(Συνέχεια από το προηγούμενο)
Στο σημείο αυτό μπορούμε να κάνουμε πιο αναλυτική αναφορά στο ιστορικό εύδρομο του ελληνικού Στόλου «Έλλη», ο τορπιλισμός της οποίας αποδεικνύει πια την τακτική της υποκρισίας της Ιταλίας του Μπενίτο Μουσολίνι και της πρόθεσής τους για εξαπάτηση της μικρής Ελλάδας.
Ανέτειλε η 15η Αυγούστου του 1940 και πλήθη προσκυνητών κατακλύζουν τη λευκοντυμένη Τήνο για τη γιορτή της Παναγίας. Στον όρμο του νησιού έχει φτάσει από τα ξημερώματα η «Έλλη», για να απονείμει τις καθιερωμένες τιμές. Σημαιοστολισμένη και κυματίζουν τα χρώματα του έθνους πλάι στον θρησκευτικό πανηγυρισμό. Είναι οκτώμισι η ώρα, όταν κρότος τρομαχτικός συγκλονίζει το πλοίο και το νησί ολόκληρο. Μαύροι καπνοί τριγυρίζουν την «Έλλη», που χτυπημένη κατάσαρκα, στα ύφαλά της, από εχθρό κρυμμένο, αρχίζει να γέρνει. Δύο ακόμη τορπίλες σκάζουν με φοβερό πάταγο, η μια σε ξέρα κοντά στο φανό του νησιού, η άλλη στον κυματοθραύστη. Ο λαός, οι προσκυνητές, στην παραλία και στο δρόμο που ανηφορίζει προς την εκκλησία, είναι έντρομοι και αναστατωμένοι. Το πλήρωμα του πλοίου άδικα αγωνιζόταν να το ρυμουλκήσει και να το φέρει σε μέρος αβαθές, για να το σώσει. Στις 9.50΄ π.μ. η «Έλλη» δεν υπήρχε πια. Είχε βουλιάξει μέσα σε φλόγες.
Ποιος έκανε το έγκλημα; Καμιά ελληνική ψυχή δεν αμφιβάλλει. Η πράξη έχει αποτυπωμένη την ταυτότητά της. Η έρευνα που έγινε την επόμενη μέρα στο βυθό του όρμου έφερε στο φως το τσακισμένο επισκεπτήριο του εγκληματία: κομμάτια από τις τορπίλες, που είχαν πάνω τους αριθμό μητρώου και στοιχεία ιταλικά. Κι όμως η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να μη μιλήσει, να μη φανερώσει την αλήθεια, για να αποφύγει κάθε προστριβή. Μόνο στις 30 Οκτωβρίου, αφού είχε αρχίσει πια ο πόλεμος, η κυβέρνηση έκαμε γνωστή την αλήθεια. Ο παγκόσμιος Τύπος στιγματίζει την πράξη και ο θόρυβος που ξεσηκώνεται διεθνώς είναι τόσος, που οι Ιταλοί τα χάνουν, δειλιάζουν, αγωνίζονται να φανούν ανυποψίαστοι, αθώοι και σοφίζονται να ενοχοποιήσουν την Αγγλία. Όμως, από εκείνη τη στιγμή η ελληνική συνείδηση έχει διαφωτιστεί αρκετά. Η ιερόσυλη τούτη πράξη στο νησί της Θεοτόκου, που εγκαινίασε συμβολικά την επίθεση κατά των Ελλήνων, θα κατασταλάξει μέσα στην ψυχή του ελληνικού λαού και θα τη βοηθήσει να ωριμάσει με γοργούς ρυθμούς μέσα στους επόμενους δυόμισι μήνες για τον ιερό αγώνα που ετοιμαζόταν. Είναι πολύ πιθανό να το είχε νιώσει ο πρεσβευτής της Ιταλίας Γκράτσι, ο οποίος θα γράψει στα Απομνημονεύματά του: «Το έγκλημα της Τήνου είχε γι’ αποτέλεσμα, για να μην πω έκαμε το θαύμα να δημιουργηθεί σε όλη την Ελλάδα μια απόλυτη ενότητα ψυχών. Μοναρχικοί και βενιζελικοί, οπαδοί και αντίπαλοι της 4ης Αυγούστου πείστηκαν πως έναν μόνο αδυσώπητο εχθρό είχε η Ελλάδα: την Ιταλία.
Την ίδια μέρα στις 6 το απόγευμα δύο ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα έριξαν βόμβες πάνω στο ατμόπλοιο «Φρίντων» στα Μάλια της Κρήτης, χωρίς αποτέλεσμα βέβαια..
Στο μεταξύ στις 22 Οκτωβρίου ο Τσιάνο στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρώμης αρχίζει να συντάσσει το τελεσίγραφο που πρόκειται να επιδοθεί στην ελληνική κυβέρνηση τη νύχτα της 27ης προς την 28η. Ο Έλληνας πρεσβευτής στη Ρώμη πολύ καλά πληροφορημένος τηλεγραφούσε στις 23 Οκτωβρίου για την ενέργεια εναντίον της Ελλάδας που προετοιμαζόταν. Προς έκπληξη όλων ο πρεσβευτής Γκράτσι θα έπαιζε το τελευταίο και πιο γραφικό μέρος του ρόλου του: με την ευκαιρία που το Εθνικό Θέατρο θα ανέβαζε στην Αθήνα το μελόδραμα του Τζάκομο Πουτσίνι «Μαντάμ Μπατερφλάυ», ο Ιταλός πρεσβευτής είχε προτείνει να κληθεί ο γιος του διάσημου συνθέτη να παρακολουθήσει την πρώτη επίσημη παράσταση. Θα ήταν, καθώς έλεγε, μια ευκαιρία να αναθερμανθούν οι σχέσεις των δύο λαών στο καλλιτεχνικό και στο κοινωνικό επίπεδο. Την επομένη δόθηκε και δεξίωση στην ιταλική πρεσβεία με προσκεκλημένους την τότε γνωστή αθηναϊκή κοινωνία και την ελληνική κυβέρνηση, η οποία όμως, ως εικός, δεν παρέστη. Πάνω στο μεγάλο τραπέζι είχαν τοποθετηθεί οι δύο σημαίες των δύο εθνών, την ίδια ώρα που οι γραμματείς της ιταλικής πρεσβείας αποκρυπτογραφούσαν το τελεσίγραφο προς την Ελλάδα, που έφτανε κατά δόσεις σε τέσσερα μακροσκελή τηλεγραφήματα. Ο Γκράτσι έπρεπε να το επιδώσει στον Έλληνα πρωθυπουργό, δίχως ειδοποίηση, στις 3 τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να κάνουμε πιο αναλυτική αναφορά στο ιστορικό εύδρομο του ελληνικού Στόλου «Έλλη», ο τορπιλισμός της οποίας αποδεικνύει πια την τακτική της υποκρισίας της Ιταλίας του Μπενίτο Μουσολίνι και της πρόθεσής τους για εξαπάτηση της μικρής Ελλάδας.
Ανέτειλε η 15η Αυγούστου του 1940 και πλήθη προσκυνητών κατακλύζουν τη λευκοντυμένη Τήνο για τη γιορτή της Παναγίας. Στον όρμο του νησιού έχει φτάσει από τα ξημερώματα η «Έλλη», για να απονείμει τις καθιερωμένες τιμές. Σημαιοστολισμένη και κυματίζουν τα χρώματα του έθνους πλάι στον θρησκευτικό πανηγυρισμό. Είναι οκτώμισι η ώρα, όταν κρότος τρομαχτικός συγκλονίζει το πλοίο και το νησί ολόκληρο. Μαύροι καπνοί τριγυρίζουν την «Έλλη», που χτυπημένη κατάσαρκα, στα ύφαλά της, από εχθρό κρυμμένο, αρχίζει να γέρνει. Δύο ακόμη τορπίλες σκάζουν με φοβερό πάταγο, η μια σε ξέρα κοντά στο φανό του νησιού, η άλλη στον κυματοθραύστη. Ο λαός, οι προσκυνητές, στην παραλία και στο δρόμο που ανηφορίζει προς την εκκλησία, είναι έντρομοι και αναστατωμένοι. Το πλήρωμα του πλοίου άδικα αγωνιζόταν να το ρυμουλκήσει και να το φέρει σε μέρος αβαθές, για να το σώσει. Στις 9.50΄ π.μ. η «Έλλη» δεν υπήρχε πια. Είχε βουλιάξει μέσα σε φλόγες.
Ποιος έκανε το έγκλημα; Καμιά ελληνική ψυχή δεν αμφιβάλλει. Η πράξη έχει αποτυπωμένη την ταυτότητά της. Η έρευνα που έγινε την επόμενη μέρα στο βυθό του όρμου έφερε στο φως το τσακισμένο επισκεπτήριο του εγκληματία: κομμάτια από τις τορπίλες, που είχαν πάνω τους αριθμό μητρώου και στοιχεία ιταλικά. Κι όμως η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να μη μιλήσει, να μη φανερώσει την αλήθεια, για να αποφύγει κάθε προστριβή. Μόνο στις 30 Οκτωβρίου, αφού είχε αρχίσει πια ο πόλεμος, η κυβέρνηση έκαμε γνωστή την αλήθεια. Ο παγκόσμιος Τύπος στιγματίζει την πράξη και ο θόρυβος που ξεσηκώνεται διεθνώς είναι τόσος, που οι Ιταλοί τα χάνουν, δειλιάζουν, αγωνίζονται να φανούν ανυποψίαστοι, αθώοι και σοφίζονται να ενοχοποιήσουν την Αγγλία. Όμως, από εκείνη τη στιγμή η ελληνική συνείδηση έχει διαφωτιστεί αρκετά. Η ιερόσυλη τούτη πράξη στο νησί της Θεοτόκου, που εγκαινίασε συμβολικά την επίθεση κατά των Ελλήνων, θα κατασταλάξει μέσα στην ψυχή του ελληνικού λαού και θα τη βοηθήσει να ωριμάσει με γοργούς ρυθμούς μέσα στους επόμενους δυόμισι μήνες για τον ιερό αγώνα που ετοιμαζόταν. Είναι πολύ πιθανό να το είχε νιώσει ο πρεσβευτής της Ιταλίας Γκράτσι, ο οποίος θα γράψει στα Απομνημονεύματά του: «Το έγκλημα της Τήνου είχε γι’ αποτέλεσμα, για να μην πω έκαμε το θαύμα να δημιουργηθεί σε όλη την Ελλάδα μια απόλυτη ενότητα ψυχών. Μοναρχικοί και βενιζελικοί, οπαδοί και αντίπαλοι της 4ης Αυγούστου πείστηκαν πως έναν μόνο αδυσώπητο εχθρό είχε η Ελλάδα: την Ιταλία.
Την ίδια μέρα στις 6 το απόγευμα δύο ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα έριξαν βόμβες πάνω στο ατμόπλοιο «Φρίντων» στα Μάλια της Κρήτης, χωρίς αποτέλεσμα βέβαια..
Στο μεταξύ στις 22 Οκτωβρίου ο Τσιάνο στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρώμης αρχίζει να συντάσσει το τελεσίγραφο που πρόκειται να επιδοθεί στην ελληνική κυβέρνηση τη νύχτα της 27ης προς την 28η. Ο Έλληνας πρεσβευτής στη Ρώμη πολύ καλά πληροφορημένος τηλεγραφούσε στις 23 Οκτωβρίου για την ενέργεια εναντίον της Ελλάδας που προετοιμαζόταν. Προς έκπληξη όλων ο πρεσβευτής Γκράτσι θα έπαιζε το τελευταίο και πιο γραφικό μέρος του ρόλου του: με την ευκαιρία που το Εθνικό Θέατρο θα ανέβαζε στην Αθήνα το μελόδραμα του Τζάκομο Πουτσίνι «Μαντάμ Μπατερφλάυ», ο Ιταλός πρεσβευτής είχε προτείνει να κληθεί ο γιος του διάσημου συνθέτη να παρακολουθήσει την πρώτη επίσημη παράσταση. Θα ήταν, καθώς έλεγε, μια ευκαιρία να αναθερμανθούν οι σχέσεις των δύο λαών στο καλλιτεχνικό και στο κοινωνικό επίπεδο. Την επομένη δόθηκε και δεξίωση στην ιταλική πρεσβεία με προσκεκλημένους την τότε γνωστή αθηναϊκή κοινωνία και την ελληνική κυβέρνηση, η οποία όμως, ως εικός, δεν παρέστη. Πάνω στο μεγάλο τραπέζι είχαν τοποθετηθεί οι δύο σημαίες των δύο εθνών, την ίδια ώρα που οι γραμματείς της ιταλικής πρεσβείας αποκρυπτογραφούσαν το τελεσίγραφο προς την Ελλάδα, που έφτανε κατά δόσεις σε τέσσερα μακροσκελή τηλεγραφήματα. Ο Γκράτσι έπρεπε να το επιδώσει στον Έλληνα πρωθυπουργό, δίχως ειδοποίηση, στις 3 τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου.
(Συνεχίζεται)