ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΔΗΜΗΝΑ – ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ
Ο ανθρώπινος πόνος είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα που απασχόλησε έντονα τη διανόηση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Πρόκειται για ένα δυσάρεστο συναίσθημα που επηρεάζει την ψυχή και το σώμα.
Όσο και να προσπαθήσει κανείς να ζήσει μέσα στην αυταπάτη της ναρκισσιστικής του επιβεβαίωσης και να ελέγξει τη ζωή του δεν μπορεί να αποφύγει την ωμή αλήθεια του πόνου και τη φθαρτή πραγματικότητα της φύσης του.
Την ώρα που εμείς πίνουμε εφησυχασμένοι τον καφέ μας κάποιοι συνάνθρωποί μας βρίσκονται κατάκοιτοι στα κρεβάτια ή στα ράντζα των διαδρόμων Νοσοκομείων αγωνιώντες για την έκβαση της κλονισμένης σωματικής υγείας τους. Άλλοι, που υποφέρουν από ψυχιατρικά νοσήματα, τα οποία πολλαπλασιάστηκαν στη χώρα κυρίως μετά την οικονομική κρίση, προσπαθούν να επιβιώσουν με την χρήση ηρεμιστικών και αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, που ευτελίζουν και καθιστούν ανενεργό τον βίο τους.
Το πρόβλημα του σωματικού και του ψυχικού πόνου γίνεται οξύτερο σε χρόνιες και ανίατες ασθένειες ιδίως όταν αυτές αφορούν μικρά παιδιά. Σε τέτοιες περιπτώσεις υποφέρουν όλα τα μέλη της οικογένειας του ασθενούς, καθώς βιώνουν ένα πραγματικό καθημερινό μαρτύριο για το αγαπημένο τους πρόσωπο που πάσχει, στο οποίο αδυνατούν να προσφέρουν βοήθεια. Κανένας δεν μπορεί να υποκαταστήσει και να πάρει επάνω του τον πόνο του πάσχοντα όσο και να το θέλει. Πρέπει να τον υποφέρει μόνος του.
Οδυνηρότερος και αβάστακτος είναι ο πόνος εκείνων που χάνουν ξαφνικά ένα προσφιλές τους πρόσωπο. Η διαχείριση μιας τέτοιας κατάστασης για παροχή βοήθειας και στήριξης στους πληγέντες είναι δυσχερής και πολλές φορές απρόσφορη. Κάποιοι αναπτύσσουν το αίσθημα της Θεοδικίας. Τα βάζουν με το Θεό για το κακό που τους βρήκε, καθώς δεν το απέτρεψε με την παντοδυναμία Του, απελπίζονται και χάνουν την πίστη τους. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που καταβάλλουν προσπάθεια να υπερβούν τον πόνο τους με την προσευχή, την μελέτη σχετικών παρηγορητικών βιβλίων και την συμμετοχή τους στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Αυτή η επιλογή βέβαια απαιτεί υπομονή,[«η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται» κατά τον Απ.Παύλο], και αυθυπέρβαση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ντοστογιέβσκυ: «ένα πράγμα μόνο φοβάμαι στη ζωή μου, μήπως δεν φανώ αντάξιος του πόνου μου».
Σε τέτοιες δύσκολές στιγμές αν θέλουμε να συμπαρασταθούμε στους πονεμένους δεν χρειάζονται λόγια παρηγοριάς και κηρύγματα όπως π.χ. «έτσι ήθελε ο Θεός και πήρε το αγγελούδι σας ή του έδωσε την αρρώστια για να φέρει εσάς κοντά Του κλπ». Ο Θεός είναι αγάπη και πάσχει μυστικώς και ο ίδιος με τους υποφέροντες, όπως υπέφερε το μαρτύριο του και ο Χριστός. Το πρόβλημα του κακού στον κόσμο είναι άλλων σκοτεινών και ανεξερεύνητων δυνάμεων, που δεν μπορούν να ερμηνευθούν από τον πεπερασμένο νου ανθρώπου. Το μόνο που απομένει να κάνουμε είναι να σταθούμε σιωπηλοί με αγάπη στον συνάνθρωπο μας και να τον ακούσουμε με συμπάθεια, να δείξουμε πως νοιαζόμαστε ειλικρινά για αυτόν, στηρίζοντας τον ηθικά με την άοκνη παρουσία μας, όσο περισσότερο μπορούμε. Αυτή η έμπρακτή στάση μας μπορεί να ρίξει βάλσαμο στην πληγωμένη του ψυχή.
Ο ανθρώπινος πόνος είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα που απασχόλησε έντονα τη διανόηση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Πρόκειται για ένα δυσάρεστο συναίσθημα που επηρεάζει την ψυχή και το σώμα.
Όσο και να προσπαθήσει κανείς να ζήσει μέσα στην αυταπάτη της ναρκισσιστικής του επιβεβαίωσης και να ελέγξει τη ζωή του δεν μπορεί να αποφύγει την ωμή αλήθεια του πόνου και τη φθαρτή πραγματικότητα της φύσης του.
Την ώρα που εμείς πίνουμε εφησυχασμένοι τον καφέ μας κάποιοι συνάνθρωποί μας βρίσκονται κατάκοιτοι στα κρεβάτια ή στα ράντζα των διαδρόμων Νοσοκομείων αγωνιώντες για την έκβαση της κλονισμένης σωματικής υγείας τους. Άλλοι, που υποφέρουν από ψυχιατρικά νοσήματα, τα οποία πολλαπλασιάστηκαν στη χώρα κυρίως μετά την οικονομική κρίση, προσπαθούν να επιβιώσουν με την χρήση ηρεμιστικών και αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, που ευτελίζουν και καθιστούν ανενεργό τον βίο τους.
Το πρόβλημα του σωματικού και του ψυχικού πόνου γίνεται οξύτερο σε χρόνιες και ανίατες ασθένειες ιδίως όταν αυτές αφορούν μικρά παιδιά. Σε τέτοιες περιπτώσεις υποφέρουν όλα τα μέλη της οικογένειας του ασθενούς, καθώς βιώνουν ένα πραγματικό καθημερινό μαρτύριο για το αγαπημένο τους πρόσωπο που πάσχει, στο οποίο αδυνατούν να προσφέρουν βοήθεια. Κανένας δεν μπορεί να υποκαταστήσει και να πάρει επάνω του τον πόνο του πάσχοντα όσο και να το θέλει. Πρέπει να τον υποφέρει μόνος του.
Οδυνηρότερος και αβάστακτος είναι ο πόνος εκείνων που χάνουν ξαφνικά ένα προσφιλές τους πρόσωπο. Η διαχείριση μιας τέτοιας κατάστασης για παροχή βοήθειας και στήριξης στους πληγέντες είναι δυσχερής και πολλές φορές απρόσφορη. Κάποιοι αναπτύσσουν το αίσθημα της Θεοδικίας. Τα βάζουν με το Θεό για το κακό που τους βρήκε, καθώς δεν το απέτρεψε με την παντοδυναμία Του, απελπίζονται και χάνουν την πίστη τους. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που καταβάλλουν προσπάθεια να υπερβούν τον πόνο τους με την προσευχή, την μελέτη σχετικών παρηγορητικών βιβλίων και την συμμετοχή τους στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Αυτή η επιλογή βέβαια απαιτεί υπομονή,[«η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται» κατά τον Απ.Παύλο], και αυθυπέρβαση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ντοστογιέβσκυ: «ένα πράγμα μόνο φοβάμαι στη ζωή μου, μήπως δεν φανώ αντάξιος του πόνου μου».
Σε τέτοιες δύσκολές στιγμές αν θέλουμε να συμπαρασταθούμε στους πονεμένους δεν χρειάζονται λόγια παρηγοριάς και κηρύγματα όπως π.χ. «έτσι ήθελε ο Θεός και πήρε το αγγελούδι σας ή του έδωσε την αρρώστια για να φέρει εσάς κοντά Του κλπ». Ο Θεός είναι αγάπη και πάσχει μυστικώς και ο ίδιος με τους υποφέροντες, όπως υπέφερε το μαρτύριο του και ο Χριστός. Το πρόβλημα του κακού στον κόσμο είναι άλλων σκοτεινών και ανεξερεύνητων δυνάμεων, που δεν μπορούν να ερμηνευθούν από τον πεπερασμένο νου ανθρώπου. Το μόνο που απομένει να κάνουμε είναι να σταθούμε σιωπηλοί με αγάπη στον συνάνθρωπο μας και να τον ακούσουμε με συμπάθεια, να δείξουμε πως νοιαζόμαστε ειλικρινά για αυτόν, στηρίζοντας τον ηθικά με την άοκνη παρουσία μας, όσο περισσότερο μπορούμε. Αυτή η έμπρακτή στάση μας μπορεί να ρίξει βάλσαμο στην πληγωμένη του ψυχή.