ο οποίος, εκτός των άλλων, δεν έχει επιφέρει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Και ενώ τα πάσης φύσεως μέτρα τα βάφτισε αυθαίρετα «υγειονομικά», στην ουσία πρόκειται για αποφάσεις κατασταλτικού περιεχομένου ενάντια σε βασικά ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, θέλοντας έτσι, εκτός των άλλων, να μεταθέσει το βάρος μοναδικά στους πολίτες. Με το πρόσχημα της προστασίας μας από τον ιό, έχουμε υποστεί όλοι μας μια βαθύτατη συρρίκνωση δικαιωμάτων μας, όπως αυτών που αφορούν την ελεύθερη μετακίνηση, τη συνάθροιση, την έκφραση, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την εργασία και τη δυνατότητα σε αξιοπρεπή διαβίωση. Η Παιδεία, είναι ακόμη ένα αγαθό που η κοινωνία στερείται, εδώ και ένα χρόνο. Το υποκατάστατο της τηλεκπαίδευσης, εκτός του ότι είναι απρόσφορο να μορφώσει τα παιδιά μας, δημιουργεί εξαρτήσεις, ψυχολογικά και σωματικά προβλήματα, τα πειθαναγκάζει σε ατομιστικές συμπεριφορές, εν τέλει τους στερεί την κοινωνικοποίηση, όρο απαραίτητο, αφενός για τη συναισθηματική και ψυχική τους υγεία, αφετέρου για τον καθοριστικό ρόλο ενός αυριανού ενεργού και υπευθύνου Πολίτη. Από την άλλη, το δικαίωμα της πρόσβασης στη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, δικαίωμα που κατακτήθηκε με συνεχείς και επίπονους αγώνες των προηγούμενων γενεών, έχει αδρανοποιηθεί πλήρως.
Το τελευταίο μέτρο που ανακοίνωσε η υπουργός παιδείας προκειμένου να ανοίξουν τα σχολεία με «ασφάλεια», η διενέργεια δηλαδή των λεγόμενων self tests τα οποία υποχρεωτικά θα κάνουν όλοι οι μαθητές στο σπίτι τους, εν συνεχεία δε οι γονείς θα παρέχουν στο παιδί υπεύθυνη δήλωση του γονέα ότι το test είναι αρνητικό, ώστε με αυτήν την υπεύθυνη δήλωση ο μαθητής ή η μαθήτρια να μπορεί να έχει πρόσβαση στη δημόσια εκπαίδευση (διαφορετικά δεν θα του επιτρέπεται η είσοδος στο σχολείο και θα παίρνει απουσία) είναι απρόσφορο, υποκριτικό και παράνομο.
Απρόσφορο διότι: παρ’ ό,τι η αποτελεσματικότητα και η εγκυρότητα των self tests αμφισβητείται ακόμα και από τους ίδιους που τα προκρίνουν (παράδειγμα, ο κ. Μόσιαλος, ο οποίος πρόσφατα δήλωσε ότι τα self tests δεν έχουν έγκυρα αποτελέσματα σε ασυμπτωματικούς, προσυμπτωματικούς και σε περιπτώσεις όπου έχουν παρέλθει 5-7 ημέρες από την εκδήλωση των συμπτωμάτων), και ενώ η διενέργεια του test από τον γονιό (που πρόκειται για σύνθετη διαγνωστική πράξη ιατρικού χαρακτήρα), ιδίως σε παιδιά μικρής ηλικίας, δεν παρέχει κανένα εχέγγυο ότι το test εφαρμόστηκε πράγματι όπως προβλέπουν οι προδιαγραφές του, εν τούτοις, ένα τέτοιο αποτέλεσμα, εκλαμβάνεται καταρχάς ως «ισχυρό».
Υποκριτικό διότι, ενώ η υπουργός γνωρίζει τις παραπάνω αδυναμίες, υποχρεώνει τον γονιό (που δεν είναι γιατρός ή νοσηλευτής) να βεβαιώσει, τόσο «το καλώς έχει» της διενέργειας του test, όσο και το αρνητικό αποτέλεσμα που εξήχθη μέσω του test, καθιστώντας τον ίδιο υπεύθυνο για το έγκυρο ή μη της διάγνωσης. Μ’ άλλα λόγια, η υπουργός μεταθέτει το βάρος σε μια «υπεύθυνη δήλωση» του γονιού και όχι στην πραγματική πρόληψη, διάγνωση και στην ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Αν η υπουργός θεωρεί ότι η υγεία των παιδιών μας εξασφαλίζεται με υπεύθυνες δηλώσεις, δεν έχει παρά να το δηλώσει ευθαρσώς.
Παράνομο, διότι στα ανήλικα παιδιά την επιμέλειά τους την έχουν οι γονείς. Αυτοί αποφασίζουν πότε, πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις το ανήλικο τέκνο θα υποβληθεί σε ιατρική πράξη, έστω διαγνωστικού χαρακτήρα. Για να καταστεί ένα τέτοιο μέτρο υποχρεωτικό και προς χάρη του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας, η Πολιτεία είναι αυτή που πρωτίστως πρέπει να εγγυηθεί: το αναγκαίο του μέτρου, τη μοναδικότητα του μέτρου, αλλά και την υλοποίησή του, και αφού προηγουμένως έχει ενεργήσει όλες εκείνες τις υγειονομικές προϋποθέσεις που πρέπει, έτσι κι’ αλλιώς, να τηρούνται σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο που η ασφαλής λειτουργία του, βρίσκεται στην ευθύνη της.
Ακριβώς όμως επειδή η κυβέρνηση δεν μπορεί να πείσει για την αποτελεσματικότητα (πόσο μάλλον για την αναγκαιότητα) των “μέτρων” που εφαρμόζει, γι’ αυτό και επιβάλλει υποχρεωτικά την εφαρμογή τους με εκβιασμούς, απειλές και ποινές. Εκεί που αδυνατεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την ελεύθερη συναίνεση των πολιτών, εκβιάζει τη συμμόρφωση και την υποταγή τους.
Αντί λοιπόν η κυβέρνηση και η υπουργός να προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την αρρώστια με «χαρτιά και υπογραφές» και με πειθαρχικά μέτρα, αντί να διαιρούν την κοινωνία σε «υπάκουους» και «ανυπάκουους», ας πράξουν τα αυτονόητα και ό,τι όλος ο ιατρικός κόσμος προτείνει από την αρχή που εμφανίστηκε το πρόβλημα:
- Συστηματική απολύμανση όλων των αιθουσών διδασκαλίας και των εσωτερικών κοινόχρηστων χώρων των σχολείων.
- Παρουσία ή έστω συχνές επισκέψεις υγειονομικού προσωπικού στα σχολεία. Εξέταση των παιδιών μόνο με την ελεύθερη (και όχι εκβιαστική) συναίνεση των κηδεμόνων τους.
- Διευθέτηση της λειτουργίας του σχολείου κατά τρόπο ασφαλή υγειονομικά, χωρίς όμως να θίγονται ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα γονιών, μαθητών και εκπαιδευτικών.
- Δημιουργία πρωτοβάθμιας υγειονομικής φροντίδας και περίθαλψης, με απόλυτη προτεραιότητα στα παιδιά. Με μια κουβέντα, επανίδρυση και άμεση λειτουργία των γνωστών μας παιδικών πολυϊατρείων.
- Εκ νέου θεσμοθέτηση και λειτουργία του οικογενειακού γιατρού, ο οποίος με ένα τηλεφώνημα θα επισκέπτεται την οικογένεια, θα προβαίνει σε εξέταση και ανάλογη αντιμετώπιση της περίπτωσης.
Ας επικεντρωθούμε λοιπόν στα ανωτέρω, αλλά και σε όσα άλλα μπορούν να διασφαλίσουν τη δια ζώσης διδασκαλία, την ποιότητα της λειτουργίας του σχολείου, τη μόρφωση, τη ψυχική και σωματική υγεία των παιδιών μας χωρίς εκβιασμούς, εκφοβισμούς και πειθαρχικές διώξεις. Δεν πρέπει να στραφούμε ο ένας ενάντια στον άλλο. Ας ακουστούν όλες οι φωνές και η Πολιτεία, επιτέλους, να αναλάβει τις δικές της ευθύνες. Εμείς, ως γονείς, ως εκπαιδευτικοί, ως εργαζόμενοι, ως Πολίτες, ένα και πλέον χρόνο, το κάνουμε.
Αθήνα, 13 Απριλίου 2021
Ο τομέας Παιδείας του ΕΠΑΜ