιρο Πακιστανό! Από πού προέκυψε ο χαρακτηρισμός του χρυσαυγίτη; Μήπως το είχε δηλώσει ο ίδιος ο Κατσίφας; Όχι, απ’ όσο ξέρουμε, δεν φαίνεται πουθενά κάτι τέτοιο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο χαρακτηρίστηκε έτσι, είναι επειδή οτιδήποτε φέρει ελληνική σημαία, ή υπερασπίζεται εθνικά προτάγματα, αυτομάτως χαρίζεται από τους λεγόμενους διεθνιστές, στο νεοναζιστικό μόρφωμα.
Αυτό το «δωράκι», το δέχεται ευχαρίστως η πλευρά των εθνικοφρόνων-φιλοφασιστών-φιλοναζί-φιλοχουντικών (και λοιπών συμπαρομαρτούντων) και φροντίζει να το εκμεταλλεύεται με τον χειρότερο τρόπο. Κραυγές, βρισιές, ρατσιστικό παραλήρημα εναντίον των Αλβανών, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας όπου κυριαρχούν συνθήματα... μεστά πολιτικού νοήματος, όπως «1, 2, 3, γ***ται η Αλβανία!» Πού αποσκοπούν, αλήθεια, όλα αυτά; Μήπως στο να φωτίσουν καλύτερα τις, εν πολλοίς, άγνωστες πτυχές των εθνικών μας ζητημάτων; Μήπως στο να υπερασπιστούν δυναμικά τα δίκια του ελληνισμού, να συσπειρώσουν τον λαό για να αγωνιστεί για την κατάκτησή τους; Ούτε κατά διάνοια.
Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Γιατί, ποιος λογικός άνθρωπος, με δημοκρατικά αισθήματα και με αγάπη γι’ αυτήν τη χώρα θα μπορούσε να ταυτιστεί και να κινητοποιηθεί με αυτόν τον οχετό; Έτσι λοιπόν, το καθένα από αυτά τα δυο στρατόπεδα αυτοδικαιώνεται μέσα από την αντιπαράθεσή του με το άλλο, αλλά και τα δυο μαζί, σε αγαστή συνεργασία, φροντίζουν να κάνουν τόση φασαρία, που να μην μπορεί να ακουστεί καμία άλλη φωνή.
Περίσσια είναι και η υποκρισία και από τις δύο πλευρές. Οι μεν εθνικιστές κόπτονται για τα δεινά της σκλαβωμένης Βόρειας Ηπείρου, αλλά δεν θα τολμήσουν να πουν κουβέντα για τις μεγάλες δυνάμεις που, για τα δικά τους συμφέροντα, πίεσαν ώστε το πρωτόκολλο της Κέρκυρας να μείνει στα χαρτιά και να μην εφαρμοστεί ποτέ. Ούτε βέβαια θα πουν λέξη τώρα, που οι ίδιες αυτές μεγάλες δυνάμεις έχουν θέσει όλη την Ελλάδα υπό κατοχή, σε συνεργασία με τις ντόπιες μαριονέτες τους που παριστάνουν τις ελληνικές κυβερνήσεις. Οι ίδιες αυτές μεγάλες δυνάμεις ανακατεύουν πάλι την τράπουλα στην «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης», τα Βαλκάνια, διαλύοντας τα κράτη είτε με τα όπλα, όπως στη Γιουγκοσλαβία, είτε με οικονομικά μέσα, όπως στην Ελλάδα. Θα τους ακούσετε να ωρύονται με μένος «γουρούνια Αλβανοί», αλλά για τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, θα λένε πάντα τα καλύτερα! Κατά τ’ άλλα, «Ζήτω η Ελλάς»!
Οι δε «αγωνιστές της αριστεράς και των δικαιωμάτων» έχουν αναπτύξει μια... υπερφυσική ικανότητα να ανακαλύπτουν τον φασισμό στην κάθε παραμικρή πτυχή της καθημερινότητας, σε κάθε αποστροφή του καθημερινού λόγου και να μάχονται με πάθος για να τον εξοβελίσουν, αλλά είναι εντελώς ανίκανοι να τον δουν όταν ορθώνεται ολοφάνερα μπροστά στα μάτια τους και στρέφεται εναντίον των Ελλήνων. Τότε, όχι μόνο δεν στρέφονται ενάντιά του, αλλά και υιοθετούν άκριτα τη λογική και τα επιχειρήματά του. Έτσι και τώρα, στην περίπτωση του Κατσίφα, δεν διστάζουν να αναπαράγουν την εκδοχή της αλβανικής αστυνομίας, που ενοχοποιεί για τον φόνο το ίδιο το θύμα!
Το πιο ενδιαφέρον στην περίπτωσή τους -και εδώ θα σταθούμε- είναι ότι αυτή η πλευρά εμφανίζεται ως υπέρμαχη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Παλαιστινίων. Φυσικά, αυτό είναι προς τιμήν τους, ο αγώνας των Παλαιστινίων είναι δίκαιος και αξίζει κάθε δυνατή υποστήριξη, αλλά αυτό που εντυπωσιάζει είναι τα δυο μέτρα και δυο σταθμά στις απόψεις που εκφράζουν. Ο Παλαιστίνιος που υψώνει περήφανα τη σημαία του μπροστά στα ισραηλινά πυρά, είναι ήρωας και δοξάζεται. Ο Έλληνας που ύψωσε τη σημαία στους Βουλιαράτες και δέχτηκε τη σφαίρα κατάστηθα, είναι φασίστας και «πήγαινε γυρεύοντας». Ο ισραηλινός στρατός που σκοτώνει τους Παλαιστίνιους διαδηλωτές είναι φασιστικός και απάνθρωπος. Στην περίπτωση όμως του Βορειοηπειρώτη, ο «φασίστας» είναι το θύμα, άρα, προφανώς, το κράτος που τον δολοφόνησε είναι «δημοκρατικό» και «προοδευτικό», άσε που γλίτωσε τον κόσμο από ένα ακόμα «εθνίκι». Και ο κατάλογος των αντιφάσεων δεν έχει τέλος...
Οι Έλληνες φίλοι του Παλαιστινιακού αγώνα γνωρίζουν πολύ καλά την ιστορία πίσω από τις χρονολογίες 1948 και 1967. Δύο χρονιές που σημάδεψαν την τύχη της Παλαιστίνης. Το 1948: η χρονιά της μεγάλης καταστροφής, της «Νάκμπα», του μεγάλου διωγμού και της σφαγής που σηματοδότησε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Το 1967, μετά τον πόλεμο των 6 ημερών, διαμορφώθηκαν τα λεγόμενα «σύνορα του 1967», ανάμεσα στο κράτος του Ισραήλ και το υπό διαμόρφωση Παλαιστινιακό κράτος. Η απόφαση για ίδρυση δύο κρατών στην περιοχή είχε παρθεί από τον ΟΗΕ ήδη από το 1947 και όριζε ως Παλαιστινιακό κράτος τρεις εδαφικές περιοχές, μεταξύ των οποίων η Λωρίδα της Γάζας και η Δυτική Όχθη, με πρόβλεψη για ανεξαρτητοποίησή τους τον Αύγουστο του 1948. Αλλά ακόμα και αυτό, το «κουτσουρεμένο» κράτος της Παλαιστίνης, δεν ανεξαρτητοποιήθηκε ποτέ, αντίθετα κουτσουρεύτηκε ακόμα περισσότερο, μέχρις εξαφανίσεως. Με τη Νάκμπα του 1948, με τον πόλεμο των 6 ημερών του 1967, με τις συνεχείς επεκτάσεις των Ισραηλινών εποικισμών, με τις κατεδαφίσεις σπιτιών, αλλά και ολόκληρων χωριών, με τη συνεχή, βάναυση καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, έχουμε φτάσει στο σήμερα, όπου από τα λεγόμενα «σύνορα του 1967» δεν έχουν μείνει παρά σκόρπιες κουκίδες στον χάρτη...
Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά, όπως και η ζοφερή κατάσταση την οποία βιώνουν καθημερινά οι Παλαιστίνιοι, υπό το φασιστικό καθεστώς του Ισραήλ, και γι’ αυτό δίκαια οι φίλοι του Παλαιστινιακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα υψώνουν με περηφάνια τη σημαία της Παλαιστίνης.
Ωστόσο, η σημαία της Αυτόνομης Βόρειας Ηπείρου, με την εμβληματική χρονολογία 1914, για πολλούς δεν είναι παρά μια σημαία «που την υπερασπίζονται οι χρυσαυγίτες»!
Στις αρχές του 1914 και, αφού οι μεγάλες δυνάμεις είχαν επιδικάσει τη Βόρεια Ήπειρο στο υπό διαμόρφωση Αλβανικό κράτος, η ελληνική κυβέρνηση -μάλλον μετά από «σκληρή διαπραγμάτευση»- αποδέχθηκε να αποχωρήσει ο ελληνικός στρατός από την περιοχή, με αντάλλαγμα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την ισχυρή αντίδραση των Βορειοηπειρωτών, οι οποίοι οργανώθηκαν και εξεγέρθηκαν για την απελευθέρωσή τους. Μετά από έντονες συγκρούσεις, στις 17 Φεβρουαρίου 1914, ανακηρύχθηκε η αυτονομία της Βόρειας Ηπείρου και υψώθηκε για πρώτη φορά η σημαία με τον δικέφαλο αετό και τον γαλανόλευκο σταυρό στο Αργυρόκαστρο. Οι μάχες συνεχίστηκαν, μέχρι που τον Μάιο του 1914 υπογράφηκε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, που αναγνώριζε την Αυτόνομη Βόρεια Ήπειρο, υπό τη διοίκηση του Αλβανικού κράτους, και έγινε αποδεκτό και από τις μεγάλες δυνάμεις τον Ιούλιο του ίδιου έτους.
Βέβαια, τα βάσανα της Βόρειας Ηπείρου δεν τελείωσαν εδώ. Παρότι οι μεγάλες δυνάμεις προέτρεψαν την Ελλάδα να ανακαταλάβει τη Β. Ήπειρο -το οποίο και έγινε στις 17 Οκτωβρίου του 1914- παρότι «έταξαν» τη Βόρεια Ήπειρο στην Ελλάδα αν η τελευταία συμμετείχε στο πλευρό τους στον Α’ΠΠ, παρότι η Ελλάδα συμμετείχε στο πλευρό των «συμμάχων» και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και παρότι απελευθέρωσε για άλλη μια φορά τη Βόρεια Ήπειρο το 1940-41, κατά το Αλβανικό Έπος, η Β. Ήπειρος δεν προσαρτήθηκε ποτέ στην επικράτεια του ελληνικού κράτους, παρά για ένα πολύ σύντομο διάστημα που έληξε άδοξα. Όσο για την «αυτονομία» της και τα δικαιώματα της ελληνικής κοινότητας, καταπατήθηκαν κατάφωρα από το αλβανικό κράτος.
Στην Αλβανία δεν χτίστηκε τείχος γαι να χωρίσει τους Έλληνες από τους Αλβανούς, όπως έγινε στην Παλαιστίνη. Δεν υπάρχουν σε κάθε γωνιά πάνοπλοι στρατιώτες, έτοιμοι να πυροβολήσουν ακόμα και μικρά παιδιά με την παραμικρή αφορμή. Δεν υπάρχουν ακόμη και τα πάμπολλα «σημεία ελέγχου» που εμποδίζουν τους Παλαιστίνιους να μετακινηθούν στην ίδια τους τη χώρα. Ούτε βέβαια υπάρχει περιοχή αντίστοιχη της μαρτυρικής Γάζας, η οποία υφίσταται μια συστηματική γενοκτονία.
Η Αλβανία, η Ήπειρος, όπως και όλη η Ελλάδα υπέφερε τους αιώνες της σκληρής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Ηπειρώτες, από την εποχή του Σκεντέρμπεη μέχρι και το 1821, έκαναν πάνω από 30 ένοπλες εξεγέρσεις, ενώ όταν ξεκίνησε η Επανάσταση, την υποστήριξαν με κάθε τρόπο και πολέμησαν για τη λευτεριά της Ελλάδας. Όμως, η απελευθέρωση της Ελλάδας δεν έφερε και την απελευθέρωση της Ηπείρου, η οποία συνέχισε να πολεμά: Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος, Β’ Παγκόσμιος... τρεις ελπιδοφόρες απελευθερώσεις από τον ελληνικό στρατό... απανωτές απογοητεύσεις και προδομένες ελπίδες, για να βρεθεί και πάλι, ως μέρος του αλβανικού κράτους απομονωμένη, όχι με πέτρινο τοίχο, αλλά με αγκαθωτό συρματόπλεγμα στα χρόνια του καθεστώτος του Χότζα.
Διώξεις, φυλακές, εξορίες, στέρηση των πολιτικών και θρησκευτικών ελευθεριών, πλήρης αγνόηση του γεγονότος ότι εκεί υπάρχει μια αναγνωρισμένη εθνική μειονότητα, αγνόηση τόσο από το αλβανικό κράτος, όσο και από τις ελληνικές κυβερνήσεις.
Στη Δυτική Όχθη της Παλαιστίνης, οι ισραηλινές δυνάμεις κατοχής συνηθίζουν να πυροβολούν και να εκτελούν επί τόπου τον Παλαιστίνιο «παραβάτη», χωρίς να μπουν στον κόπο να τον συλλάβουν, να σχηματίσουν κατηγορητήριο, να περάσει από μια δίκαιη δίκη, όπως ορίζει το δικαιακό σύστημα κάθε ευνομούμενης πολιτείας. Μια πρακτική, η οποία από τον καιρό του Στάλιν, που τη χρησιμοποιούσε κατά κόρον για την εξόντωση των «εχθρών του λαού», πολιτογραφήθηκε με τον όρο «εξωδικαστική εκτέλεση». Μήπως αυτή η πρακτική μας θυμίζει κάτι από τα πρόσφατα γεγονότα στους Βουλιαράτες της Βόρειας Ηπείρου;
Συνηθίζουν επίσης οι ισραηλινές αρχές να παρακρατούν για πολύ καιρό τη σορό του θύματός τους και να μην την παραδίδουν στους συγγενείς για ταφή. Μήπως και αυτό μας θυμίζει κάτι;
Όχι, η Αλβανία δεν δημιουργήθηκε εκ του μη όντος με εισαγόμενους εποίκους από τις τέσσερις γωνιές της γης, όπως το Ισραήλ, αλλά, είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε ταιριάζει στα ιδεολογήματά μας είτε όχι, στη Δυτική Όχθη των Βαλκανίων υπάρχει μια αναγνωρισμένη εθνική μειονότητα, η οποία στερείται το πιο θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα: το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.
Στο «χωνευτήρι των φυλών» που υπήρξε για αιώνες η Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι λαοί επιβίωσαν ως διακριτές οντότητες, διαμορφώθηκαν ή εξαφανίστηκαν, με βάση το αν αντιστάθηκαν ή αν συμπορεύτηκαν με τον κατακτητή. Στην εποχή της Επανάστασης, η διάκριση ήταν μία: είτε πολεμούσες για την ελευθερία, ασχέτως εθνικής καταγωγής, είτε «τούρκευες», υποτασσόσουν στον αγά και στρεφόσουν ενάντια στους ίδιους τους συμπατριώτες σου. Οι εθνικές συνειδήσεις διαμορφώθηκαν μέσα από τον αγώνα για την ελευθερία του κάθε έθνους και οι μορφές που ξεχώρισαν ως ηρωικές στην ιστορία του κάθε λαού και συνέβαλαν στην αίσθηση συνοχής της ιστορικής του πορείας, ήταν αυτές που πρωτοστάτησαν σ’ αυτόν τον αγώνα και όχι αυτές που είχαν την «γνησιότερη» εθνική καταγωγή, ή αιματολογική συγγένεια. Ταυτόχρονα, αυτές οι μορφές λειτουργούν για τον κάθε λαό και ως πρότυπα συμπεριφοράς και στάσης ζωής.
Ασχέτως του τρόπου και των συνθηκών που οδήγησαν στη δημιουργία του αλβανικού κράτους, οι Αλβανοί επέλεξαν ως εθνικό τους ήρωα τον Σκεντέρμπεη και όχι κάποιον άλλο, υπάκουο διοικητή του σουλτάνου, όσο καλός διοικητής και αν υπήρξε. Οι Έλληνες διαμόρφωσαν την εθνική τους συνείδηση, επιλέγοντας ως πρότυπα τον Καραϊσκάκη, τον Μπότσαρη, τον Κολοκοτρώνη και τις άλλες εμβληματικές μορφές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και όχι τον οποιοδήποτε «γνήσια» ελληνικής καταγωγής εκτουρκισμένο γενίτσαρο, όσο γενναία και αν πολέμησε ο τελευταίος στο πλευρό πχ του Ομέρ Βρυώνη. Όσο για την Παλαιστίνη, είναι μάλλον απίθανο να γράψει με χρυσά γράμματα στην ιστορία της το όνομα του Μαχμούτ Αμπάς, παρότι κανείς δεν αμφισβητεί την καταγωγή του.
Ας το θυμόμαστε αυτό, τώρα που η νέα αυτοκρατορία απειλεί να εδραιωθεί, σε παγκόσμιο αυτή τη φορά επίπεδο, καταπίνοντας στο διάβα της, χώρες, λαούς και συνειδήσεις.
*Αθανασία Πέτσα
Μέλος του ΕΠΑΜ
Μέλος του ΕΠΑΜ