Όταν στη δεκαετία του ’70, μικρό παιδί, άκουγα το τραγούδι «Η Μάνα η Τούρκα», με ερμηνευτή τον αείμνηστο Μανώλη Αγγελόπουλο, αδυνατούσα να κατανοήσω την σημασία των στίχων.
Οι νότες όμως και η μουσική παρέσερναν τις αισθήσεις μου. Στην πορεία κατάλαβα πως γράφτηκε για δύο μάνες, μια Ελληνίδα και μια Τουρκάλα που έχασαν τους γιους τους από την μεταξύ τους διαμάχη.
Σκαλίζοντας το μουσικό αρχείο βρήκα πως κυκλοφόρησε το 1975 με συνθέτη τον Δημήτρη Μηλιό, στιχουργό τον Κώστα Μαλκώτση και πρώτη ερμηνεύτρια την Γεωργία Λόγγου. Μάλιστα στη θεματολογία αναφέρεται ως τραγούδι ζωής. Και σε τούτη τη ζωή όταν βγαίνουν όπλα και μαχαίρια οι μάνες κλαίνε ανάλογα. Τα μοιρολόγια δεν διαφέρουν. Τα δάκρυα εκφράζουν τον ίδιο πόνο. Τα αίμα δεν έχει διαφορετικό χρώμα.
«Δυο μάνες κλαίγανε
τα ίδια λέγανε
τα μοιρολόγια
Για γιους που θρέψανε
κι αυτοί πιστέψανε
σε κούφια λόγια».
Ο σεισμός που έπληξε την Σάμο και τη Σμύρνη προκάλεσε ζημιές και θύματα τόσο στο ελληνικό, όσο και στο τούρκικο έδαφος. Δυο μικρά ελληνόπουλα, δυο μαθητές, είναι τα αδικοχαμένα θύματα της ελληνικής πλευράς. Τα μηνύματα συμπαράστασης στους οικείους του Παοκτσή Άρη και της φίλης του Κλαίρης δεν είναι μονότονα οπαδικά. Κίτρινοι, πράσινοι, κόκκινοι και μπλε συγκινούν με τα λιτά τους μνημόσυνα και σπάζουν το απόστημα της έχθρας έστω και για λίγο. Ο πόνος όμως της μάνας δεν απαλύνεται εύκολα.
Αυτή την θλίψη βιώνουν και οι τούρκοι για την απώλεια αγαπημένων προσώπων. Δυο διαφορετικές χώρες αυτή τη φορά με ίδια συναισθήματα. Οι κατακτητικές βλέψεις των γειτόνων παγώνουν μπροστά στο ανθρώπινο δράμα. Η απόσταση είναι μικρή. Ο ένας ζει απέναντι από τον άλλο. Οι διαφορές σβήνουν μπροστά στο κοινό δράμα. Τώρα όλοι έρχονται πιο κοντά. Δεν υπάρχουν εχθροί. Υπάρχουν κοινά αισθήματα, κοινά προβλήματα.
Μέσα από μια τραγωδία η ανατολική μεσόγειος ηρεμεί πρόσκαιρα. Ο γείτονας θέλει να προσφέρει βοήθεια. Εύχομαι να μην προσποιείται. Τη συμπαράσταση μας την έχει δεδομένη.
Σεισμούς και κατακλυσμούς είχαμε και στο παρελθόν, θα έχουμε και στο μέλλον. Ο απλός λαός, είτε ελληνικός, είτε τούρκικος, ανέκαθεν δοκιμάζεται σκληρά. Τα συμφέροντα των λίγων σε καμιά περίπτωση δεν προέχουν από την ειρήνη και την ευημερία των πολλών.
Η Κλαίρη, ο Άρης, οι τούρκοι νεκροί, οι τραυματίες των δυο χωρών, ας είναι τα θύματα που θυσιάστηκαν για να αλλάξει κάτι στο ταραγμένο τοπίο που για καιρό συντηρούν οι απέναντι.
«Κι η Μάνα η Τούρκα
κι η Μάνα η Γκρέκα
τους κλαίνε ακόμα
τους κλαίνε ακόμα».
Γιάννης Τσαπουρνιώτης
τα ίδια λέγανε
τα μοιρολόγια
Για γιους που θρέψανε
κι αυτοί πιστέψανε
σε κούφια λόγια».
Ο σεισμός που έπληξε την Σάμο και τη Σμύρνη προκάλεσε ζημιές και θύματα τόσο στο ελληνικό, όσο και στο τούρκικο έδαφος. Δυο μικρά ελληνόπουλα, δυο μαθητές, είναι τα αδικοχαμένα θύματα της ελληνικής πλευράς. Τα μηνύματα συμπαράστασης στους οικείους του Παοκτσή Άρη και της φίλης του Κλαίρης δεν είναι μονότονα οπαδικά. Κίτρινοι, πράσινοι, κόκκινοι και μπλε συγκινούν με τα λιτά τους μνημόσυνα και σπάζουν το απόστημα της έχθρας έστω και για λίγο. Ο πόνος όμως της μάνας δεν απαλύνεται εύκολα.
Αυτή την θλίψη βιώνουν και οι τούρκοι για την απώλεια αγαπημένων προσώπων. Δυο διαφορετικές χώρες αυτή τη φορά με ίδια συναισθήματα. Οι κατακτητικές βλέψεις των γειτόνων παγώνουν μπροστά στο ανθρώπινο δράμα. Η απόσταση είναι μικρή. Ο ένας ζει απέναντι από τον άλλο. Οι διαφορές σβήνουν μπροστά στο κοινό δράμα. Τώρα όλοι έρχονται πιο κοντά. Δεν υπάρχουν εχθροί. Υπάρχουν κοινά αισθήματα, κοινά προβλήματα.
Μέσα από μια τραγωδία η ανατολική μεσόγειος ηρεμεί πρόσκαιρα. Ο γείτονας θέλει να προσφέρει βοήθεια. Εύχομαι να μην προσποιείται. Τη συμπαράσταση μας την έχει δεδομένη.
Σεισμούς και κατακλυσμούς είχαμε και στο παρελθόν, θα έχουμε και στο μέλλον. Ο απλός λαός, είτε ελληνικός, είτε τούρκικος, ανέκαθεν δοκιμάζεται σκληρά. Τα συμφέροντα των λίγων σε καμιά περίπτωση δεν προέχουν από την ειρήνη και την ευημερία των πολλών.
Η Κλαίρη, ο Άρης, οι τούρκοι νεκροί, οι τραυματίες των δυο χωρών, ας είναι τα θύματα που θυσιάστηκαν για να αλλάξει κάτι στο ταραγμένο τοπίο που για καιρό συντηρούν οι απέναντι.
«Κι η Μάνα η Τούρκα
κι η Μάνα η Γκρέκα
τους κλαίνε ακόμα
τους κλαίνε ακόμα».
Γιάννης Τσαπουρνιώτης