Του Γιάννη Τσαπουρνιώτη.
Παραμονή Χριστουγέννων και οι πρώτες νιφάδες χιονιού, δειλά-δειλά, αναπαύονταν στις στολισμένες γειτονιές της πόλης. Ο Γιάννης και η Μαρία είχαν ξυπνήσει πολύ νωρίς. Λαχταρούσαν να ξημερώσει για να ξαμοληθούν στους δρόμους ψέλνοντας τα κάλαντα.
Φέτος αυτή η μέρα είχε μια ιδιαίτερη σημασία για τα δυο αδέρφια. Ένα χρόνο τώρα οι γονείς τους ήταν άνεργοι. Αν και ήταν μικρά σε ηλικία, καταλάβαιναν το πρόβλημα. Ήξεραν πως μέσα από τις αντιξοότητες οι γονείς τους έκανα το παν, για να μη στερηθούν τα βασικά αγαθά από τη ζωή τους. Όμως, οι τελευταίες οικονομίες εξαντλούνταν κι αυτές.
Πριν από καιρό η Μαρία κρυφοκοιτώντας, είδε τη μητέρα της να κλαίει κουρνιασμένη στην αγκαλιά του πατέρα της, λέγοντας με πόνο ψυχής πως δεν αντέχει άλλο. Εκείνος την παρηγορούσε επικαλούμενος τη χάρη του Θεού.
«Έχει ο Θεός για όλους. Να είμαστε πρώτα υγιείς κι όλα θα γίνουν. Περιμένω από μέρα σε μέρα απάντηση από την εταιρεία. Μου έδωσαν ελπίδα για πρόσληψη, ας κάνουμε υπομονή».
Δυο μήνες πέρασαν από τότε κι απάντηση δεν ήρθε.
Χαρακτηριστικό ήταν και το γράμμα της Μαρίας στον Αι Βασίλη.
«Άγιε Βασίλη, σε παρακαλώ πολύ φέτος να μη μου φέρεις κανένα δώρο, κανένα παιχνίδι. Θέλω μόνο αν μπορείς να βοηθήσεις τον μπαμπά μου να βρει δουλειά, γιατί η μαμά στεναχωριέται πολύ και θα αρρωστήσει».
Αφού ήπιαν βιαστικά το γάλα τους, ξεκίνησαν για να κάνουν πράξη το σχέδιο τους. Ότι ποσό θα συγκέντρωναν θα το διέθεταν για τις ανάγκες της οικογένειας. Ήταν αποφασισμένα να γυρίσουν, σε όσο το δυνατό περισσότερα σπίτια και καταστήματα.
Τυλίχτηκαν με τα κασκόλ και τους σκούφους και ξεχύθηκαν στο δρόμο. Δεν τους έσκιαζε το τσουχτερό κρύο, όσο κι αν ροδοκοκκίνιζαν τα μάγουλα τους από την παγωνιά. Είχαν μέσα τους τη φλόγα της ελπίδας. Φέτος θα κάνανε Χριστούγεννα με τα δικά τους χρήματα.
Μα, δεν ήταν τα μόνα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων που με τα τρίγωνα, τις μελλόντικες, τις κιθάρες και τα ακορντεόν στόλιζαν με όμορφους ήχους κάθε μικρή και μεγάλη οδό της πόλης.
Ο Γιάννης και η Μαρία με ξεχωριστό ζήλο έβγαζαν από μέσα τους μια γλυκιά φωνή, μια μελωδία που αναζητούσε την ελπίδα μέσα από τη συλλογή των χρημάτων που έκρυβαν επιμελώς στις τσέπες τους.
Ξεκίνησαν από τις οκτώ το πρωί και κόντευε απόγευμα πια. Η μικρή Μαρία τρεμόπαιζε τα δόντια της από το κρύο κι ο Γιάννης κουμπωμένος δεν ήθελε να φανερώσει το δικό του τρέμουλο, προσπαθώντας να τις δώσει θάρρος. Δεν παρέλειπαν όμως να ευχαριστούν τον κόσμο, όσο μικρό κι αν το ποσό που εισέπρατταν από τον καθένα ξεχωριστά. Είχαν διδαχτεί από τους γονείς τους να απονέμουν τιμή και σεβασμό στους συνανθρώπους τους.
Μετά από πολλές ώρες ορθοστασίας ο Γιάννης, μην αντέχοντας να βλέπει άλλο την Μαρία ξεπαγιασμένη, την προτρέπει προσποιούμενος κούραση.
«Λέω να σταματήσουμε εδώ Μαρία. Είμαι κουρασμένος και η μαμά με τον μπαμπά θα μας περιμένουν με αγωνία. Μαζέψαμε ένα καλό ποσό. Ας γυρίσουμε σπίτι»
«Όπως θέλεις», απάντησε η Μαρία, που μόνο τα βλέφαρα της διατηρούσε εκτεθειμένα στο κρύο, για να μη χάνει την όραση της.
Καθώς βάδιζαν προς το σπίτι διέκριναν δυο κοριτσάκια να κλαίνε χωρίς σταματημό.
«Τι πάθατε κορίτσια; Γιατί κλαίτε; Σας πείραξε κανείς;»
«Τα κάλαντα!, τα κάλαντα!, μας κλέψανε τα κάλαντα!». Με παράπονο και σπαραγμό εξηγούσαν στα παιδιά πως δυο μεγαλύτερα αγόρια με ένα δυνατό σπρώξιμο τους απέσπασαν όλα τα χρήματα που είχαν συγκεντρώσει από το πρωί.
Στήνοντας ένα μικρό πηγαδάκι της στιγμής, ο Γιάννης με την αδελφή του αποφασίζουν να δώσουν μερικές από τις δικές τους «εισπράξεις» στα μικρά κορίτσια.
«Πάρτε αυτά τα κάλαντα και μη στεναχωριέστε. Γυρίστε σπίτι σας και να περάσετε Καλά Χριστούγεννα»
«Ευχαριστούμε πολύ! εσείς όμως…;».
«Εμείς έχουμε άλλα τόσα. Δεν πειράζει, μας φτάνουν εμάς».
«Ευχαριστούμε πολύ, ευχαριστούμε! Καλά Χριστούγεννα».
Τα είχαν ανάγκη αυτά τα χρήματα, έστω κι αν δεν ήταν αρκετά. Η πράξη τους όμως τους έκανε να αισθάνονται πλούσια στην καρδιά τους.
Πλησιάζοντας πλέον στη γειτονιά τους κοντοστέκονται, σα να ήταν συνεννοημένα, έξω από ένα χαμηλόσπιτο, όπου έμενε μόνη της μια γριούλα, η κυρά Μαρία. Την έβλεπαν εδώ και καιρό να υποφέρει από το κρύο και την πείνα. Οι γείτονες, όσο μπορούσαν, την βοηθούσαν προσφέροντας την καθημερινά ένα πιάτο φαγητό.
Βάζοντας το σχέδιο τους σε εφαρμογή, μπήκαν γρήγορα-γρήγορα στο παντοπωλείο του κυρ Παντελή και γέμισαν μια σακούλα με τρόφιμα. Με καμάρι και χαρά, τα προσέφεραν στην ηλικιωμένη γυναίκα εύχοντας την καλές γιορτές.
«Σας ευχαριστώ αγγελούδια μου, να σας χαίρονται οι γονείς σας». Συγκινημένη η γριούλα τα χαιρέτησε κι αυτά πήραν το δρόμο για το σπίτι.
Πλέον αντιλήφθηκαν ότι τα χρήματα, που τους απέμεναν, δεν έφταναν για να στήσουν το γιορτινό τραπέζι, όπως ονειρεύονταν και λαχταρούσαν.
Μα μόλις πλησίασαν στο σπίτι τους δεν πίστευαν στα μάτια τους. Λαμπάκια αναμμένα στόλιζαν τα κάγκελα του μπαλκονιού και μαζί με ένα Άγιο Βασίλη σκαρφαλωμένο σε μια σκάλα, έδιναν ένα διαφορετικό χρώμα, μια άλλη ζωντάνια στο σπίτι τους.
Ο Γιάννης κοιτά ξαφνιασμένος τη Μαρία που έμεινε με ανοιχτό το στόμα, δίχως να πιστεύει αυτό που συνέβαινε στην πραγματικότητα.
Μόλις πλησίασαν στην εξώπορτα, μια θεσπέσια ευωδία εξέρχονταν από το παράθυρο της κουζίνας και ζάλιζε την όσφρηση τους. Ένα όμορφο χριστουγεννιάτικο τραπεζομάντιλο συνόδευε το τραπέζι, που είχε γεμίσει από εδέσματα, τέτοια, που ούτε στον ύπνο τους δεν φαντάζονταν τον τελευταίο καιρό. Κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο ξεχώριζαν και τα δώρα του Αι Βασίλη.
Οι γονείς τους αγκαλιασμένοι τους ανήγγειλαν το ευχάριστο νέο.
«Πήραν τον μπαμπά στην δουλειά».
Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στα κατακόκκινα μάγουλα τους. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, έγιναν ένα κουβάρι. Δεν περίμεναν καλύτερο δώρο αυτή τη μέρα.
Κρατώντας το ένα αδελφάκι το χέρι του άλλου κατευθύνθηκαν στην εικόνα της Παναγίας με το μικρό Χριστούλη στην αγκαλιά, προσευχόμενα και ευχαριστώντας την για το ανέλπιστο δώρο.
Ήταν τα πιο ζεστά και χαρούμενα Χριστούγεννα για την Μαρία και τον Γιάννη. Χριστούγεννα που θα μείνουν αξέχαστα για όλη τους τη ζωή.
Γιάννης Τσαπουρνιώτης