- Πολύς λόγος γίνεται το τελευταίο διάστημα στους κόλπους της κοινωνίας μας γύρω από το προφορικό ιδίωμα, την ντοπιολαλιά ορισμένων κατοίκων και περιοχών της Μακεδονίας μας.
Ας θυμίσουμε με την ευκαιρία ότι οι Μακεδόνες έχουν αρχαιοελληνική καταγωγή και μιλούσαν και έγραφαν στην αρχαία αττική διάλεκτο, όπως αποδεικνύουν οι τραγωδίες του Ευριπίδη που έχουν γραφεί στην αρχαία Πέλλα (π.χ. οι Βάκχες), ο εφηβαρχικός νόμος στο αρχαιολογικό μουσείο της Αμφίπολης και άλλες γραπτές μαρτυρίες ουκ ολίγες στον αριθμό. Το συγκεκριμένο ιδίωμα ήταν μόνον προφορικό και ως εκ τούτου δεν διαθέτουμε ούτε αλφάβητό του, ούτε γραμματική του. Οι δημιουργοί του γνώριζαν πολύ καλά τους λόγους της δημιουργίας του και ποιες σκοπιμότητες επιδίωκαν να εξυπηρετήσουν. Εμείς οι νοήμονες, διαθέτοντας το ανήσυχο πνεύμα, απλά και εύκολα τα κατανοήσαμε πολύ καλά και σε βάθος και σε πλάτος, μιας και αγαπάμε και την Ιστορία και την πατρίδα μας μαζί με τα δίκαιά της.
Αλλά, μιας και μας έχει δοθεί η αφορμή για ζήτημα γλωσσικό, αποκτά επικαιρότητα και η γλώσσα της Θράκης, αφού γνωρίζουμε όλοι μας καλά ότι και η περιοχή της Θράκης πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων μας και η προσοχή μας να είναι στραμμένη στις εσχατιές της χώρας μας προς Ανατολάς.
Το ελληνικό έθνος και η ελληνική γλώσσα δεν ήταν ιθαγενείς στη Θράκη κατά την πρώιμη αρχαιότητα. Η χώρα της, που απλώνονταν τότε από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τον Αξιό και από το Αιγαίο μέχρι τα Καρπάθια, κατοικούνταν από ένα μεγάλο λαό ο οποίος μιλούσε γλώσσα ινδοευρωπαϊκή, την Ιαπετική, από την οποία κατάγονται και η Ελληνική, η Λατινική, η Ινδική, η Σλαβική, η Γερμανική και άλλες γλώσσες της Ευρώπης και της Ασίας.
Στους αρχαίους Έλληνες είχε κάνει εντύπωση το μέγεθος του λαού αυτού. Ο Ηρόδοτος (5.3) γράφει: «τό Θρηίκων έθνος μέγιστόν εστι μετά γε Ινδούς πάντων ανθρώπων». Φαίνεται ότι ο λαός αυτός ήταν εξαιρετικά γόνιμος, αφού περί το 2400 π. Χ. δεν χωρούσε πια στην αχανή βαλκανική περιοχή του και ένα τμήμα του, οι Φρύγες, πέρασαν στη Μικρά Ασία.
Οι γνωστότερες στους αρχαίους Έλληνες θρακικές φυλές ήταν οι Ηδωνες ή Ηδωνοί στην περιοχή της Αν. Μακεδονίας μέχρι το Στρυμόνα, οι Βισάλται στην περιοχή του Νέστου, οι Ξάνθιοι και Οδόμαντοι στην περιοχή του Παγγαίου, οι Κίκονες στην περιοχή της Μαρώνειας και Αλεξανδρούπολης, οι Βέσσοι ή Βεσσοί στις εκβολές του Έβρου, οι Οδρύσαι στην περιοχή της Φιλιππούπολης, οι Αστοί στην περιοχή του Βοσπόρου, οι Δόλογκοι στη χερσόνησο της Έλλης. Λαοί γεωργικοί και κτηνοτρόφοι, με υπερεπάρκεια στα αγαθά για την επιβίωση, ήταν ξανθοί και οι γυναίκες τους γερές και πληθωρικές στο σώμα και γι’ αυτό στους αρχαίους Έλληνες το όνομα Θρησσα είχε γίνει συνώνυμο της λέξης τροφός και στα σπίτια τους επιδίωκαν να έχουν Θρακιώτισσες.
Ας έρθουμε όμως στο θέμα μας, τη γλώσσα της Θράκης. Πρώτα ας ξεκινήσουμε από το όνομα των Θρακών. Ο παλαιότερος τύπος ήταν Θράσικες, αλλά πολύ νωρίς αποσιωπήθηκε το σ ανάμεσα στα φωνήεντα και προφερόταν Θράικες, η χώρα Θράικη και Θραΐκη, ενώ στην ιωνική διάλεκτο Θρηίκη με τροπή του α σε η. Στα αλεξανδρινά χρόνια έπαψε να προφέρεται το ι και το έγραφαν κάτω από το α ως υπογεγραμμένη, ήτοι έγινε Θράκη.
Η γλώσσα που μιλούσαν οι αρχαίοι Θράκες ήταν, όπως προαναφέρθηκε, ινδοευρωπαϊκή, αδελφή της Ελληνικής και όχι ελληνική. Το λυπηρό είναι ότι οι Θράκες τότε δεν σημείωσαν πρόοδο στα γράμματα και δεν μας άφησαν κανένα κείμενο με συνεχή λόγο γραμμένο στη γλώσσα τους. Οι Θράκες της Βαλκανικής πήραν από τους Έλληνες το ελληνικό αλφάβητο, αλλά το μεταχειρίστηκαν για πρακτικές ανάγκες μόνο, με αποτέλεσμα να μην αφήσουν κείμενα επιγραφικά. Από τους Θράκες της Μ. Ασίας, τους Φρύγες, έχουμε 20 επιγραφές του 8ου αι. με αρχαία ελληνικά γράμματα και άλλες επιγραφές σε βράχους της Μ. Ασίας που κι αυτές διασώζουν λίγα και δυσανάγνωστα κύρια ονόματα φρυγικά.
Μέσα από αυτές τις επιγραφές και μαζί με όσες λέξεις θρακικές αναφέρουν οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς είναι αρκετό για να γνωρίσουμε ότι η Θρακική ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Στα θρακικά κύρια ονόματα Βετέσπιος, Ουτάσπιος, Κάκασβος διακρίνουμε με βεβαιότητα το β΄ συνθετικό ως συγγενικό του ινδικού asva, του λατινικού equus, του ελληνικού ίππος. Είναι γνωστό πόσο συχνά οι αρχαίοι λαοί έβαζαν τον ίππο στα ονόματά τους, όπως στα ελληνικά Φίλιππος, Δέρκιππος, Ιππόνικος. Επιπλέον, το θρακικό κύριο όνομα Ρησος αντιστοιχεί στο λατινικό rex, το βράτερι στο fratri, το άδδακετ στο ελληνικό έδωκε, το έσταες στο έστησε, το τύτυται στο τέτυκται κτλ.
Στο αρχαιολογικό μουσείο της Σόφιας φυλάγεται το δαχτυλίδι του Ezerovo (η ονομασία από το ομώνυμο χωριό που βρέθηκε), ένα χρυσό δαχτυλίδι με πλατιά πλάκα, στην οποία υπάρχουν χαραγμένα ελληνικά γράμματα του 5ου π.Χ. αιώνα. Ο τόπος όπου βρέθηκε, κοντά στη Φιλιππούπολη, και η εποχή στην οποία ανήκει η επιγραφή δικαιολογούν την πεποίθηση όλων των γλωσσολόγων ότι είναι θρακική και αποτελεί το πρώτο θρακικό κείμενο. Είναι άγνωστο όμως τι λέει η επιγραφή γιατί οι λέξεις δεν χωρίζονται και είναι ασύλληπτο πόσα έχουν γραφεί για αυτήν. Από όσα έχουν γραφεί πιθανολογείται ότι τα 5 πρώτα γράμματα, που σχηματίζουν τη λέξη ΡΟΛΙΣ, μας δίνουν το όνομα του ιδιοκτήτη του δαχτυλιδιού, που θα ήταν βασιλιάς ή πλούσιος, μιας και αναφέρεται κάποιος Ρώλης, βασιλιάς της θρακικής φυλής των Γαιτών, πέρα από το Δούναβη.
Β΄ μέρος για τη γλώσσα της Θράκης.
Γράφει ο Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, Δρ Ιστορικού – Αρχαιολογικού Τμήματος ΑΠΘ
Στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα οι Θράκες είχαν αποσυρθεί ανατολικά του Στρυμόνα και στα τέλη αυτού του αιώνα βρίσκονταν ανατολικά του Νέστου, αφήνοντας πίσω τους μικρά νησάκια θρακικού πληθυσμού, προορισμένου να αφομοιωθεί γρήγορα από τους Μακεδόνες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα σύνορα των Μακεδόνων μετατέθηκαν από τον Αξιό στο Νέστο και ιδρύθηκαν στη θρακική ενδοχώρα νέες μακεδονικές πόλεις, όπως η Φιλιππούπολη, η Βερόη (Stara Zagora), η Καβύλη (Υάμπολη). Έτσι, οι Θράκες περικυκλωμένοι από τους Έλληνες αρχίζουν να απορροφούνται γλωσσικά από αυτούς και αυτή η γλωσσική απορρόφηση συνεχίζεται ασταμάτητη στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο ολόκληρη η νοτίως της οροσειράς του Αίμου Θράκη είναι κατά μέγα μέρος ελληνόφωνη.
Η μορφή της ελληνικής γλώσσας που μιλιέται στη Θράκη στα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια είναι, όπως και στις άλλες ελληνικές χώρες, η λεγόμενη Κοινή Ελληνική. Η κεντρική θέση της Θράκης μέσα στο πέρα για πέρα ελληνόφωνο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος και η γειτονία της με το μεγάλο πολιτικό και πνευματικό κέντρο του μεσαιωνικού ελληνισμού, την Κωνσταντινούπολη, ασκεί συνεκτική δύναμη επάνω στην ελληνική γλώσσα της και δεν αφήνει περιθώρια να αναπτυχθούν κεντρόφυγες γλωσσικές τάσεις, από τις οποίες να δημιουργηθούν βαθιές διαλεκτικές διαφορές, όπως συνέβη π.χ. στον Πόντο, στην Καππαδοκία. Εκεί η μεγάλη απόσταση από το κέντρο επέτρεψε να δημιουργηθούν σιγά σιγά νέες διάλεκτοι, στη Θράκη όμως η ελληνική γλώσσα δεν εξελίχθηκε σε διάλεκτο και παρέμεινε μέχρι σήμερα ένα ιδίωμα της Κοινής Ελληνικής.
Ας δούμε τώρα τη σημερινή ελληνική γλώσσα της Θράκης καθ’ εαυτήν. Η Κοινή των αλεξανδρινών χρόνων άρχισε μετά τον 10ο αιώνα αργά και ανεπαίσθητα να διαφοροποιείται κατά τόπους. Η Θράκη μέχρι την εποχή της Ανταλλαγής παρουσίαζε τρεις ζώνες γλωσσικών ιδιωμάτων:
α. Στην πιο ανατολική ζώνη, μια στενή λωρίδα κατά μήκος του Βοσπόρου, μιλούσαν τα λεγόμενα νότια ιδιώματα, όπως μιλούσαν περίπου μέσα στην Πόλη, χωρίς να αποβάλλουν τα άτονα ι και ου και χωρίς να τρέπουν το άτονο ε σε ι και το άτονο ο σε ου.
Β. Στην κεντρική ζώνη, που έφτανε προς τα δυτικά μέχρι τον ποταμό Τούντζα, ανατολικά της Αδριανούπολης και κατέληγε δυτικά της Ραιδεστού, μιλούσαν τα λεγόμενα ημιβόρεια ιδιώματα, που συγκόπτουν τα άτονα ι και ου.
Γ. Σε όλη την πιο δυτική θρακική περιοχή μιλούσαν, όπως σε όλη σχεδόν την υπόλοιπη βόρεια Ελλάδα, τα λεγόμενα βόρεια ιδιώματα, που όχι μόνο συγκόπτουν τα άτονα ι και ου, π.χ. σκυλί = σκ’λί, πουλί = π’λί, αλλά και τρέπουν το άτονο ε σε ι (π.χ. θέλιτι, έχιτι) και το άτονο ο σε ου (ου λόγους, ου δρόμους).
Τώρα, αν πάρουμε και τις τρεις αυτές θρακικές ζώνες και τις εξετάσουμε σαν ενότητα, θα παρατηρήσουμε ότι παρουσιάζουν τα εξής χαρακτηριστικά διακριτικά γνωρίσματα σε σύγκριση με την κοινή νεοελληνική γλώσσα.
Γ΄μέρος για τη γλώσσα της Θράκης.
Γράφει ο Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, Δρ Ιστορικού –Αρχαιολογικού Τμήματος ΑΠΘ
Α. Ως προς τη Γραμματική.
Η Θρακική παρουσιάζει φωνητικούς και μορφολογικούς τύπους πολλών λέξεων πιο παλιούς, δηλαδή λιγότερο αλλοιωμένους, π.χ. ζουγρός αντί σγουρός, δουράκινο αντί ροδάκινο, μυζήτριγια αντί μυζήθρα, έναι αντί είναι στις Σαράντα Εκκλησιές, πάτταλος αντί πάσσαλος στη Φιλιππούπολη, ο όνειρος αντί το όνειρο στη Σωζόπολη, άλας αντί το αλάτι, ο μυαλός αντί το μυαλό, ο πρίνους αντί το πουρνάρι στην Ίμβρο.
Παρουσιάζει και περισσότερο αλλοιωμένους φωνητικούς τύπους με την αποσιώπηση του αρχικού α, π.χ. κούγω, νεβαίνω, νεσαίνω, νεγκάζω (αναγκάζω), γαπώ, με την ανάπτυξη ευφωνικών ι και ου ανάμεσα σε σύμφωνα, π.χ. πινίγω, σπιλήνα, σουφραγιστό, τσεσουμές (τσεσμές = δημόσια βρύση, κρήνη), με την ανάπτυξη γ πριν και ανάμεσα σε φωνήεντα, π.χ. γείδα, γείσαι, το γυνί, γούλοι, γριγιά,ωραίγος, πλούσιγιος, κλαίγω, παλεύγω, παστεύγω, παντρεύγω, Αναστασίγια, Σταματίγια, Μενέλαγος.
Διατηρεί παλιότερη μορφή των ρηματικών καταλήξεων σε -φτω, π.χ. ράφτω, κόφτω, σκύφτω, βάφτω (η κοινή νεοελληνική τα μετέπλασε σε –βω. Επίσης διατηρεί την αρχαία μορφή των ρημάτων σε –σσω, π.χ. αλλάσσω, ταράσσω, τινάσσω, τυλίσσω (η κοινή νεοελληνική τα μετέπλασε σε –ζω).
Τα ρήματα σε –αίνω τα σχηματίζει σε –ίσκω, π.χ. παθινίσκω, μαθινίσκω, γιανίσκω κά.
Διατηρεί αναλλοίωτη την αρχαία παραγωγική κατάληξη επιθέτων σε -έινος, π.χ. ξυλέινος, ροδέινος, χωματέινος.
Σχηματίζει τα θηλυκά ανδρωνυμικά και επαγγελματικά σε –έσσα, π.χ. γιατρέσσα, πραματευτέσσα, Ρωμέσσα, Χατζέσσα, Οβρέσσα.
Στα ουδέτερα υποκοριστικά προτιμά την κατάληξη –όπλο αντί –άκι, π.χ. σπιτόπλο, παιδόπλο, καλαθόπλο, κουτουδόπλο, μαϊμόπλο.
Β. Ως προς το λεξιλόγιο.
Διατηρεί πλήθος ουσιαστικών αρχαίων, ασυνήθιστων στην κοινή μας γλώσσα:
αγγειό (αγγειον) = το πιάτο, αγός και ναγός (αγωγός) = το αυλάκι ή ο οχετός, η αθράκ’ (ανθράκη) = στάχτη με μικρά αναμμένα κάρβουνα, η άμμια (αμμία) = η θεια, τα γειτόνια (γειτονία) = οι επισκέψεις, το γιόμα (γεύμα) = το μεσημέρι, το θηλύκι (θηλύκιον) = κουμπότρυπα, θυατέρα, η καθουγήδα (καθοδηγία) = συμβουλή, η κ’νάχουσ’ (κυνάγχωσις) = το συνάχι, το κουλλίκι (κολλίκιον υποκ. του κόλλιξ) = η κουλούρα του Πάσχα, ο κουρνός (κρουνός) = η κάνουλα, το κουτσίν’ (κοτίνιον υποκ. του κότινος) = αγριελιά, το λάγκερο (λάκυρος) = το κρασί από τσίπουρα, ο λαγ’νουστάτ’ς (λάγυνος) = μέρος για τη στάμνα, η λαγύνα (λάγυνος), το λιακό (ηλιακόν) = μπαλκόνι, λίκνι = κούνια, λύχνους = λυχνάρι, λυχνουστάτ’ς, μαννάκα (υποκ του μάννα) = γιαγιά, μέλαγγας (μελάγγαιος) = μαύρο χώμα, το μόλουγου (ομόλογον) = συμβόλαιο, το νυφειό (νυμφειον) = ο γάμος, το π’νόμ’ (επινόμι) = παρατσούκλι, το προχείμ’ (προχείμιον) = φθινόπωρο, το ρουπάκ’ (υποκ. του ρώψ) και ο ρώπακας = η δρυς, το σκιάδ’ (σκιάδιον) = καπέλο, η στιά (εστία) = φωτιά, οι τρηδόνες (τερηδόνες) = σκουλήκια, η τυργιά (τρυγία) = κατακάθι κρασιού, χαμώραγκας (χαμωρυξ) = τυφλοπόντικας, η χρείγια (χρεία) = ανάγκη,
Τα θρακικά τοπικά ονόματα των ανέμων
Τ’ αρχαία ονόματα των ανέμων είχαν διπλή προέλευση: α. τη διεύθυνση του ανέμου, το μέρος απ’ όπου φυσά, πχ. Βορέης, Απαρκτίας (φυσάει από τη διεύθυνση του αστερισμού της Άρκτου, δηλαδή ο βοριάς), Απηλιώτης (φυσάει από το μέρος που ανατέλλει ο ήλιος), Θρακίας ή Θρασκίας (πρβλ. και το Θρησσαι πνοαί στην Αντιγόνη του Σοφοκλή στ. 589), Ελλησποντίας, Στρυμονίας (πνει γάρ από Στρυμόνος ποταμου, Αριστοτέλης, Περί ανέμων 973. 17)και β. το χαρακτήρα του ανέμου, π.χ. Νότος ο υγρός, Ευρος ο θερμός.
Το ίδιο και με τα νεότερα ονόματα. Έτσι, στο Σουφλί λέγεται Μαρίτσας ο ανατολικός, γιατί φυσάει από τον Μαρίτσα, τον Έβρο, στην Ίμβρο λέγεται Σαμοθρακίτης ο Β.Δ., γιατί φυσάει από το μέρος της Σαμοθράκης και είναι παγωμένος από τα χιονισμένα ψηλά βουνά της. Στη Χίο λέγεται Περαματούσης ο ανατολικός, γιατί φυσάει από το πέραμα, την απέναντι μικρασιατική στεριά και στο Σκεπαστό της Θράκης λέγεται Πολίτης ο ανατολικός, γιατί έρχεται από το μέρος της Πόλης, και ο Β.Α. λέγεται Αγιορείτικος, γιατί έρχεται από το Άγιον Όρος.
Στον Πόντο ο Β.Δ. λεγόταν Θρασκέας, γιατί φυσούσε από τη Θράκη, και στα Φάρασα της Καππαδοκίας ο δυτικός λεγόταν Καραμάνγελης, γιατί ερχόταν από την Καραμανία. Στη Θράκη ο Β.Δ. λέγεται Μακελάρης, γιατί έσφαζε με το κρύο του, στα Δαρδανέλια λεγόταν Τσικνιάς, γιατί έφερνε ομίχλη.