(Συνέχεια από το προηγούμενο)
Επί ενάμισι έτος η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι θα καταβάλει κάθε προσπάθεια, προκειμένου να συγκαλύψει τις επεκτατικές της προθέσεις και να αποκοιμίσει τον μικρό της αντίπαλο, την Ελλάδα. Σε κάθε αμερόληπτο μελετητή της Ιστορίας φέρνουν ντροπή οι περιστροφές, οι δολιχοδρομίες, οι δραστήριοι διπλωματικοί ελιγμοί, οι παλινωδίες και οι αυτοδιαψεύσεις της κυβέρνησης Μουσολίνι. Εδώ αναφέρουμε τούτο μόνο: ο Ιταλός επιτετραμμένος την άνοιξη του 1939 τρεις φορές πηγαίνει να βρει τον Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο, προκειμένου να τον διαβεβαιώσει κατηγορηματικά για την αγνότητα των ιταλικών προθέσεων.
Στις 14 Απριλίου του ίδιου έτους από την αγγλική και γαλλική πλευρά δίνονταν εγγυήσεις για την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ελλάδας σε αγορεύσεις ή δηλώσεις των πρωθυπουργών Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ. Σήμερα κρίνοντας με την πείρα και την απόσταση του ιστορικού χρόνου, αντιλαμβανόμαστε ότι οι δηλώσεις τους ήταν συναισθηματικά παρήγορες και ότι είχαν ακαδημαϊκή σημασία στην ουσία. Πρόκειται για τις γνωστές σε τέτοιες περιστάσεις προσπάθειες να αντιζυγιαστεί με λόγια εντυπωσιακά και με αόριστες επαγγελίες το βάρος μιας απειλής. Ωστόσο στην ελληνική συνείδηση θα προκαλούσε την περίσκεψη και αυστηρή περισυλλογή, που θα γινόταν, όταν σήμανε η ώρα, το ψυχολογικό υπόβαθρο της νίκης.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1939 ο πρεσβευτής Γκράτσι επέδιδε στον πρωθυπουργό της Ελλάδας ανακοίνωση που έφερνε από τη Ρώμη και που δηλωνόταν ότι: «Η Ιταλία έχει ήδη δηλώσει ότι δεν προτίθεται να αναλάβει ουδεμίαν πρωτοβουλίαν στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η απόφασις αύτη του Υπουργικού Συμβουλίου, ήτις ισχύει εν γένει, ισχύει ειδικώς έναντι της Ελλάδος…». Περί τους τρεις μήνες αργότερα ο Μουσολίνι έγραφε στον Χίτλερ: «Δι’ αυτόν τον λόγον πρέπει να κυριεύσωμεν ολόκληρον την περιοχήν του Δουνάβεως και τα Βαλκάνια… πρέπει να καταλάβωμεν τα εδάφη των και να τα χρησιμοποιήσωμεν δια την προμήθειαν των απαραιτήτων τροφίμων και πολεμικών βιομηχανικών εφοδίων.»
Στην ελληνική κοινή γνώμη αργότερα δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο Χίτλερ ήταν ξένος προς την ιταλική επιβουλή και ότι, αν μπορούσε, θα την είχε εμποδίσει. Η αλήθεια είναι διαφορετική. Οι Γερμανοί είχαν προσπαθήσει να πείσουν την Ιταλία να επιτεθεί κατά της Ελλάδος, τη στιγμή ακριβώς που εκείνοι θα έκαναν έναρξη χειρών αδίκων κατά της Πολωνίας (1η Σεπτεμβρίου 1939). Στην Αθήνα επισήμως πια η Γερμανία κατέβαλλε προσπάθειες να αποκοιμίσει την Ελλάδα, όταν τον Ιανουάριο του 1940 ο Στρατιωτικός Ακόλουθός της πληροφορούσε τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου μας ότι είναι εξουσιοδοτημένος να του δηλώσει ότι «επέκτασις του πολέμου εις την Βαλκανικήν, πρωτοβουλία (σε Δοτική = με πρωτοβουλία) της Γερμανίας, αποκλείεται τελείως».
Και προκαλείται στον κάθε άνθρωπο, τον μη εξοικειωμένο με τις μεθόδους της διπλωματίας, η εύλογη απορία: γιατί τόση υποκρισία; Γιατί τόση προσπάθεια δύο πανίσχυρων κρατών να εξαπατήσουν τη μικρή Ελλάδα; Μόνο και μόνο για να συγκαλύψουν τις γενικότερες προθέσεις τους ή μήπως η τακτική αυτή είναι η καθιερωμένη σε τέτοιες περιστάσεις; Μήπως αποτελεί απλώς ρεαλιστική διαχείριση συμφερόντων, οπότε έχει εξασφαλίσει και ένα είδος πολιτικού αναμάρτητου;
Πέρα από όλα αυτά υπάρχει και κάτι άλλο: καθεστώτα με κοσμοθεωρία θεμελιωμένη σε προφητικούς ισχυρισμούς, που ενσαρκώνονται σε βουλιμίες ιμπεριαλιστικές, πιστεύουν ότι γι’ αυτά ισχύει άλλη ηθική και άλλος κώδικας τιμής από ό,τι για τον υπόλοιπο κόσμο. Με τυφλή πίστη στην επιθετική και ναρκισσιστική υπεροχή τους, με σκέψη έμμονη/ψύχωση τον στόχο που έχουν τάξει στον εαυτό τους, δημιουργούν γύρω τους ένα δηλητηριασμένο κλίμα, έναν ιδιότυπο πολιτικό μυστικισμό. Πείθουν πρώτα τα στελέχη τους, έπειτα τον όχλο που άγεται και φέρεται πως είναι φορείς μιας ανώτερης τάχα ιστορικής εντολής. Με γνώμονα στο εξής το εξημμένο τούτο όραμα κρίνουν συνοπτικά, αποφασίζουν αδίστακτα και επιχειρούν τα πάντα. Κάθε μέσο τους γίνεται πρόσφορο για την εκπλήρωση της «αποστολής» τους, γιατί υποτίθεται ότι εξαγνίζονται από αυτήν. Ο Χίτλερ πίστευε ότι είναι εντεταλμένος να κρατήσει το σπαθί της ιερής γερμανικής Δίκης κατά του πνεύματος της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που είχε επισφραγίσει την ήττα της πατρίδας του στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Μουσολίνι ότι είναι ο παράκλητος, ο Μεσσίας της Ιταλίας, ο διάδοχος των Καισάρων.
(Συνεχίζεται)