Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Όταν ο Διγενής Ακρίτας κονταροχτυπιόταν με τον Χάροντα...

«Κ' επήγαν κ' επαλέψανε 'ς τα μαρμαρένια αλώνια...







κι' όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι' όθε χτυπάει ό Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.»

Έχει καμία σχέση η γενιά μας με τις γενιές του "Επους του Διγενή Ακρίτα", που πάλευε με τον "Χάροντα" για την πίστη και τα ιδανικά;

Ανόητη ερώτηση...

Ο νεοέλληνας πλέον το μόνο για το οποίο νοιάζεται είναι η καλοπέραση και η βόλεψη του. Κατάντησε ένας αριθμός σε μία κάρτα είτε πλαστικιά είτε ψηφιακή. Έγινε ένα με τους απογόνους των βαρβάρων και υιοθέτησε τις συνήθειες, τις ανάγκες και τα θέλω τους. Φοβάται τον «τιμημένο» θάνατο και αναμένει όντως νεκρός τον βιολογικό του θάνατο, που εν τέλει άλλοι έχουν αποφασίσει για αυτό.

Γιατί δεν εξηγείται αλλιώς, η απάθεια που δείχνουμε σε ότι συμβαίνει γύρω μας και κυρίως στην πατρίδα μας. Δεν εξηγείται ότι δεχόμαστε όχι απλά αδιαμαρτύρητα, αλλά το επιδιώκουμε κιόλας να εφαρμόσουμε ότι μας προστάζουν οι ισχυροί αυτού του κόσμου.

Δεν προσφέραμε μόνο τα σώματά μας ως πειραματόζωα στα σχέδια των ισχυρών, αλλά δώσαμε και τις ψυχές μας με αντάλλαγμα όχι την αιώνια ζωή, αλλά την εφήμερη μετρημένη στους κόκκους μίας κλεψύδρας.

Με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, που δεν αρκούν όμως για να μας ξυπνήσουν από τον ηθικό λήθαργο στον οποίο έχουμε καταπέσει, το μέλλον και η μοίρα των απογόνων της χώρας των γενναίων, των ηρώων και των αθανάτων, μοιάζει δυσοίωνο...

------------------------

¹ Το Έπος τον Διγενή Ακρίτα εκφράζει τα ιδεώδη και τους πόθους του ελληνικού γένους.

Σύμφωνα με τον μύθο ήταν ένας από τους Ακρίτες, τους φρουρούς των Βυζαντινών συνόρων και απέκτησε το προσωνύμιο Διγενής εξαιτίας της εθνικής καταγωγής του: η μητέρα του, Ειρήνη ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του Μουσούρ Άραβας εμίρης από την Συρία. Σε μία από τις διασκευές του έπους αναφέρεται ότι ήταν σύγχρονός του Αυτοκράτορα Βασίλειου, αλλά δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί με βεβαιότητα εάν πρόκειται για τον Βασίλειο Α΄ ή τον Βασίλειο Β΄, γνωστό ως Βασίλειο Βουλγαροκτόνο.


² Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνη.
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι' όλους τους αντρειωμένους,
νά ρθη ο Μηνάς κι' ο Μαυραϊλής, νά ρθη κι' ο γιος του Δράκου
νά ρθη κι' ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι' ο κόσμος.
Κ' επήγαν και τον ηύρανε 'ς τον κάμπο ξαπλωμένο.
Βογγάει, τρέμουν τα βουνά, βογγάει, τρέμουν οι κάμποι.
"Σαν τι να σ' ηύρε Διγενή, και θέλεις να πεθάνης;
-Φίλοι, καλώς ωρίσατε, φίλοι κι' αγαπημένοι,
συχάσατε, καθήσατε κ' εγώ σας αφηγειέμαι.
Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κ' εκατό, και πάλε φόβο νέχουν,
κ' εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι' αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργυαίς κοντάρι.
Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιαίς χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιαίς χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια πού ζησα δω 'ς τον απάνου κόσμο
κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο,
πόχει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλέψωμε σε μαρμαρένια αλώνια
κι' όποιος νικήση από τους δυο να παίρνη την ψυχή του."

Κ' επήγαν κ' επαλέψανε 'ς τα μαρμαρένια αλώνια,
κι' όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι' όθε χτυπάει ό Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.


Πηγές: