Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

"Ο ΑΣΩΤΟΣ" της Ειρήνης Παπαδοπούλου.


(Α΄ Βραβείο στα πλαίσια του 9ου Παγκοσμίου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού 2018
του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων Ελλάδος).


Γεμάτο ευωδιές τρύπωνε το αεράκι απ’ το παράθυρο στη μικρή κάμαρη του μπάρμπα Σάββα και την πλημμύριζε άνοιξη.

 
Η νύφη του έκανε να κλείσει τα παραθυρόφυλλα μα δεν την άφησε κι ας μην είχε ξεθυμάνει ολότελα η ψύχρα του Μάρτη. Ήθελε μες στην κάμαρη τις μυρουδιές της ζωής.

“Θα ‘ρθουν;”, τον ρώτησε.

Ξαφνιάστηκε. Κοίταξε τα παρακλητικά μάτια της γυναίκας του και θυμήθηκε εκείνη την πρώτη φορά που τ’ αντίκρισε, στο σπίτι του ξαδέρφου του, σαν είχε κατέβει για δουλειές στην πόλη. Δεκάξι χρονών ήταν ακόμη, προσφυγοπούλα από τον Πόντο, ροδόχρωμη, παχουλή και γλυκόλαλη. Για προίκα είχε μονάχα ένα άγονο χωράφι δίπλα στη θάλασσα, μα ο Σάββας δεν σκοτιζόταν γι' αυτά. Πήρε τη Δόμνα γυναίκα του για τα κερασένια μάγουλα και τη μελωδική φωνή της. Να του μιλά τις νύχτες, σαν ξαπόσταινε απ’ τη δουλειά και να γλυκαίνει η καρδιά του. Μα και για κείνα τα μάτια, τα μυγδαλωτά, σεμνά και ζωηρά συνάμα, σαν της Παναγιάς.

“Θα ‘ρθουν;”

“Θα ΄ρθουν χαρά μου! Τους μήνυσα και θα ‘ρθουν και οι δυο”.

Η γυναίκα έκλεισε και πάλι τα μάτια και βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ. Δεν κράταγε η καρδιά του να της πει την αλήθεια. Ας έφευγε με την ελπίδα καλύτερα παρά με την πίκρα.

Τρεις γιους τους χάρισε ο Θεός. Και πάλεψαν σκληρά με την τραχιά γη και τα στοιχειά της φύσης για να τους αναστήσουν. Ο πρώτος, ο Γρηγόρης, ψηλός και χειροδύναμος κι ο μικρός, ο Ηλίας, λεπτός και φιλάσθενος, βοηθούσαν με υπομονή και φιλότιμο στον αγώνα τους. Μόνο ο μεσαίος, ο Χρύσανθος, δεν καταδεχόταν να καταπιάνεται με τα χώματα, μα όχι από οκνηρία: Νυχθημερόν μελετούσε για να ‘ναι ο πρώτος στην τάξη. “Κάποτε θα γίνω σπουδαίος”, έλεγε “σιγά μη μείνω εδώ, να θαφτώ με τους χωριάτες” Τον άκουγε η μάνα και πικραινόταν. “Αυτό το παιδί μας, Σάββα, δεν θα έχει καλή κατάληξη. Έχει σκληρή καρδιά και μεγάλες βλέψεις”.

Σαν έκλεισε ο Γρηγόρης τα δεκαεπτά, τους μάζεψε ο πατέρας ένα βράδυ γύρω απ’ το τραπέζι και τους εξήγησε με βαριά καρδιά την κατάσταση: “Παιδιά μου, τα μέτρησα έτσι, τα μέτρησα αλλιώς, οι λογαριασμοί δεν βγαίνουν. Δεν μπορούμε να σας σπουδάσουμε και τους τρεις. Ο ένας θα πρέπει να μείνει εδώ, να δουλέψει μαζί μας για να σπουδάσουν τα αδέρφια του. Το δίκιο λέει να πάρει αυτός τα 2/3 της περιουσίας για τη θυσία που θα κάνει. Οι άλλοι δύο θα μοιραστούν το 1/3, αλλά δε θα είναι αδικημένοι, αφού θα ‘χουν τα χρυσά τα γράμματα εφόδιο. Δεν μπορώ όμως να πάρω το βάρος να διαλέξω. Αυτό θα τ’ αποφασίσετε εσείς”.

Είπε και ξεθύμανε ο Σάββας και κοίταξε τους τρεις γιους, να καταλάβει τα μύχια τους. Τα μάτια του Χρύσανθου πέταξαν σπίθες και μόνο στη σκέψη ότι θα τον φυλάκιζαν σε εκείνο το παλιοχώρι, αλλά πριν προλάβει να εκραγεί πήρε το λόγο ο Γρηγόρης, σοβαρός και μετρημένος, όπως πάντα:

“Εγώ πατέρα θα μείνω. Το χρέος αυτό ανήκει στον μεγαλύτερο”.

Ο Χρύσανθος αναστέναξε ανακουφισμένος, αλλά τα μάγουλα του Ηλία πήραν φωτιά:

“Είναι άδικο. Ο δάσκαλος το ‘λεγε πως εσύ είσαι ο πιο έξυπνος. Από μικρός λογάριαζες να γίνεις γιατρός και ν’ ανοίξεις ιατρείο εδώ στο χωριό. Νύχτες και νύχτες μας μίλαγες γι' αυτό.”

“Τα όνειρα είναι όνειρα Ηλία. Εσύ είσαι αδύναμος. Δεν τα καταφέρνεις με τη γη όσο κι αν φιλοτιμείσαι. Κι ο Χρύσανθος έχει άλλα σχέδια και τίποτα δεν τον κρατά. Δεν θέλω να έχω κρίμα στον λαιμό μου την πικρία σας. Εγώ είμαι δυνατός και ξέρω να δουλεύω σκληρά. Εγώ θα μείνω”.

Έτσι έγινε και λήφθηκε η απόφαση για τις τύχες των τριών αδερφών. Πρώτος έφυγε για σπουδές ο Χρύσανθος, που πέρασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Δύο χρόνια αργότερα πήγε να τον βρει ο Ηλίας, για να πραγματοποιήσει το όνειρο του μεγάλου αδερφού, να έλθει επιτέλους γιατρός στο χωριό, να μην πεθαίνουν οι χωρικοί απ’ τις αρρώστιες τις ξαφνικές. Αλλά ενώ ο Χρύσανθος μελετούσε ακάματα και προχωρούσε μ’ επιτυχία στις σπουδές του, ο Ηλίας μετά από λίγους μήνες παράτησε το πανεπιστήμιο, γητεμένος από τα θέλγητρα της νύχτας.

Έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του ο ταλαίπωρος πατέρας. Πήρε τον Γρηγόρη κι έτρεξαν να μαζέψουν τον μικρό. Του έταξαν όλα τα καλά της γης για να τον καταφέρουν να γυρίσει. Του θύμισε ο Γρηγόρης τη θυσία που έκαμε για χάρη του, μήπως και τον συγκινήσει. Σαν είδαν πως δεν πειθόταν, τον απείλησαν πως θα του κόψουν το επίδομα και θα έμενε στην πόλη άφραγκος, μα δεν τον τρόμαξαν:

“Δεν έχω την ανάγκη σας. Ένα βράδυ να δουλέψω εδώ, βγάζω όσα βγάζετε εσείς σ’ ένα μήνα. Μόνος σου πήρες την απόφαση Γρηγόρη να μείνεις πίσω. Δεν φταίω εγώ και δεν σκοπεύω να χαραμίσω τη ζωή μου.”

Τι να κάνει ο μπάρμπα Σάββας, μάζεψε την πίκρα του, γύρισε στο χωριό και εξήγησε την κατάσταση στη γυναίκα του, που κόντεψε να πέσει να πεθάνει.

Ο Χρύσανθος σαν τελείωσε το τέταρτο έτος κέρδισε υποτροφία για ένα ερευνητικό πρόγραμμα στην Ολλανδία. Αφού δεν είχε πλέον ανάγκη την οικογενειακή ενίσχυση, μάζεψε τα πράγματα του κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Μα κείνος που είδε τον κόσμο του να συντρίβεται ήταν ο Γρηγόρης. Ένιωθε πως τον πρόδωσαν τ’ αδέρφια του, πως πήγε στράφι η θυσία του. Πονούσε η ψυχή του τόσο, που ο πόνος περνούσε και στο σώμα του, παρέλυε τα άκρα του και σχεδόν δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Τρομοκρατήθηκε ο πατέρας, έφερε γιατρούς από την πόλη αλλά αποτέλεσμα δεν είδε. Ο μεγάλος του γιος, ο περήφανος, ο δυνατός, έλιωνε σιγά-σιγά, σιωπηλός κι ανέκφραστος. Μέχρι που ένα πρωί, εκεί που όλοι είχαν απογοητευτεί, σηκώθηκε, πήρε στον ώμο την τσάπα του και τράβηξε για το χωράφι, σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Με τον καιρό δυνάμωσε, ξαναβρήκε το χρώμα και τη ζωηράδα του. Μόνο τα μάτια του έμειναν παγωμένα και ατάραχα, δύο γυάλινες, γαλάζιες χάντρες. Είχε πάρει την απόφασή του: Κανείς πόνος δεν θα κλόνιζε ξανά την καρδιά του. Κανένα άδικο δεν θα διαπερνούσε τον πέτρινο τοίχο που την θωράκιζε.

Δύο χρόνια αργότερα ο Γρηγόρης σαν καλός γιος, παντρεύτηκε την κοπέλα που του διάλεξε η μάνα του κι έγινε πια οικογενειάρχης. Καλό κορίτσι η Τασούλα, σεμνό και νοικοκυρεμένο, αλλά με γλώσσα τσουχτερή:

“Πες στον πατέρα σου να σου γράψει τα χωράφια, αλλιώς θα μείνει στ’ αδέρφια σου το μερτικό που ορίζει ο νόμος. Και γιατί να πάρουν έστω και μισό στρέμμα; Δεν είναι άδικο; Μήπως σπούδασε ο Ηλίας, κατά πως συμφωνήσατε; Κι ο Χρύσανθος... Ούτε ξέρουμε πού βρίσκεται. Εσύ μόνο στάθηκες στους γονείς σου, τους φροντίζεις, τους έδωσες κι εγγόνια.”

Είχε το δίκιο της η Τασούλα, δεν μπορούσε να μην το παραδεχτεί. Πες-πες, έγιναν τα λόγια της σφυρί στο μυαλό του, που του κοπανούσε θαρρείς ολημερίς το κεφάλι. Κι άρχισε κι αυτός την γκρίνια στους γονείς του και τους φαρμάκωνε. Ο μπάρμπα Σάββας ωστόσο, αν κι αναγνώριζε το δίκιο του γιου του, δεν αποφάσιζε να πάει στον συμβολαιογράφο. Όλο έλεγε πως θα το κάμει και όλο το ανέβαλε και περίμενε από τον Θεό να πάρει την απόφαση και να του την ανακοινώσει με τα δικά του μέσα.

Η Δόμνα πάλι μαράζωνε με τον καιρό. Ούτε η χαρά που της έδιναν τα εγγονάκια της δεν κατάφερνε να διώξει από την ψυχή της τον καημό για τα δύο παιδιά της. Ώσπου έπεσε βαριά άρρωστη και γύρεψε να τα δει για τελευταία φορά. Κίνησε γη κι ουρανό ο μπάρμπα Σάββας να βρει τους χαμένους γιους. Ένας καθηγητής από το πανεπιστήμιο που σπούδασε ο Χρύσανθος τον λυπήθηκε, επικοινώνησε με τις αρχές στην Ολλανδία και βρήκε τη διεύθυνση. Ο πατέρας του έγραψε τα νέα και περίμενε απόκριση.

Στον Ηλία όμως δεν κατάφερε να μηνύσει. Κι η κυρά Δόμνα περίμενε. Κάθε που άνοιγε τα μάτια της τον κοίταζε με βλέμμα γεμάτο ελπίδα και προσμονή. Και πάντα η ίδια ερώτηση:

“Θα ‘ρθουν;”

Μέχρι που μια μέρα εμφανίστηκε αναπάντεχα στο κατώφλι το στερνοπαίδι του, χλωμό, αποστεωμένο, ετοιμόρροπο. Τρόμαξε να τον γνωρίσει ο δύστυχος πατέρας. Τον αγκάλιασε, τον τάισε, τον έπλυνε, τον στόλισε για να τον παρουσιάσει στη Δόμνα περιποιημένο σα γαμπρό. Και τότε θαρρείς πως έλιωσε ο Ηλίας, λύθηκαν όλα τα μέλη του, διαλύθηκαν τα κύτταρά του. Έκλαψε, έκλαψε τόσο που τον μετέφεραν λιπόθυμο στο δωμάτιο, τον ξάπλωσαν στο εφηβικό κρεβάτι και κάλεσαν τον γιατρό. Για δεκαπέντε μέρες τον φρόντιζαν με γιατρικά και τονωτικά, μέχρι που κατάφερε να μιλήσει και να τους πει την ιστορία του, τα παθήματα και τα πάθη που στέρεψαν το κορμί του από χυμούς και την ψυχή του από γέλιο.

“Ήλθε χαρά μου! Ήλθε ο Ηλίας μας!”

Σαν μπήκε στο δωμάτιο της μάνας, έφερε μία μεγάλη συγγνώμη στα χείλη κι ακόμη μία τεράστια, στο βλέμμα και την ψυχή του. Κι έμεινε εκεί, στα χλωμά του μάτια, θλιμμένη ζωγραφιά του φθινοπώρου αυτή η συγγνώμη, όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Ηρέμησε κάπως η Δόμνα. Χάιδεψε τα μαλλιά των γιων της, τους έδωσε την ευχή της και κοίταξε για τελευταία φορά τον άντρα της μ’ εκείνα τα μεγάλα μάτια, τα βυζαντινά, τα άγια, τα μάτια της ανυπέρβλητης αγάπης. Και καθώς το αεράκι της ζωής διέλυε τη ζέξη του θανάτου, αφέθηκε ήρεμα και σεμνά, όπως σ’ όλη της τη ζήση, να την ταξιδέψει ανάλαφρα στο πρώτο και τελευταίο της μεγάλο ταξίδι.

Ο Γρηγόρης θρήνησε τη μάνα, μα χάρηκε την επιστροφή του αδελφού. Ταράχτηκε με την κατάντια του, συμπαραστάθηκε στην αρρώστια του και θαύμασε την αλλαγή του. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και τον έβλεπε να κερδίζει χώρο στην καρδιά του πατέρα, άρχισε να νιώθει την απειλή.

“Είδες που είχα δίκιο; Τώρα γύρισε αυτός και θα σου τα φάει. Ο πατέρας κάνει σαν ξεμωραμένος μαζί του”, μουρμούριζε όλη την ημέρα η γυναίκα του.

Κι ήταν αλήθεια πως ο μπάρμπα Σάββας έκανε τα πάντα για τον μικρό του γιο. Μέχρι και νύφη του βρήκε και τον πάντρεψε κι ευτύχισε να δει ακόμη δύο εγγόνια. Η Τασούλα δεν έβρισκε πού να χωρέσει το φαρμάκι της: “Τελείωσε, όλα σ' αυτόν θα τ’ αφήσει. Πονηρός ο μικρός, του κάνει όλα τα χατίρια! Πήρε τη γυναίκα που του βρήκε και κοπιάζει μαζί του στα χωράφια, σα να είναι δικά του”.”

Έτσι πέρασαν τα χρόνια. Εκείνον τον χειμώνα ο μπάρμπα Σάββας νόσησε βαριά από πνευμονία. Λίγο η ηλικία, λίγο τα ταλαιπωρημένα πνευμόνια του, δεν βρήκε θεραπεία. Σαν ανακοίνωσε ο γιατρός πως το τέλος ήταν κοντά, ειδοποίησαν και τον Χρύσανθο. Προς μεγάλη τους έκπληξη ο χαμένος αδερφός, μία εβδομάδα αργότερα, εμφανίστηκε στο κατώφλι.

Αβάσταχτη του ήλθε του μπάρμπα Σάββα τόση χαρά. Να τον βρει τέτοιο καλό στο τελείωμα του! Συνήλθε επιτέλους κι ο δεύτερος γιος του. Άνοιξε μία ρωγμή σ’ εκείνην την πέτρινη καρδιά! Μα σαν περνούσαν οι μέρες και παρατηρούσε τα βλέμματα και τις κινήσεις τους, οσμιζόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Μία μέρα ζήτησε να τους δει έναν-έναν στο δωμάτιό του. Πρώτος μπήκε ο Γρηγόρης

“Παιδί μου γιατί είσαι σκυθρωπός; Τόσες μέρες δεν μιλώ, μα το τέλος φτάνει και πρέπει να μάθω. Έκανα κάτι που σε πίκρανε;”

“Πατέρα, τόσα χρόνια στέκομαι στο πλευρό σου, στα καλά και στ’ άσχημα. Θυσίασα τα όνειρά μου για τ’ αδέρφια μου και σε φρόντισα όταν σ’ εγκατέλειψαν. Ωστόσο, εσύ πατέρα δεν κράτησες την υπόσχεσή σου. Δεν μου έγραψες όσα έταξες. Αν και το δίκαιο θα ήταν, μετά από όσα συνέβησαν, να μου τα δώσεις όλα. Από του αδελφούς μου ο ένας σκόρπισε τα λεφτά του μόχθου μας σε ασωτίες κι ο άλλος έφυγε μακριά και μας ξέγραψε. Εσύ όμως δεν έκανες ούτε διαθήκη και τώρα η περιουσία θα μοιραστεί στους τρεις μας.”

Ράγισε η καρδιά του μπάρμπα Σάββα στο άκουσμα αυτών των λόγων, αλλά δεν παραπονέθηκε, ούτε υπερασπίστηκε τον εαυτό του.

“Θα γίνει το δίκιο του Θεού παιδί μου”, είπε μόνο και ζήτησε να περάσει ο Χρύσανθος στο δωμάτιο.

“Πατέρα”, ξεσπάθωσε εκείνος, “γύρισα για να είμαι κοντά σου στα στερνά και να ζητήσω συγχώρεση, που δεν ήλθα όταν έφυγε η μάνα. Αλλά βλέπεις προόδευσα πολύ στα ξένα, έστησα ολόκληρες επιχειρήσεις και δεν είναι εύκολο να φεύγω όποτε θέλω. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι βρίσκονται στη δούλεψή μου και εξαρτώνται από εμένα! Ο γιος σου έγινε μεγάλος και τρανός μπάρμπα Σάββα, δεν πήγαν χαμένοι οι κόποι σου, έτσι;” ξιπάστηκε και του έπιασε το χέρι. Προσπάθησε να διακρίνει την εντύπωση που προκάλεσαν τα λόγια του, αλλά ο πατέρας είχε το βλέμμα χαμηλά και περίμενε τη συνέχεια.

“Να αυτήν την περίοδο δουλεύω πάνω σε μία μεγάλη επένδυση, εδώ στην Ελλάδα. Και σκέφτηκα εκείνο το οικόπεδο, το μοναδικό που έχουμε κοντά στην θάλασσα. Την προίκα της μάνας. Θυμάμαι δεν το είχαμε περί πολλού, γιατί δεν ήταν καλλιεργήσιμο, αλλά τα πράγματα άλλαξαν. Όλοι το λένε πως η γεωργία δεν έχει πια πέραση. Το μέλλον της χώρας είναι ο τουρισμός. Έτσι πατέρα, λέω να κάνω ένα μεγάλο ξενοδοχειακό συγκρότημα, που όμοιό του δεν υπάρχει σ’ όλη την Ευρώπη. Θα γεμίσει ο τόπος ζωή, θα βρουν δουλειά και πολλά παιδιά από το χωριό, που τρώνε ακόμη τα νιάτα τους στα χωράφια και στα ζώα. Ήλθε η ώρα να φέρουμε τον πολιτισμό και να δεις που όλοι θα μας χρωστούν ευγνωμοσύνη γι' αυτό.”

Πήρε μιαν ανάσα και γύρεψε πάλι να ερμηνεύσει το πατρικό βλέμμα, αλλά ο μπάρμπα Σάββας δεν έλεγε να σηκώσει τα μάτια. Ωστόσο, αποφάσισε να συνεχίσει. Δεν είχε κάνει τόσο δρόμο για να τα παρατήσει έτσι εύκολα.

“Ξέρω πως η συμφωνία ήταν να μοιραστούμε εγώ με τον Ηλία το 1/3 της περιουσίας και με τα σημερινά δεδομένα η αξία του οικοπέδου είναι μεγάλη. Αλλά αν τα μετρήσεις με το δίκιο, ο Ηλίας φέρθηκε πρόστυχα κι έσπασε πρώτος τη συμφωνία. Κι ο Γρηγόρης, καλό παιδί κι εργατικό, αλλά συντηρητικό και στενοκέφαλο. Δεν έχει όραμα. Δε νομίζω άλλωστε να τον ενδιαφέρει αυτό το κομμάτι γης. Αυτός τα χωράφια ξέρει να δουλεύει. Κι αν χρειαστεί, θα τον αποζημιώσω για όποια διαφορά προκύψει στην αξία. Άσε που είναι και ευκαιρία, να αποκαταστήσουν κι οι δυο τα παιδιά τους. Σα μεγαλώσουν υπόσχομαι να τους προσφέρω δουλειά με καλό μισθό, να έχουν μια αξιοπρεπή ζωή. Κι ο Ηλίας δηλαδή, πόσο ακόμη μπορεί να παλεύει με τη γη, έτσι φιλάσθενος που είναι; Θα κάνει την τύχη του αν τον πάρω στη δούλεψή μου. Πες μου πατέρα, τι σκέφτεσαι; Δεν χαίρεσαι που ο γιος σου θα φροντίσει για όλη την οικογένεια;”

Ο γέρο Σάββας χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του, για να μη φανούν τα κατακόκκινα μάτια του, τράβηξε απαλά το χέρι και του είπε:

“Θα γίνει το δίκιο του Θεού παιδί μου”.

Τρίτος μπήκε στο δωμάτιο ο Ηλίας. Έπεσε κλαίγοντας στα γόνατα, μπροστά στον ετοιμοθάνατο πατέρα.

“Αχ, μπαμπάκα μου εγώ φταίω. Σε πίκρανα τόσο και να τώρα που φεύγεις...Η μάνα πέθανε εξαιτίας μου και τώρα χάνω κι εσένα... Πώς θα ζήσω με τόσες ενοχές, πώς να τ’ αντέξω;”

“Δεν φταις εσύ γιε μου, απλά ήλθε η ώρα μας. Μην κλαις και μου ραγίζεις την καρδιά. Σε φώναξα εδώ για να σου μιλήσω για την κληρονομιά...”

“Κληρονομιά!”, φώναξε έξαλλος ο μικρός γιος. “Ποια κληρονομιά πατέρα; Έχασα το δικαίωμα στην αγάπη και τα υπάρχοντά σου, όταν σου φέρθηκα άτιμα και σ’ εγκατέλειψα. Αν ήξερα τότε τι έκανα! Χρειάστηκε να διαλυθώ και να χτίσω τον εαυτό μου από την αρχή, για να μπορέσω να ξαναζήσω στο πλευρό σου. Δεν βάζει ανθρώπινος νους πόσο πονάει αυτό. Εσύ όμως με καλοδέχτηκες, με φρόντισες, με ξανάκανες άνθρωπο. Αυτή είναι η μόνη κληρονομιά που μπορώ να δεχτώ από εσένα: Η συγχώρεση. Την άλλη την αξίζουν μόνο τ’ αδέλφια μου, που τίμησαν τον λόγο τους”.

Όταν βγήκε ο Ηλίας από το δωμάτιο βρήκε τον πατέρα Κυριάκο να περιμένει για να δει τον άρρωστο. Τον άφησε να περάσει κι ενημέρωσε για την επιθυμία του πατέρα, να ειδοποιηθεί ο συμβολαιογράφος, να ‘ρθει την επόμενη ημέρα για τη διαθήκη.

Τ’ αδέρφια άκουγαν από το διπλανό δωμάτιο το μουρμουρητό των δύο γερόντων, αλλά δεν ξεχώριζαν τα λόγια τους. Ξάφνου ένα μακρόσυρτο παράπονο, σαν βουητό μανιασμένου βοριά, πλανήθηκε στο χώρο και κράτησε ώρα πολύ ώσπου να εξασθενήσει. Τ’ αδέρφια ανατρίχιασαν, μα δεν τόλμησαν να ρωτήσουν τον ιερέα όταν βγήκε κλαίγοντας ύστερα από ώρα.

Ξημέρωμα έφυγε ο μπάρμπα Σάββας. Ήρεμος και ξομολογημένος, σαν κάθε σεβαστικό άνθρωπο του καιρού του. Κι έχοντας συνετά τακτοποιήσει τις υποθέσεις του μάταιου τούτου κόσμου.

Συνετά! Τα παιδιά του σίγουρα δεν συμφωνούσαν. Μόλις διαβάστηκε η διαθήκη, ο Χρύσανθος βγήκε βροντώντας έξαλλος την πόρτα, μάζεψε τα λιγοστά του πράγματα, μπήκε στο αμάξι κι έφυγε χωρίς να τους αποχαιρετήσει. Ο Γρηγόρης, ήρεμος αλλά αμίλητος πήρε την Τασούλα κι επέστρεψαν σπίτι, όπου την άκουγε να γκρινιάζει για ώρες, ώσπου δεν άντεξε. Σηκώθηκε κατάχλωμος και παγωμένος κι έφυγε, άγνωστο για πού. Γύρισε τα χαράματα, βρωμώντας αλκοόλ, μα δεν έπεσε να κοιμηθεί. Περίμενε να ξημερώσει για καλά και ξαναβγήκε.

Ο Ηλίας δεν τόλμησε να μιλήσει σε κανέναν τους. Έκατσε για αρκετή ώρα έξω από το συμβολαιογραφείο, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει την κατάσταση. Ο πατέρας είχε αφήσει σε αυτόν τα 2/3 της κληρονομιάς και το 1/3 στον Γρηγόρη. Στον Χρύσανθο άφησε μόνο την ευχή του. Σκέφτηκε πολύ κι αφουγκράστηκε προσεκτικά το λόγο της καρδιάς του, πριν αποφασίσει να ξαναχτυπήσει την πόρτα του συμβολαιογράφου.

Το επόμενο πρωί ο παπά Κυριάκος βρήκε στην αυλή του τον Γρηγόρη, με μάτια κατακόκκινα και μαλλιά άσπρα, αυτός που την προηγουμένη ίσα που είχε πέντε γκρίζες τρίχες. Ήθελε να εξομολογηθεί τα κρίματα και τα παράπονά του, γιατί φοβόταν πως θα παρανοούσε αν συνέχιζε να τα κρατάει μέσα του.

“Έμεινα τόσα χρόνια στο πλευρό του. Οι άλλοι τον κορόιδεψαν, τον πλήγωσαν, τον εγκατέλειψαν. Κι ωστόσο, για δες, έκρινε ότι ο Ηλίας ήταν ο καλός γιος, που άξιζε τη μέριμνα του. Ο Ηλίας, ο αχάριστος, ο άσωτος! Φοβάμαι πως θα μισήσω το νεκρό πατέρα μου, γι' αυτό ήλθα. Δεν θέλω να τον μισήσω αλλά με πνίγει το δίκιο. Φέρνω στο νου εκείνην την παραβολή του ασώτου, που μας λες κάθε τόσο στο κήρυγμα. Έτσι πρέπει να ένιωσε κι ο μεγάλος ο γιος, ο δίκαιος και πιστός.”

Ο παπά Κυριάκος χαμογέλασε στο άκουσμα αυτών των λόγων.

“Το λάθος σου παιδί μου είναι ότι στην παραβολή αυτή νομίζεις ότι εσύ είσαι ο μεγάλος γιος. Στην πραγματικότητα όμως εσύ είσαι ο άσωτος.”

Ο Γρηγόρης μαρμάρωσε. Τι ήταν αυτό που του έλεγε ο ιερέας!

“Ξέρεις παιδί μου γιατί έκλαιγε ο πατέρας σου εκείνη την ημέρα που ήλθα να τον δω; 'Έκλαιγε για εσένα”

“Για εμένα!”

“Δεν έκλαιγε για τον Χρύσανθο, εκείνον δεν τον είχε ποτέ και το ήξερε. Ήλπιζε πάντα ότι κάποια μέρα θα τον φώτιζε ο Θεός και θα συνερχόταν, αλλά ο Χρύσανθος δεν άφηνε χαραμάδα στο σκοτάδι της καρδιάς του, για το Θείο φως. Δεν έκλαιγε ούτε για τον Ηλία. Αυτόν τον ξαναβρήκε την ημέρα που γύρισε μετανιωμένος. Ο ίδιος του εξομολογήθηκε ότι χρειάστηκε να θρυμματίσει την ύπαρξή του και να την ξαναχτίσει από την αρχή, για να καταφέρει να ζήσει μαζί σας. Και του ζήτησε ν’ αφήσει σε εσένα και τον Χρύσανθο όλη την περιουσία. Αυτή είναι η αληθινή μετάνοια Γρηγόρη: Η άρνηση της ίδιας της οντότητας μας, η ολοκληρωτική συντριβή και η ανακαίνιση της φύσεώς μας. Η απομάκρυνση από τα πάθη κι η άφιξη προς τον Θεό.

Εσύ όμως ήσουν ο μεγάλος του καημός. Εσύ, ο τέλειος γιος, τον εγκατέλειψες στο τέλος. Έκλεισες την καρδιά σου στην αγάπη και την άφησες έρμαιο στην απληστία και στη ματαιοδοξία. Έφυγε με την ενοχή ότι άφησε τον μοναδικό του γιο, που ήταν το φως της ζωής, της αγάπης και της αυτοθυσίας, να πέσει στο σκοτάδι. Δεν κατάφερε να σε βοηθήσει όσο ζούσε. Κι έτσι φρόντισε να σου δώσει ένα χαστούκι μετά το θάνατό του. Ένα πατρικό, τρυφερό χαστούκι, για να σε συνεφέρει.”

Όταν ο Γρηγόρης γύρισε στο σπίτι δεν ξεχώριζε από νεκρό. Η Τασούλα, που τον περίμενε ανυπόμονα να του αναγγείλει ότι τον αναζητούσε επειγόντως ο συμβολαιογράφος, τρομοκρατημένη από την όψη του, του έδωσε το σημείωμα με τον αριθμό του τηλεφώνου κι έφυγε ευθύς από το δωμάτιο, μήπως και κατέρρεε όλος εκείνος ο πάγος επάνω της και την σκότωνε. Ο συμβολαιογράφος του ανακοίνωσε την επιθυμία του Ηλία ν’ αποποιηθεί την κληρονομιά και να μοιραστεί το μερτικό του στα δύο αδέρφια του. Ζητούσε την συγχώρεση του και τον παρακαλούσε να του επιτρέψει να συνεχίσει να δουλεύει στα χωράφια του, ως απλός εργάτης.

Ο Γρηγόρης κλειδώθηκε στο δωμάτιό του. Ένιωθε έναν αφόρητο πόνο να ξεπηδάει από την καρδιά, να κατεδαφίζει το πέτρινο περίβλημα και να ξεχύνεται ορμητικά μέσω των νεύρων σε κάθε άκρη του κορμιού του, να σπάει τις κλειδώσεις του, να τον συνθλίβει αργά και βασανιστικά...

Για πολλά χρόνια προσπαθούσε να επαναφέρει στη μνήμη του εκείνες τις στιγμές. Του είπαν ότι έμεινε κλειδωμένος για τρεις ημέρες, αλλά δεν θυμόταν τίποτα. Ήταν σα να είχε περάσει για λίγο στην απόλυτη ανυπαρξία κι όταν επανήλθε δεν ήταν πια ο ίδιος. Ένας νέος άνθρωπος είχε γεννηθεί, ζεστός, πανέμορφος και λαμπερός. Έτρεξε να βρει τον αδερφό του, γύρεψε την συγχώρεση του και τον παρακάλεσε να ξαναγίνουν παιδιά, να τον βοηθήσει να στραγγίξει μια για πάντα το τρομερό δηλητήριο, που είχε μαζέψει στην καρδιά του.

Τα δύο αδέρφια δεν ξέχασαν τον Χρύσανθο. Του έγραψαν ένα γράμμα, όπου του εξηγούσαν ότι θα του έκαναν δωρεά το οικόπεδο που διεκδικούσε. Μα δεν έλαβαν ποτέ απάντηση. Ο αλαζόνας αδερφός, το έσκισε, χωρίς να το διαβάσει και χάθηκε για πάντα από τις ζωές τους.

Έμειναν αγαπημένοι μέχρι το τέλος. Η Τασούλα, νικημένη από την τόση αρμονία, έπαψε να γκρινιάζει. Οι δύο οικογένειες δούλευαν μαζί τη γη και δεν ξανατέθηκε θέμα μοιρασιάς. Από τα παιδιά τους, άλλα έγιναν επιστήμονες κι άλλα συνέχισαν την οικογενειακή παράδοση. Ο Γρηγόρης ωστόσο δεν έβγαλε ποτέ από το μυαλό του τον λόγο του παπά Κυριάκου: “Σ’ αυτήν την παραβολή παιδί μου, ο άσωτος είσαι εσύ.”