Η τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα είναι γνωστή ως «Κυριακή του Παραλύτου». Την μέρα αυτή διαβάζεται η περικοπή του Ευαγγελίου ,που αναφέρεται στο γνωστό περιστατικό του επί 38 χρόνια καθηλωμένου στο κρεβάτι παράλυτου...
που περίμενε υπομονετικά να έρθει η στιγμή που κάποιος θα τον έριχνε στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά την ώρα που άγγελος τάρασσε τα νερά ,ώστε να θεραπευθεί.
Υπήρχε πλήθος ασθενών, συνοδών και πολλών περαστικών ,όμως δεν βρέθηκε επί τόσα χρόνια ένας άνθρωπος να δώσει χέρι βοήθειας στον παράλυτο. Όταν ο Χριστός τον αντίκρισε και τον ρώτησε αν θέλει να γιατρευτεί ο παράλυτος αντί άλλης απάντησης, εξέφρασε το πικρό παράπονο του: «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω..» Είμαι μόνος και έρημος μέσα στο πλήθος αυτών των ανθρώπων. Δεν υπάρχει κάποιος να αισθανθεί τον πόνο μου, να με ακούσει και να με συμπαρασταθεί.
Η κραυγή πόνου και αγωνίας για την μοναξιά, την εγκατάλειψη και την περιφρόνηση, που ένοιωσε ο παράλυτος είναι διαχρονική και ιδιαίτερα επίκαιρη στην εποχή μας .Μια εποχή της φαινομενικά απίστευτης επικοινωνίας των ανθρώπων μέσω της τεχνολογίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης , ουσιαστικά όμως εποχή της θλιβερής μοναχικότητας που νοιώθει ο σημερινός άνθρωπος, καίτοι ανταλλάσσει δεκάδες ηλεκτρονικά μηνύματα με τους υποτιθεμένους διαδικτυακούς «φίλους» του. Η μοναξιά και η αδιαφορία για τον διπλανό μας φτάνει κάποιες φορές στο σημείο την ώρα που βρισκόμαστε κλειδωμένοι στο διαμέρισμά μας στο διπλανό ο γείτονας μπορεί να πεθαίνει ή να έχει ανάγκη από ένα πιάτο φαγητό και εμείς να τον αγνοούμε και να αδιαφορούμε.
«Άνθρωπον ουκ έχω» κραυγάζουν καθημερινά, χωρίς να τους ακούει κανείς, άρρωστοι μόνοι στα νοσοκομεία, τα γηροκομία, στους δρόμους, άστεγοι, νηστικοί, εγκαταλελειμμένοι, ντόπιοι και πρόσφυγες, γέροι και μικρά παιδιά. Κλεισμένοι στον εαυτό τους οι εγωκεντρικοί σημερινοί άνθρωποι μένουν ασυγκίνητοι για τον πάσχοντα διπλανό τους, πολλές φορές ακόμη και αν πρόκειται για συγγενικά και συνοικούντα μέλη της οικογένειας τους συζύγους ή τέκνα τους.
Υπάρχουν ευτυχώς οι εξαιρέσεις των ολίγων ανιδιοτελών, ευαίσθητων και θυσιαστικών ανθρώπων, που αποτελούν το «άλας» που συντηρεί και νοηματοδοτεί ως ένα σημείο την φθίνουσα κοινωνία μας. Είναι αυτοί που απλώνουν το χέρι τους, σαν το Χριστό, στον υποφέροντα συνάνθρωπό τους και του παρέχουν στήριξη, ελπίδα και παρηγοριά.