Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

Το Μουσείο Ολοκαυτώματος και το μέλλον της Θεσσαλονίκης

Ψηφίστηκε χθες στο Δημοτικό Συμβούλιο, με ονομαστική ψηφοφορία, το μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ της ΓΑΙΟΣΕ και του φορέα που έχει δημιουργηθεί για την Ίδρυση του «Μουσείου Ολοκαυτώματος» στην Θεσσαλονίκη.



Με αυτόν τον τρόπο, χάνεται μια ευκαιρία που θα είχε η Θεσσαλονίκη να αναδείξει την πολλαπλή μαρτυρική της ιστορία: Πέρα από θεωρίες υπέρ της «αποκλειστικότητας», ένα μουσείο Γενοκτονιών, που θα συνδύαζε τις εμπειρίες των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, των Εβραίων και των Αρμενίων της Θεσσαλονίκης, θα αξιοποιούσε με τρόπο μοναδικό τον πλουραλισμό της θεσσαλονικιώτικης ιστορίας. Ούτως ή άλλως, η ταυτότητα μιας πόλης σαν την Θεσσαλονίκη, με το πολυεθνικό της παρελθόν, συγκροτείται από τον κοινό τόπο των επί μέρους εμπειριών, με τρόπο μάλιστα που δεν υπονομεύει την ελληνικότητα της πόλης.

Ας είμαστε ειλικρινείς: Οι ιστορικές εντάσεις μεταξύ των Ελλήνων, των Εβραίων και των Αρμενίων της πόλης ήταν υπαρκτές. Εδράζονται σε γεγονότα όπως το ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία χρησιμοποίησε συστηματικά το εβραϊκό στοιχείο ως «ενδιάμεση μειονότητα», για να ανακόψει τον εμπορικό δυναμισμό των υπόδουλου στοιχείου, Ελληνικού και Αρμένικου. Και βέβαια, είναι γνωστό ότι το 1912, η ηγεσία της εβραϊκής κοινότητας της πόλης δεν είδε με καλό μάτι την ενσωμάτωσή της στον ελληνικό κορμό, γιατί έτσι θεώρησε πως θα χάσει τον ιδιαίτερο μεταπρατικό της ρόλο. Και από την άλλη, δεν μπορούμε παρά να παραδεχθούμε, και όχι να υποκρύψουμε, τα γεγονότα των συστηματικών επιθέσεων που εξαπέλυαν εναντίον των Εβραίων της πόλης οι Χαλυβδόκρανοι της 3Ε, ένα ελληνικό πρωτοφασιστικό φαινόμενο του μεσοπολέμου. Ή το γεγονός ότι όντως υπήρξαν αρκετοί Έλληνες «συνεργάτες» των Γερμανών, αργότερα στυλοβάτες των εμφυλιακών και μετεμφυλιακών καθεστώτων με ανάμειξη όχι μόνο στα ναζιστικά πογκρόμ, αλλά και στην διαρπαγή των περιουσιών τους.

Όπως έλεγε ο Δ. Σολωμός, «εθνικό είναι το αληθές». Δίχως βέβαια αυτό να δικαιώνει την εθνομηδενιστική τοποθέτηση περί της συλλογικής ευθύνης όλων των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης για τα πεπραγμένα των Γερμανών ναζί κατακτητών, την οποία και επικαλέστηκε ο τότε δήμαρχός της Γιάννης Μπουτάρης όταν πρωτοεξήγγειλε την κατασκευή του Μουσείου.

Το «Μουσείο τον Γενοκτονιών», λοιπόν, ακριβώς επειδή επένδυε σε μια κοινή, μαρτυρική εμπειρία θα μπορούσε να γυρίσει σελίδα σε αυτές τις αρνητικές ιστορικές πλευρές. Και ταυτόχρονα, θα έδινε μια προοπτική, καθώς η βελτίωση των σχέσεων των τριών λαών –Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων–, είναι υπαρκτή και οφείλεται στην συσπείρωσή τους απέναντι στον νεο-οθωμανικό ισλαμοφασισμό, την νέα κατακτητική δύναμη της περιοχής. Η αποτροπή μελλοντικών γενοκτονιών και ολοκαυτωμάτων, επομένως, προϋποθέτει την αντιμετώπιση αυτής της δύναμης, και όχι γενικόλογα ευχολόγια περί ατομικών δικαιωμάτων. Εδώ, χρειάζεται μια σοβαρή ακαδημαϊκή και πολιτιστική δουλειά, και ένα Μουσείο Γενοκτονιών σε συνεργασία με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της πόλης θα μπορούσε να έχει διεθνή δραστηριότητα, δηλαδή, να παράγει την «μαλακή ισχύ» (soft power) υπό την μορφή του επιστημονικού και πνευματικού έργου, απέναντι στους νέους ολοκληρωτισμούς.

Αντί αυτού προκρίθηκε η… αποικιακή λογική για την Θεσσαλονίκη. Το Μουσείο του Ολοκαυτώματος θα χρηματοδοτηθεί από την Γερμανία, και θα διοικείται από τις Βρυξέλλες. Η ιδεολογία του αφορά την γερμανική «κουλτούρα της μεταμέλειας» που εργαλειοποιεί την μνήμη του Ολοκαυτώματος για να προωθήσει το ιδεώδες της παγκοσμιοποίησης, τον α-εθνισμό, τα ατομικά δικαιώματα, και τον πολυπολιτισμό. Κανείς λαός δεν έχει να κερδίσει από ένα τέτοιο μέλλον, ενώ, δεν περιποιεί τιμή στην μνήμη του εβραϊκού ολοκαυτώματος να μεταβάλλεται σε προπαγανδιστικό εργαλείο της «γερμανικής παγκοσμιοποίησης». Μια λεπτομέρεια: Στον χωροταξικό σχεδιασμό της δυτικής πύλης της Θεσσαλονίκης, προβλέπεται από την μια πλευρά ένα μουσείο χρηματοδοτούμενο από την Γερμανία σε κτίριο ύψους 30 μέτρων (ως ανταγωνιστικό σύμβολο στον Λευκό Πύργο), και από την άλλη, το ελληνογερμανικό ίδρυμα νεολαίας που θα στεγαστεί στην Βίλα Πετρίδη: Είναι η γερμανική ηγεμονία που χρησιμοποιεί ως πρόσχημα την ιδεολογία της μεταμέλειας. Άλλωστε, στην Θεσσαλονίκη ζουν Έλληνες και Αρμένιοι απόγονοι των επιζησάντων από τις οθωμανικές γενοκτονίες στη Μικρά Ασία. Στην πραγματοποίηση των γενοκτονιών αυτών βοήθησε με διάφορους τρόπους η Γερμανία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο, και αυτό «θάβεται», με την αποσιώπηση των ευθυνών.

Απέναντι σε αυτήν την ιδεολογία, μπορεί να σταθεί μόνο ένα όραμα ειλικρινούς συνεργασίας των εθνών το οποίο στην περίπτωση των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Εβραίων είναι βιώσιμο. Γιατί δεν εγκλωβίζεται στο παρελθόν, αλλά σχεδιάζει ένα σενάριο συνύπαρξης στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, επιτέλους δίχως επεκτατισμούς και όνειρα αυτοκρατορικού μεγαλείου. Αυτό ζητούν οι μεσογειακοί πολιτισμοί, κάτι που απαντά τόσο στον Ερντογάν, όσο και στην φίλη του την Μέρκελ…

Δημοτικός Συνδυασμός «Μένουμε Θεσσαλονίκη – Ούτε φυγή, ούτε υποταγή»